17 research outputs found
Presence of Hypertension Is Reduced by Mediterranean Diet Adherence in All Individuals with a More Pronounced Effect in the Obese: The Hellenic National Nutrition and Health Survey (HNNHS)
Hypertension is a major risk of cardiovascular diseases. This study's aim was to examine associations between hypertension and a priori known lifestyle risk factors, including weight status and Mediterranean diet adherence. The study included a representative sample of the adult population (N = 3775 (40.8% males)), from the Hellenic National Nutrition and Health Survey (HNNHS), which took place from September 2013 to May 2015. Demographic and anthropometric data were collected using validated questionnaires, and blood pressure (BP) measurements were performed for the two main metropolitan areas (N = 1040; 41.1%). Hypertension diagnosis was according to the International Classification of Diseases (ICD-10) guidelines. Weighted proportions, extended Mantel-Haenszel (M-H) analyses, and multiple logistic regressions (for the survey data) were performed. Mean systolic BP (SBP) and diastolic BP (DBP) were 118.6 mmHg and 72.2 mmHg respectively, with both values being higher in males compared to females in all age groups (p < 0.001). Study participants with hyperlipidemia or diabetes, and those overweight, were almost twice as likely to be hypertensives, with the odds increasing to 4 for those obese (p for all, < 0.05). Stricter Mediterranean diet adherence significantly decreased the likelihood of hypertension by 36% (OR: 0.64; 95% CI: 0.439, 0.943), and a significant interaction was found between Mediterranean diet adherence and weight status on hypertension. The presence of hypertension is clustered with comorbidities, but is significantly associated with modifiable risk factors, including Mediterranean diet and weight status, underlining the need for personalized medical nutritional treatment
Διατροφική πρόσληψη και κατάσταση βιταμίνης D σε αντιπροσωπευτικό δείγμα ενηλίκων στην Ελλάδα: στοιχεία από την πανελλαδική μελέτη διατροφής και υγείας
Globally, the prevalence of low serum vitamin D is high. It is estimated that 1 billion people have low concentrations of serum vitamin D. Even in countries in the Mediterranean, like Greece, where sunlight exposure is increased, high prevalence of low serum vitamin D is observed. In addition, globally, low intake of vitamin D from food is observed as well as from nutritional supplements. Vitamin D deficiency can impact on skeletal health in all age groups, like for example with rickets in children as well as to increase the probability of osteomalacia, osteopenia and osteoporosis in adults. Furthermore, the last decade several studies have associated vitamin D deficiency with other conditions, and their relationship is under investigation. Some examples are the probable relationship of vitamin D with chronic conditions such as obesity, diabetes mellites, autoimmune disease, cardiovascular diseases and cancer. It is also associated with increased mortality from all causes.Objectives: Data from a representative sample of the population in Greece ≥18 years old from the Hellenic National Nutrition and Health Examination Survey were used for this doctoral thesis. Main objective of this thesis was the estimation of low serum vitamin D prevalence in Greek adults as well as its association with probable factors that can influence its levels. Secondary objective was the estimation of vitamin D intake from food as well as the comparison of these levels with the Estimated Average Requirement as well as the Recommended Dietary Intake. An additional objective was to estimate how a theoretical example of food fortification could help increase vitamin D food intake