7 research outputs found
KINEMATIC PARAMETERS OF HURDLE CLEARANCE MOTION IN YOUNG, NOVICE ATHLETES
The purpose of the present study was to assess hurdle kinematics of young athletes when clearing the first two hurdles (0.76 m height) of a simulated hurdle race. Participants run the distance from the starting line to the 2nd hurdle. All trials were video recorded in order to evaluate specific kinematic variables related to hurdle clearance motion. Results revealed that young athletes negotiate the hurdles with lower values of horizontal velocity and hurdle clearance distance parameters, and tend to adopt “a jumping action” over the hurdle compared to the motor pattern of more skilled hurdlers. Horizontal velocity variation affected the technical model of hurdle clearance at the 2nd hurdle, compared to the 1st hurdle, forcing young participants to clear the 2nd hurdle with higher vertical displacement
STEP ADJUSTMENT IN LONG JUMP APPROACH IN BEGINNER ATHLETES AGED 12-13
This study examined whether young non-expert long jumpers showed at the long jump approach (LJA) similar pattern of variability in footfall placement across trials as adult expert athletes. The LJA of 51 competition jumps performed by 17 athletes, aged 12-13 years, were analyzed. A stride regulation pattern emerged on the 5th and 4th stride prior to take-off and at a mean distance of 8.7m (males) and 7.2m (females) from take-off board. TBD variability reached a maximum value of 32.1±19.9cm and 37.4±29.9cm and was finally reduced to 10.6±16.1cm and 15.6±14.4cm for males and females respectively. The striding pattern was similar to that reported in the literature for adults. However, beginners were found to be less consistent over the initial phase of the LJA than adult athletes and made more dramatic step length modifications during the final two strides
Οπτική αντίληψη και έλεγχος μετακίνησης σε δεξιότητες προσέγγισης στόχου, με εφαρμογή στα αγωνίσματα των εμποδίων και του άλματος σε μήκος – Προπονητική και Διδακτική προσέγγιση.
Σε δεξιότητες προσέγγισης στόχου, η εφαρμογή του οπτικού ελέγχου και η προσαρμογή του μήκους των διασκελισμών αποτελούν βασικές ανθρώπινες δεξιότητες. Κατά την εκτέλεση του άλματος σε μήκος, νεαροί, αρχάριοι αθλητές και αθλήτριες προσαρμόζουν το μήκος των τελευταίων διασκελισμών της φόρας τους σύμφωνα με το οπτικό ερέθισμα (βαλβίδα), υποστηρίζοντας την εφαρμογή του οπτικού ελέγχου. Η τεχνική του οπτικού ελέγχου δεν εφαρμόζεται μόνο σε συγκεκριμένες μορφές δεξιότητας όπου απαιτείται η τοποθέτηση του πέλματος σε ένα συγκεκριμένο στόχο στο έδαφος, αντίθετα, πρόκειται για την ύπαρξη ενός γενικού μηχανισμού ελέγχου ο οποίος βασίζεται στο συνδυασμό αντίληψης – κίνησης. Ο μηχανισμός αυτός οπτικού ελέγχου εφαρμόζεται και κατά την προσέγγιση αγωνιστικών εμποδίων, μια κινητική δεξιότητα η οποία χαρακτηρίζεται από διαφορετικές απαιτήσεις κίνησης και εκτελείται σε ένα περιβάλλον με διαφορετικά ερεθίσματα πληροφόρησης. Ωστόσο, το περιβάλλον απόδοσης και οι περιορισμοί της δεξιότητας επηρεάζουν το μοντέλο των διασκελισμών κατά τη φάση της φόρας και την εφαρμογή του οπτικού ελέγχου.
