Hellenic National Archive of Doctoral Dissertations
Not a member yet
53377 research outputs found
Sort by
Investigating the interactions between the economic and environmental dimensions of water resources management using tradable water rights
The subject of this thesis is the investigation of the interactions between the economic and environmental dimensions of water resources management using tradable water rights. The focus of the thesis is on the recognition of water as an economic good, the implementation of tradable water rights systems for its management and the adoption of circular economy practices in water resources management. The aim of the thesis is to investigate and evaluate the mode of operation and the economic efficiency of a tradable water rights system, which is developed in the context of the formulation of an aquifer management policy, modifying basic assumptions of the existing literature regarding the economic and environmental conditions of its operation. In order to fulfil this aim, a literature review is carried out in a first phase, which leads to the identification of four points that deserve further research and this thesis attempts to investigate. These research points are: first, the influence of the natural discharge of the aquifer on the formulation of its management policy, second, the influence of market distortions on the formulation of an aquifer management policy based on a tradable water rights system, third, the investigation of the economic efficiency of a groundwater reuse-recycling system as an alternative to a tradable water rights system for the aquifer management and fourth, the influence of the form of the discount function on the formulation of a groundwater management policy based on a tradable water rights system. To investigate the above points, a typical problem for the management of an aquifer under the supervision of a water agency that is considering a tradable water rights system for its management is formulated. To simulate the aquifer’s hydrological behavior, a 'bathtub' model is chosen, according to which the aquifer is assumed to have uniform groundwater level over its entire area. A different dynamic optimization problem is formulated and solved for the investigation of each point. A region in Northern Greece is selected as the source area for hydro-economic data for the simulations. The results obtained show, firstly, that not considering natural discharge leads to overestimation of the benefit of groundwater consumption and concurrently to different estimation of tradable water rights’ price. It is also shown that when there are distortions in the tradable water rights market there is social welfare loss, which over time can reach 10% compared to perfect competition under extreme monopoly or monopsony conditions. It is then concluded that market distortions’ impact can be reduced through the initial allocation of water rights by the water agency. Subsequently, it is figured that for recycled water tariffs up to and beyond 0.20 €/m^3 a management policy based on a groundwater reuse-recycling system can lead to higher economic efficiency of groundwater. Finally, it is shown that there is high sensitivity of the extracted results to the discount function, which has direct impact on the social welfare resulting from groundwater consumption, the aquifer’s hydrological behavior and the intertemporal economic efficiency of the tradable water rights system.