as well as how much of an improvement this could offer when intake levels were compared with the guidelines.Methods: A representative sample of 3773 adults, aged 18 years old and over, from most Greece’s counties was used for this study. Selection of volunteers was randomized, in collaboration with the Hellenic Statistical Authority. In the Hellenic National Nutrition and Health Survey a plethora of questionnaires were applied, and most were completed with the help of field workers. The measurements/ clinical examinations were performed by specialized and trained personnel according to the study protocol. For this specific doctoral thesis and analysis data were used from: (1) Blood results (serum vitamin D, parathyroid hormone, calcium, etc.), (2) Sunlight exposure questionnaire, (3) Two 24-hour recalls per volunteer based on the Automated Multiple-Pass Method and with the use of Computer Assisted Personal Interview, (4) Drug and nutritional supplement questionnaire and (5) Anthropometric measurements. For the analysis of the 24-hour recall data methodology from the international knowledge base was used in order to estimate misreporters as well as the estimation of the usual intake. Results: Median serum 25(OH)D was 16.72 ng/ml for the total sample, 16.67 ng/ml for males and 16.74 ng/ml for females with no significant differences between the two genders (P=0.923). The odds of having 25(OH)D 3 hours/day (OR 0.36, 95% CI 0.24, 0.55)], and skin color light to medium skin (OR 0.47, 95% CI 0.24, 0.91), fairly dark skin colour (OR 0.34, 95% CI 0.17, 0.67) and dark or very dark skin colour (OR 0.34, 95% CI 0.15, 0.75)], compared to respective baseline levels. The odds significantly increased with obesity (OR 1.95, 95% CI 1.24, 3.08), and spring season of blood sample collection (OR 1.75, 95% CI 1.22, 2.50). Median vitamin D intake from food was 1.23 mcg/day (0.60, 2.44), with 9.1% consuming supplements. Median vitamin D intake from food ranged from 1.16-1.72 mcg/day and 1.01-1.26 in different age group in males and females, respectively. Major food sources of vitamin D were fish (46%), meat (15%) and cereals (12%), however, over 90% of the population in all age groups did not meet the Estimated Average Requirement, even when supplemental use was accounted for. Vitamin D overall intake is below the average requirements. Conclusion: Vitamin D deficiency is highly prevalent in Greek adults. Relevant public health policies are highly recommended, which could include vitamin D fortification. and suggestion for increased but safe sun exposure. Public health policies to increase the consumption of foods high in vitamin D and/or food fortification may significantly reduce the percentage of individuals that do not meet the recommendations.Παγκοσμίως ο επιπολασμός της έλλειψης βιταμίνης D στον ορό είναι ιδιαίτερα αυξημένος. Υπολογίζεται πως 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι έχουν χαμηλή συγκέντρωση βιταμίνης D στον ορό. Ακόμα και σε χώρες της Μεσογείου, όπως η Ελλάδα, όπου η ηλιοφάνεια είναι αυξημένη, παρατηρείται αυξημένος επιπολασμός και χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D στον ορό. Ακόμη, σε παγκόσμιο επίπεδο, παρατηρείται χαμηλή πρόσληψη βιταμίνης D από την τροφή καθώς και από συμπληρώματα διατροφής. Η έλλειψη βιταμίνης D μπορεί να επιδράσει σημαντικά στη σκελετική υγεία σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, όπως για παράδειγμα με ραχιτισμό στους ανήλικους καθώς επίσης και να αυξήσει την πιθανότητα για οστεομαλακία, οστεοπενία και οστεοπόρωση στους ενήλικες. Επιπρόσθετα, την τελευταία δεκαετία αρκετές μελέτες έχουν συσχετίσει την έλλειψη βιταμίνης D και με άλλες παθήσεις, και η σχέση τους ερευνάται. Παραδείγματα αποτελούν η πιθανή σχέση μεταξύ της