Καθώς οι ενέργειες προσέγγισης στόχου έχουν μια εξελίξιμη πορεία, η ικανότητα ρύθμισης του μοντέλου μετακίνησης μπορεί να βελτιωθεί μέσω της μάθησης – εξάσκησης. Ένα μαθησιακό – προπονητικό περιεχόμενο βασισμένο στην προσέγγιση του μοντέλου των περιορισμών, το οποίο προσφέρει όλες τις δυνατότητες για να αναπτυχθούν τα σημαντικά χαρακτηριστικά της δεξιότητας, μπορεί να συμβάλλει σε μια βελτιωμένη κινητική συμπεριφορά, από άποψη όχι μόνο μιας βελτιωμένης ικανότητας ρύθμισης του μοντέλου διασκελισμών κατά τη φάση προσέγγισης του στόχου αλλά και σε σχέση με τα χαρακτηριστικά τεχνικής της κινητικής δεξιότητας.In target directed locomotion, the occurrence of visual control and step adjustment are basic human skills. Assessing the long jump approach run, young, novice long jumpers adjust the final steps of their approach according to the regulatory stimuli (takeoff board), suggesting the use of a continuous visual control process. This control mechanism involved is based on a continuous perception – movement coupling and is implemented regardless of the specificity of tasks (pointing a target or stepping across an obstacle). Even though track and field hurdling is characterized by different task constraints, young athletes also adjust their step pattern in order to effectively clear the hurdle, suggesting a visual regulation similar to that reported for long jumpers. However, step pattern and technical aspects of the approach run are affected by environmental context and nested task constraints.
The regulation of the locomotion pattern according to visual input seems to be an emergent behavior, which could be improved through practice. A learning design based on the constraints-led approach, which contains all the necessary informational elements of the performance environment and provide opportunities to develop the key elements of the skill, could contribute to an improved motor skill in terms not only of an improved ability to regulate step pattern but of technical characteristics as well
STRIDE REGULATION AT THE APPROACH PHASE OF LONG JUMP IN VISUALLY IMPAIRED (F13) ATHLETES
The present work studied whether visually impaired (VI) class F13 long jumpers showed at the approach run the same pattern of variability in footfall placement across trials as their non-VI counterparts. The long jump finalists (men and women), of the IBSA 2009 European Athletics Championship were recorded. VI long jumpers demonstrated an initial ascending variability followed by a descending one suggesting some type of regulation. This control emerged on the 5th and 4th stride prior to take-off and at a mean distance of 8.8±1.9m and 8.3±2.6m from the take-off board for men and women respectively. TBD variability reached a maximum value of 30.0±18.9cm and 25.2± 14.4cm and was finally reduced to 7.73cm (± 6.65cm) and 8.2± 2.6cm for males and females respectively. The striding pattern observed was similar to that reported in the literature for non-VI athletes
STRIDE LENGTH REGULATION AT THE APPROACH PHASE OF LONG JUMP IN VISUALLY IMPAIRED (F12 CLASS) ATHLETES
The present study examined whether long jumpers with visual impairment (class F12) demonstrate at the approach run the same pattern of footfall variability across trials as athletes without visual impairment. Five male and five female elite F12 class long jumpers were recorded during a competition. The athletes demonstrated an initial ascending footfall variability followed by a descending one, suggesting the existence of stride length regulation. This regulation emerged on the fourth and the third stride prior to take-off area and at a mean distance of 9.09 ± 0.26 m and 6.28 ± 0.26 m for the males and the females respectively from the take-off line. Results indicated that the stride pattern of F12 class long jumpers was similar to that reported in the literature for athletes without visual impairment, with stride regulation commencing one stride closer to the take-off board
Η επίδραση διαφορετικών τεχνικών μάθησης στην εκτέλεση και στην επίδοση του άλματος σε μήκος
Η επαναληπτική εκτέλεση ειδικών ασκήσεων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εκμάθηση μιας συγκεκριμένης δεξιότητας και για τη βελτίωση της κινητικής απόδοσης, ωστόσο, η πρακτική αυτή εξάσκηση από μόνη της δεν αρκεί. Η μαθησιακή διαδικασία μπορεί να ενισχυθεί από πρόσθετες τεχνικές μάθησης, όπως είναι ο «αυτοδιάλογος» και η «παρατήρηση μοντέλου», τεχνικές οι οποίες ενισχύουν τις αντιληπτικές ικανότητες και κατά συνέπεια αυξάνουν την αποτελεσματικότητα της εξάσκησης και βοηθούν τον ασκούμενο να επιτύχει τον επιδιωκόμενο στόχο σε μικρότερο χρονικό διάστημα.
Σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν να διερευνηθεί εάν η διδασκαλία των επιμέρους φάσεων του άλματος σε μήκος, μέσω ειδικών ασκήσεων, ενισχύεται από τον αυτοδιάλογο και την παρατήρηση μοντέλου, με αποτέλεσμα την επιτυχημένη εκτέλεση του άλματος και τη βελτίωση της επίδοσης.
Ως ανεξάρτητη μεταβλητή ορίζεται ο τρόπος διδασκαλίας- εκμάθησης. Η ανεξάρτητη μεταβλητή διακρίνεται σε τέσσερα επίπεδα: α) μόνο πρακτική εξάσκηση για το άλμα σε μήκος (συνθήκη ελέγχου), β) παρατήρηση μοντέλου σε συνδυασμό με πρακτική εξάσκηση, γ) αυτοδιάλογος σε συνδυασμό με πρακτική εξάσκηση, δ) συνδυασμός αυτοδιαλόγου και παρατήρησης μοντέλου παράλληλα με πρακτική εξάσκηση.
Ως εξαρτημένη μεταβλητή ορίζεται η εκμάθηση της τεχνικής εκτέλεσης του άλματος σε μήκος, η οποία οριοθετείται με βάση συγκεκριμένες κινηματικές παραμέτρους της τεχνικής και την επίδοση σε μέτρα.
69 νεαροί (Μ ηλικίας = 10.3 έτη), αρχάριοι αθλητές και αθλήτριες κλασικού αθλητισμού συμμετείχαν στη συγκεκριμένη μελέτη. Μετά την αρχική μέτρηση, οι συμμετέχοντες συγκροτήθηκαν τυχαία σε 4 ομάδες: ομάδα «αυτοδιαλόγου», ομάδα «παρατήρησης μοντέλου», ομάδα «αυτοδιάλογος + παρατήρηση μοντέλου», ομάδα ελέγχου. Η διάρκεια του παρεμβατικού προγράμματος ήταν 8 εβδομάδες, κατά τις οποίες πραγματοποιήθηκαν 24 προπονητικές συναντήσεις (3ΠΣ/ εβδ.). Κάθε προπονητική συνάντηση περιελάμβανε την παρέμβαση με τη μορφή του αυτοδιαλόγου ή της παρατήρησης μοντέλου ή του συνδυασμού και των δύο, ανάλογα με την ομάδα, καθώς και την πρακτική εξάσκηση των ειδικών ασκήσεων για το άλμα σε μήκος. Με την ολοκλήρωση του παρεμβατικού προγράμματος, στην 25η ΠΣ, πραγματοποιήθηκε η τελική μέτρηση. Και στις δύο μετρήσεις, όλοι οι συμμετέχοντες εκτέλεσαν από 3 άλματα με φόρα 12-18 διασκελισμούς. Όλες οι προσπάθειες βιντεοσκοπήθηκαν, με σκοπό να εξεταστούν συγκεκριμένες κινηματικές παράμετροι που καθορίζουν τα βασικά χαρακτηριστικά της τεχνικής του άλματος.