Η διατριβή αυτή έχει ως γνωστικό αντικείμενο τη διερεύνηση της αλληλεπίδρασης των οικονομικών και περιβαλλοντικών διαστάσεων της διαχείρισης υδατικών πόρων μέσω εμπορεύσιμων δικαιωμάτων χρήσης νερού. Στο επίκεντρο της διατριβής εντοπίζεται η αναγνώριση του νερού ως οικονομικού αγαθού, η εφαρμογή συστημάτων εμπορεύσιμων δικαιωμάτων νερού για τη διαχείριση αυτού καθώς και η υιοθέτηση πρακτικών κυκλικής οικονομίας στη διαχείριση υδατικών πόρων. Ο σκοπός της διατριβής είναι η διερεύνηση και αξιολόγηση του τρόπου λειτουργίας και της οικονομικής αποδοτικότητας ενός συστήματος εμπορεύσιμων δικαιωμάτων χρήσης νερού, το οποίο αναπτύσσεται στο πλαίσιο της διαμόρφωσης μιας πολιτικής διαχείρισης ενός υπόγειου υδροφορέα, τροποποιώντας βασικές παραδοχές της υφιστάμενης βιβλιογραφίας ως προς τις οικονομικές και περιβαλλοντικές συνθήκες λειτουργίας αυτού. Για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού πραγματοποιείται σε πρώτη φάση ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, η οποία οδηγεί στον εντοπισμό τεσσάρων σημείων, τα οποία αξίζουν περαιτέρω έρευνας και η διατριβή αυτή επιχειρεί να διερευνήσει. Τα σημεία αυτά είναι: πρώτον, η επίδραση της φυσικής εκροής του υπόγειου υδροφορέα στη διαμόρφωση πολιτικής διαχείρισης αυτού, δεύτερον, η επίδραση στρεβλώσεων ως προς τη μορφή της αγοράς στη διαμόρφωση πολιτικής διαχείρισης ενός υπόγειου υδροφορέα με βάση ένα σύστημα εμπορεύσιμων δικαιωμάτων νερού, τρίτον, η διερεύνηση της οικονομικής αποδοτικότητας ενός συστήματος επαναχρησιμοποίησης-ανακύκλωσης νερού ως εναλλακτικής λύσης για τη διαχείριση ενός υπόγειου υδροφορέα έναντι ενός συστήματος εμπορεύσιμων δικαιωμάτων νερού και τέταρτον, η επίδραση της μορφής της συνάρτησης προεξόφλησης στη διαμόρφωση μιας πολιτικής διαχείρισης ενός υπόγειου υδροφορέα με βάση ένα σύστημα εμπορεύσιμων δικαιωμάτων νερού. Για τη διερεύνηση των ανωτέρω σημείων διαμορφώνεται ένα τυπικό πρόβλημα διαχείρισης ενός υπόγειου υδροφορέα, ο οποίος τελεί υπό την εποπτεία μίας υπηρεσίας υδάτων που εξετάζει το ενδεχόμενο εφαρμογής ενός συστήματος εμπορεύσιμων δικαιωμάτων νερού για τη διαχείριση αυτού. Για την προσομοίωση της υδρολογικής συμπεριφοράς του υπόγειου υδροφορέα επιλέγεται ένα μοντέλο “bathtub”, σύμφωνα με το οποίο ο υδροφόρος ορίζοντας του υπόγειου υδροφορέα θεωρείται ότι έχει ομοιόμορφη στάθμη σε όλη του την έκταση. Για τη διερεύνηση του κάθε σημείου διαμορφώνεται και επιλύεται ένα διαφορετικό πρόβλημα δυναμικής βελτιστοποίησης. Ως περιοχή προέλευσης υδρολογικών και οικονομικών δεδομένων για τη διεξαγωγή προσομοιώσεων επιλέγεται μία περιοχή στη Βόρεια Ελλάδα. Τα αποτελέσματα που προκύπτουν, δείχνουν, αρχικά, ότι η μη θεώρηση της φυσικής εκροής οδηγεί σε υπερεκτίμηση του οφέλους που προκύπτει από την κατανάλωση νερού και παράλληλα σε διαφορετική εκτίμηση της τιμής των εμπορεύσιμων δικαιωμάτων νερού. Αποδεικνύεται, ακόμη, ότι όταν υπάρχει στρέβλωση στην αγορά των εμπορεύσιμων δικαιωμάτων υπάρχει απώλεια κοινωνικού οφέλους, η οποία διαχρονικά μπορεί να αγγίξει ακόμα και το 10% σε σχέση με τον τέλειο ανταγωνισμό, υπό ακραίες συνθήκες μονοπωλίου ή μονοψωνίου. Επίσης, συμπεραίνεται ότι ο αντίκτυπος των στρεβλώσεων μπορεί να περιοριστεί μέσω της αρχικής κατανομής δικαιωμάτων νερού από την υπηρεσία υδάτων. Έπειτα προκύπτει ότι για τιμές χρέωσης ανακυκλωμένου νερού έως και πέριξ των 0.20 €/m^3 μία πολιτική διαχείρισης που βασίζεται σε ένα σύστημα επαναχρησιμοποίησης-ανακύκλωσης νερού, μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη οικονομική αποδοτικότητα αυτού. Τέλος, προκύπτει ότι υπάρχει υψηλή ευαισθησία των εξαγόμενων αποτελεσμάτων ως προς τη συνάρτηση προεξόφλησης, η οποία έχει άμεση επίδραση στην κοινωνική ευημερία που προκύπτει από την κατανάλωση νερού, την υδρολογική συμπεριφορά του υπόγειου υδροφορέα και τη διαχρονική οικονομική αποδοτικότητα του συστήματος εμπορεύσιμων δικαιωμάτων νερού
The role of renal involvement in the pathogenesis of preeclampsia
Preeclampsia is a serious complication of pregnancy, that characterised by high blood pressure, proteinuria, and severe swelling. HELLP (Hemolysis, Elevated Liver enzymes and Low Platelets) syndrome is a life-threatening complication of pregnancy, which is often secondary to preeclampsia. To date, there is no biomarker in clinical use for the early stratification of women with preeclampsia who are under increased risk of HELLP syndrome. Since preeclampsia, and particularly, HELLP syndrome are associated with proteinuria and kidney injury, that occurs during pregnancy or in the post-partum period and increase the risk of pregnant-associated maternal and fetal morbidity and mortality. The purpose of the present dissertation is to study the mechabisms of preeclampsia, analysis