βιταμίνης D και χρόνιων ασθενειών όπως η παχυσαρκία, ο σακχαρώδης διαβήτης, τα αυτοάνοσα νοσήματα, τα καρδιαγγειακά νοσήματα και ο καρκίνος. Ακόμη, σχετίζεται με αυξημένη θνησιμότητα ανεξαρτήτου αιτίας. Στόχοι: Δεδομένα από αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού της Ελλάδας, άνω των 18 ετών, από την Πανελλαδική Μελέτη Διατροφής και Υγείας χρησιμοποιήθηκαν σε αυτή τη διδακτορική διατριβή. Κύριος στόχος της διατριβής ήταν η καταγραφή του επιπολασμού έλλειψης βιταμίνης D στον ορό στον ενήλικο πληθυσμό της Ελλάδας καθώς επίσης και η συσχέτιση του με τους πιθανούς παράγοντες που επηρεάζουν τα επίπεδα της. Δευτερεύων στόχος ήταν η καταγραφή της πρόσληψης βιταμίνης D από την τροφή και η σύγκριση αυτών των επιπέδων με το Estimated Average Requirement καθώς και το Recommended Dietary Intake. Τέλος, διερευνήθηκε πώς ένα θεωρητικό παράδειγμα εμπλουτισμού τροφίμου με βιταμίνη D θα βοηθούσε στην αύξηση διατροφικής πρόσληψης βιταμίνης D καθώς και πως θα βελτιωνόταν η πρόσληψη βιταμίνης D από την τροφή σε σύγκριση με τις συστάσεις. Μεθοδολογία: Αντιπροσωπευτικό δείγμα 3773 ενηλίκων ηλικίας ≥18 ετών από την πλειοψηφία των νομών της χώρας χρησιμοποιήθηκε για αυτή τη μελέτη. Η επιλογή των εθελοντών έγινε τυχαιοποιημένα, σε συνεργασία με την Ελληνική Στατιστική Αρχή μετά από στρωματοποιημένη δειγματοληψία. Η Πανελλαδική Μελέτη Διατροφής και Υγείας εφάρμοσε πληθώρα ερωτηματολογίων στους εθελοντές, τα περισσότερα από τα οποία συμπληρώνονταν με τη βοήθεια ερευνητή. Οι μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν έγιναν από εξειδικευμένο και εκπαιδευμένο με βάση το πρωτόκολλο της μελέτης επιστημονικό προσωπικό. Για τη συγκεκριμένη διδακτορική διατριβή και ανάλυση χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από: (1) Εξετάσεις αίματος (βιταμίνη D, παραθυρεοειδής ορμόνη, ασβέστιο, κτλ.), (2) ερωτηματολόγιο έκθεσης στον ήλιο, (3) Δυο ανακλήσεις 24ώρου ανά εθελοντή με βάση την Automated Multiple-Pass Method και με τη χρήση Computer Assisted Personal Interview, (4) Ερωτηματολόγιο λήψης φαρμάκων και συμπληρωμάτων διατροφής και (5) Ανθρωπομετρικές μετρήσεις. Για την ανάλυση των δεδομένων από τις ανακλήσεις 24ώρου χρησιμοποιήθηκε η διεθνώς αποδεκτή μεθοδολογία για την εκτίμηση των εθελοντών που υπό- ή υπέρ-αναφέρουν τη διατροφική τους πρόσληψη (misreporters) καθώς επίσης και μεθοδολογία για τον υπολογισμό της συνήθους πρόσληψης των εθελοντών (Usual intake estimation). Αποτελέσματα: Η διάμεσος πρόσληψη βιταμίνης D στον ορό ήταν 16.72 ng/ml για το σύνολο του δείγματος, 16.67 ng/ml για του άνδρες και 16.74 ng/ml για τις γυναίκες, χωρίς να παρατηρούνται στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δυο φύλων (P=0.923). Οι πιθανότητες να έχουν συγκέντρωση 25(ΟΗ)D στον ορό μικρότερη των 20 ng/ml μειωνόταν σημαντικά σε εκείνους που ήταν πολύ δραστήριοι (OR 0.55, 95% CI 0.35, 0.98), που είχαν αυξανόμενη έκθεση στον ήλιο 1-3 ώρες / CI 0.44, 0.80), >3 ώρες / ημέρα (OR 0.36, 95% CI 0.24, 0.55) και χρώμα δέρματος ανοιχτόχρωμο ή μέτρια ανοιχτόχρωμο (OR 0.47, 95% CI 0.24, 0.91), ελαφρώς σκουρόχρωμο (0.34, 95% CI 0.17, 0.67) και σκουρόχρωμο ή πολύ σκούρο χρώμα δέρματος (OR 0.34, 95% CI 0.15, 0.75), σε σύγκριση με τα αντίστοιχα επίπεδα σύγκρισης. Οι πιθανότητες αυξήθηκαν σημαντικά με την παχυσαρκία (OR 1.95, 95% CI 1.24, 3.08) και την άνοιξη ως περίοδο συλλογής δείγματος στο αίμα (OR 1.75, 95% CI 1.22, 2.50). Οι παραπάνω μετρήσεις στον ορό πραγματοποιήθηκαν σε υποδείγμα 1084 ατόμων του ενήλικου πληθυσμού της μελέτης όπου πραγματοποιήθηκαν και οι εξετάσεις αίματος. Η διάμεσος πρόσληψη βιταμίνης D από τα τρόφιμα κυμάνθηκε από 1.16-1.72 mcg/ημέρα και 1.01-1.26 ανάλογα με την ηλικιακή ομάδα και το φύλο. Σημαντικές πηγές της βιταμίνης D από την τροφή ήταν τα ψάρια (46%), το κρέας (15%) και τα δημητριακά (12%). Ωστόσο, το 90% του πληθυσμού σε όλες τις ηλικιακές ομάδες δεν πληρούσε το Estimated Average Requirement για τη βιταμίνη D. Ο εμπλουτισμός τροφίμου/ τροφίμων με βιταμίνη D αποτελεί μια πολιτική υγείας που, αν εφαρμοστεί, θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά το ποσοστό εκείνων που προσλαμβάνουν βιταμίνη D από την τροφή λιγότερη από το Estimated Average Requirement και κατά συνέπεια να βελτιώσει και τον επιπολασμό επιπέδων βιταμίνης D <20 ng/ml στον ορό.