Ο έλεγχος συσχέτισης r Pearson εμφάνισε σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των κινηματικών παραμέτρων και της επίδοσης. Ο έλεγχος t (t-test) για εξαρτημένα δείγματα παρουσιάζει σημαντικές βελτιώσεις (p<0.05) μεταξύ αρχικής και τελικής μέτρησης, και για τις τέσσερις ομάδες. Η πολυμεταβλητή ανάλυση διακύμανσης (MANOVA) για την τελική μέτρηση αποκαλύπτει ότι η κύρια επίδραση του παράγοντα «τρόπος διδασκαλίας- εκμάθησης μιας κινητικής δεξιότητας» είναι σημαντική. Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης επιβεβαιώνουν την αξία του αυτοδιαλόγου στο να κατευθύνει την προσοχή του ασκούμενου στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε φάσης του άλματος σε μήκος και στο να «εισάγει» τη σωστή σειρά εκτέλεσης μιας ολοκληρωμένης σύνθετης κινητικής δεξιότητας. Παράλληλα, υποστηρίζεται η αποτελεσματικότητα της «παρατήρησης μοντέλου» σε περιπτώσεις όπου αξιολογούνται τα κινηματικά χαρακτηριστικά μιας κινητικής δεξιότητας
Visual perception and locomotor control when approaching a target, in long jump and hurdling events
In target directed locomotion, the occurrence of visual control and step adjustment are basic human skills. Assessing the long jump approach run, young, novice long jumpers adjust the final steps of their approach according to the regulatory stimuli (takeoff board), suggesting the use of a continuous visual control process. This control mechanism involved is based on a continuous perception – movement coupling and is implemented regardless of the specificity of tasks (pointing a target or stepping across an obstacle). Even though track and field hurdling is characterized by different task constraints, young athletes also adjust their step pattern in order to effectively clear the hurdle, suggesting a visual regulation similar to that reported for long jumpers. However, step pattern and technical aspects of the approach run are affected by environmental context and nested task constraints. The regulation of the locomotion pattern according to visual input seems to be an emergent behavior, which could be improved through practice. A learning design based on the constraints-led approach, which contains all the necessary informational elements of the performance environment and provide opportunities to develop the key elements of the skill, could contribute to an improved motor skill in terms not only of an improved ability to regulate step pattern but of technical characteristics as well.Σε δεξιότητες προσέγγισης στόχου, η εφαρμογή του οπτικού ελέγχου και η προσαρμογή του μήκους των διασκελισμών αποτελούν βασικές ανθρώπινες δεξιότητες. Κατά την εκτέλεση του άλματος σε μήκος, νεαροί, αρχάριοι αθλητές και αθλήτριες προσαρμόζουν το μήκος των τελευταίων διασκελισμών της φόρας τους σύμφωνα με το οπτικό ερέθισμα (βαλβίδα), υποστηρίζοντας την εφαρμογή του οπτικού ελέγχου. Η τεχνική του οπτικού ελέγχου δεν εφαρμόζεται μόνο σε συγκεκριμένες μορφές δεξιότητας όπου απαιτείται η τοποθέτηση του πέλματος σε ένα συγκεκριμένο στόχο στο έδαφος, αντίθετα, πρόκειται για την ύπαρξη ενός γενικού μηχανισμού ελέγχου ο οποίος βασίζεται στο συνδυασμό αντίληψης – κίνησης. Ο μηχανισμός αυτός οπτικού ελέγχου εφαρμόζεται και κατά την προσέγγιση αγωνιστικών εμποδίων, μια κινητική δεξιότητα η οποία χαρακτηρίζεται από διαφορετικές απαιτήσεις κίνησης και εκτελείται σε ένα περιβάλλον με διαφορετικά ερεθίσματα πληροφόρησης. Ωστόσο, το περιβάλλον απόδοσης και οι περιορισμοί της δεξιότητας επηρεάζουν το μοντέλο των διασκελισμών κατά τη φάση της φόρας και την εφαρμογή του οπτικού ελέγχου. Καθώς οι ενέργειες προσέγγισης στόχου έχουν μια εξελίξιμη πορεία, η ικανότητα ρύθμισης του μοντέλου μετακίνησης μπορεί να βελτιωθεί μέσω της μάθησης – εξάσκησης. Ένα μαθησιακό – προπονητικό περιεχόμενο βασισμένο στην προσέγγιση του μοντέλου των περιορισμών, το οποίο προσφέρει όλες τις δυνατότητες για να αναπτυχθούν τα σημαντικά χαρακτηριστικά της δεξιότητας, μπορεί να συμβάλλει σε μια βελτιωμένη κινητική συμπεριφορά, από άποψη όχι μόνο μιας βελτιωμένης ικανότητας ρύθμισης του μοντέλου διασκελισμών κατά τη φάση προσέγγισης του στόχου αλλά και σε σχέση με τα χαρακτηριστικά τεχνικής της κινητικής δεξιότητας