Συμπεράσματα: Η ανεπάρκεια της βιταμίνης D είναι ιδιαίτερα αυξημένη στον ενήλικο πληθυσμό της Ελλάδας. Σχετικές πολιτικές δημόσιας υγείας συνιστώνται ιδιαίτερα, οι οποίες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την ενίσχυση της βιταμίνης D καθώς και πρόταση για αυξημένη, αλλά ασφαλή έκθεση στον ήλιο. Οι πολιτικές δημόσιας υγείας για την αύξηση της κατανάλωσης τροφίμων με υψηλή περιεκτικότητα σε βιταμίνη D ή/ και τον εμπλουτισμό των τροφίμων μπορούν να μειώσουν σημαντικά το ποσοστό των ατόμων που δεν πληρούν τις συστάσεις καθώς και εκείνων που έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D στον ορό
Universal correlations used in solar application and their evaluation in the Athens area
150 σ.Η εργασία αυτή εμπεριέχει τις πιο γνωστές σχέσεις υπολογισμού ηλιακών μεγεθών και όταν τα πειραματικά δεδομένα επαρκούν συγκρίνει τα εξαγόμενα των σχέσεων αυτών με τις πραγματικές τιμές στη περιοχή των Αθηνών. Προτείνονται επίσης νέες σχέσεις από τον συγγραφέα που προσεγγίζουν τισ πραγματικές τιμές της ηλιακής ακτινοβολίας στην Αθήνα.Universal Correlations Used in Solar Application and their Evaluation in the Athens Area.Ιωάννης Π. Δημακόπουλο
Assessing the Validity and Reliability of the MUST and MST Nutrition Screening Tools in Renal Inpatients
Objective: The aim of this study was to determine the validity and reliability of the Malnutrition Universal Screening Tool (MUST) and the Malnutrition Screening Tool (MST) in hospital inpatients with renal disease. Design: A cross-sectional and longitudinal study. Setting: The study took place on 3 renal inpatient wards in a tertiary hospital in south London. Patients: A total of 276 participants were recruited. Intervention: Not applicable. Main Outcome Measure: Concurrent validity was assessed by comparing the MUST and MST tools completed by nursing staff with the subjective global assessment tool completed by dietetic staff. Predictive validity was evaluated by assessing the association between malnutrition and length of hospital stay. Mid-upper arm circumference and bioelectrical impedance spectroscopy were used to assess construct validity. In the reliability study, the MUST and MST tools were repeated on the same day by nursing staff. Objective: MUST had a sensitivity of 53.8% (95% confidence interval [CI], 46.6% to 60.0%) and a specificity of 78.3% (95% CI, 70.1% to 85.2%), and MST had a sensitivity of 48.7% (95% CI, 41.7% to 54.0%) and a specificity of 85.5% (95% CI, 77.9 to 91.3) when compared with subjective global assessment. Risk of malnutrition as identified by MUST but not the MST tools had a significantly longer length of hospital stay (P = .038 and .061). Both MUST and MST tools identified patients at risk of malnutrition had a significantly lower mid-upper arm circumference (P = .005 and P = .029, respectively) and percent fat mass (P = .023 and P = .052, respectively). Reliability assessed by kappa was 0.58 for MUST (95% CI, 0.20 to 0.80) and 0.33 for MST (95% CI, -0.03 to 0.54). Conclusions: The MUST and MST nutrition tools are not sensitive enough to identify all of the malnourished renal inpatients, despite being fairly reliable and related to other nutrition status markers
Serum Proteome Signatures of Anti-SARS-CoV-2 Vaccinated Healthcare Workers in Greece Associated with Their Prior Infection Status
Over the course of the pandemic, proteomics, being in the frontline of anti-COVID-19 research, has massively contributed to the investigation of molecular pathogenic properties of the virus. However, data on the proteome on anti-SARS-CoV-2 vaccinated individuals remain scarce. This study aimed to identify the serum proteome characteristics of anti-SARS-CoV-2 vaccinated individuals who had previously contracted the virus and comparatively assess them against those of virus-naïve vaccine recipients. Blood samples of n = 252 individuals, out of whom n = 35 had been previously infected, were collected in the “G. Gennimatas” General Hospital of Thessaloniki, from 4 January 2021 to 31 August 2021. All participants received the BNT162b2 mRNA COVID-19 vaccine (Pfizer/BioNTech). A label-free quantitative proteomics LC-MS/MS approach was undertaken, and the identified proteins were analyzed using the GO (Gene Ontology) and KEGG (Kyoto Encyclopedia of Genes) databases as well as processed by bioinformatics tools. Titers of total RBD-specific IgGs against SARS-CoV-2 were also determined using the SARS-CoV-2 IgG II Quant assay. A total of 47 proteins were significantly differentially expressed, the majority of which were down-regulated in sera of previously infected patients compared to virus-naïve controls. Several pathways were affected supporting the crucial role of the humoral immune response in the protection against SARS-CoV-2 infection provided by COVID-19 vaccination. Overall, our comprehensive proteome profiling analysis contributes novel knowledge of the mechanisms of immune response induced by anti-SARS-CoV-2 vaccination and identified protein signatures reflecting the immune status of vaccine recipients
Vitamin D Alleviates Anxiety and Depression in Elderly People with Prediabetes: A Randomized Controlled Study
Older people are prone to frailness, present poor adherence to pharmacotherapy, and often have adverse drug effects. Therefore, it is important to develop effective and safe interventions to mitigate the burden of anxiety and depression disorders in this population. The aim of this study was to investigate the effect of vitamin D supplementation on the anxiety and depression status of elderly people with prediabetes. Participants were randomly assigned a weekly dose of vitamin D3 of 25,000 IU (n = 45, mean age 73.10 ± 7.16 years) or nothing (n = 45, mean age 74.03 ± 7.64 years), in addition to suggested lifestyle measures. The State-Trait Anxiety Inventory subscales (STAI-T and STAI-S) and the Patient Health Questionnaire-9 (PHQ-9) were used to evaluate anxiety and depression levels, respectively, at baseline, 6, and 12 months. A total of 92.68% of the participants in the vitamin D group and 97.14% of the controls exhibited vitamin D deficiency (<20 ng/mL) at baseline. Mean STAI-T scores were lower in supplemented individuals than in the control group at 6 (38.02 ± 9.03 vs. 43.91 ± 7.18, p = 0.003) and 12 months (32.35 ± 7.77 vs. 44.97 ± 7.78, p < 0.001). The same pattern was evident for STAI-S scores at 6 (37.11 ± 7.88 vs. 43.20 ± 9.33, p = 0.003) and 12 months (32.59 ± 6.45 vs. 44.60 ± 9.53, p < 0.001). Supplemented participants demonstrated lower mean PHQ-9 scores compared to controls at 6 (15.69 ± 6.15 vs. 19.77 ± 8.96, p = 0.021) and 12 months (13.52 ± 5.01 vs. 20.20 ± 8.67, p < 0.001). Participants with deficiency and insufficiency at baseline experienced equal benefits of supplementation in terms of anxiety and depression scores. In conclusion, in a high-risk population, a weekly vitamin D supplementation scheme was effective in alleviating anxiety and depression symptoms. More studies are needed to elucidate the relevant mechanisms