of data on the risk factors that favor the appearance of PC in pregnancy and to investigate potential biomarkers for the diagnosis and monitoring of PE such as natural autoantibodies and specific proteins like DEL- 1. In addition, the correlation of these indicators with indicators of kidney function such as eGFR, KIM-1 etc. was studied. The study was carried out in Alexandroupoli, in a sample of 92 women aged 20-44. DEL-1 as well as KIM1 were measurement by ELISA. Initially, we show that the immune reactivity of the serum (IR-immune reactivity) in women with a normal pregnancy was within normal rate in 92% of patients. In contrast, pathological serum IR was observed in 86.6% of women in the PE group. PE and HELLP group had abnormally high levels of anti-S100 protein autoantibodies compared to normal pregnancy. At the same time, a progressive increase of anti-insulin antibodies was observed (from 3 units in normal pregnancy to 70 units on average in PE group, p < 0.01) highlighting the role of diabetes mellitus in the pathogenesis of PE. In addition, the study of natural autoantibodies revealed the pathological reduction of anti-platelet antibodies in the serum of women with HELLP syndrome. Furthermore, the protein developmental endothelial locus-1 (DEL-1) was studied. Initially, we show that the levels of circulating developmental endothelial locus-1 (DEL-1), which is an extracellular immunomodulatory protein, are decreased in patients with HELLP syndrome compared to preeclampsia. DEL-1 levels are also negatively correlated with the circulating levels of kidney injury molecule-1 (KIM-1), which is a biomarker for disorders associated with kidney damage. Receiver-operating characteristic curve analysis for DEL-1 levels and the DEL-1 to KIM-1 ratio demonstrates that these values could be used as a potential biomarker that distinguishes patients with HELLP syndrome and preeclampsia. Finally, we show that placental endothelial cells are a source for DEL-1, and that the expression of this protein in placenta from patients with HELLP syndrome is minimal. This study shows that DEL-1 is downregulated in HELLP syndrome both in the circulation and at the affected placental tissue, suggesting a potential role for this protein as a biomarker, which must be further evaluated.Η προεκλαμψία είναι μια σοβαρή επιπλοκή της εγκυμοσύνης, που χαρακτηρίζεται από υψηλή αρτηριακή πίεση, πρωτεϊνουρία και οίδημα. Το σύνδρομο HELLP (αιμόλυση, αυξημένα ηπατικά ένζυμα και χαμηλά αιμοπετάλια) είναι μια απειλητική για τη ζωή επιπλοκή της εγκυμοσύνης, η οποία είναι συχνά δευτερογενής στην προεκλαμψία. Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει βιοδείκτης σε κλινική χρήση για την πρώιμη διαστρωμάτωση γυναικών με προεκλαμψία που βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο για σύνδρομο HELLP. Δεδομένου ότι η προεκλαμψία και, ιδιαίτερα, το σύνδρομο HELLP σχετίζονται με πρωτεϊνουρία και νεφρική βλάβη, που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή μετά τον τοκετό, και αυξάνουν τον κίνδυνο νοσηρότητας και θνησιμότητας της μητέρας και του εμβρύου που σχετίζεται με την εγκυμοσύνη. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη των μηχανισμών της προεκλαμψίας, η ανάλυση δεδομένων για τους παράγοντες κινδύνου που ευνοούν την εμφάνιση της ΠΕ στην εγκυμοσύνη και η διερεύνηση των πιθανών βιοδεικτών για την έγκυρη διάγνωση και παρακολούθηση της νόσου όπως φυσικά αυτοαντισώματα και ειδικές πρωτεΐνες όπως η DEL-1. Επιπλέον, μελετήθηκε η συσχέτιση των δεικτών αυτών με τους δείκτες της νεφρικής λειτουργίας όπως eGFR, KIM-1 κ.α. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στην Αλεξανδρούπολη, σε δείγμα 92 γυναικών ηλικίας 20-44 ετών, με σκοπό τη διερεύνηση των μηχανισμών της ΠΕ. Τα φυσικά αυτοατισώματα μελετήθηκαν με τη μέθοδο Multiplex ELISA (Immuculus, Russia). Η πρωτεΐνη DEL-1 καθώς και η πρωτεΐνη KIM1 προσδιορίστηκαν με τη μέθοδο ELISA (Cusabio, China). Επιπλέον, η μελέτη της πρωτεϊνικής έκφρασής στο πλακουντιακό ιστό πραγματοποιήθηκε με την ανάλυση έντασης της ανοσοϊστοχημικής χρώσης. Αρχικά διαπιστώθηκε ότι η ανοσοδραστικότητα του ορού (IR- immune reactivity) στις γυναίκες με φυσιολογική κύηση, ήταν εντός φυσιολογικών ορίων σε ποσοστό 92%. Αντίθετα η παθολογική IR ορού παρατηρήθηκε στο 86,6% των γυναικών της ομάδας ΠΕ. Οι περισσότερες γυναίκες της ομάδας ΠΕ και HELLP παρουσίασαν ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα αυτοαντισωμάτων κατά της πρωτεΐνης S100 σε σύγκριση με τη φυσιολογική κύηση. Παράλληλα, παρατηρήθηκε προοδευτική αύξηση των αντι ινσουλινικών αντισωμάτων (από 3 μονάδες σε φυσιολογική κύηση έως 70 μονάδες κατά μέσο όρο σε γυναίκες με ΠΕ p < 0,01) αναδεικνύει το ρόλο του σακχαρώδη διαβήτη στην παθογένεια της ΠΕ. Επιπλέον η μελέτη των φυσικών αυτοαντισωμάτων ανέδειξε την παθολογική μείωση των αντι -αιμοπεταλιακών αντισωμάτων στον ορό των γυναικών με σύνδρομο HELLP. Στη συνέχεια η έρευνα στράφηκε στη μελέτη μιας ειδικής πρωτεΐνης, developmental endothelial locus-1 (DEL-1). Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι τα επίπεδα της πρωτεΐνης DEL-1 στον ορό, είναι μειωμένα σε ασθενείς με σύνδρομο HELLP σε σύγκριση με την προεκλαμψία, καθώς και με τη ομάδα ελέγχου. Τα επίπεδα της DEL-1 συσχετίζονται επίσης αρνητικά με τα επίπεδα της πρωτεΐνης KIM-1, το οποίο είναι ένας νέος βιοδείκτης της νεφρική βλάβη. Επιπρόσθετα, η μελέτη της πρωτεϊνικής έκφρασής της DEL-1 στο πλακουντιακό ιστό με την ανάλυση έντασης της ανοσοϊστοχημικής χρώσης ανέδειξε ότι τα ενδοθηλιακά κύτταρα του πλακούντα αποτελούν πηγή για το DEL-1 και ότι η έκφραση αυτής της πρωτεΐνης στον πλακούντα από ασθενείς με σύνδρομο HELLP είναι μειωμένη. Η ανάλυση καμπύλης λειτουργίας δέκτη για τα επίπεδα DEL-1 και την αναλογία DEL-1 προς KIM-1 δείχνει ότι αυτές οι τιμές θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πιθανός βιοδείκτης που διακρίνει τους ασθενείς με σύνδρομο HELLP και προεκλαμψί
Στάσεις και κίνητρα των ατόμων που επισκέπτονται τουριστικούς προορισμούς στην Ελλάδα σε σχέση με το πρότυπο της μεσογειακής δίαιτας
The local cuisine and gastronomy in Greece, owing to the diverse array of traditional recipes on offer, serve as significant factors of tourist attraction. Gastronomy is an integral component of the overall tourism experience, with the potential to boost visitor satisfaction and enhance the overall visitation. Especially, the Mediterranean diet, widely recognized as a model of healthy eating but also as a cultural asset of the nations of the Mediterranean basin according to UNESCO criteria, traces its origins to traditional habits that were also observed in the Greek area. However, only a few studies examining tourism in Greece have specifically delved into its culinary aspects or explored the role of the Mediterranean diet as an integral part of the tourism product. Finally, the existing literature lacks a theoretical framework that elucidates the food motivations of tourists visiting Greece. The aim of this thesis is to develop a theoretical framework regarding the motivations that influence the food choices of tourists visiting Greece, and especially their willingness to experience the Mediterranean diet. The timeframe of this thesis coincided with the unexpected onset of the COVID-19 pandemic, which had a profound impact on the tourism industry, leading to changes in traveler behavior. This outbreak provided an opportunity to investigate how a large-scale crisis influences crucial aspects of tourists' food behavior, while also enabling the identification of emerging trends and opportunities, including a growing interest in high-quality dietary patterns. This thesis consists of three interrelated studies, each employing distinct methodologies. The first study, conducted in 2019, used a qualitative approach, administering semi-structured interviews to 28 tourists, with the ensuing data undergoing thematic analysis to identify the motivating factors that had a significant impact on their food choices. The second study, employing a quantitative methodology, scrutinized data from questionnaires completed by 847 tourists who visited Greece either in 2019 (pre-pandemic) or in 2020 (amid the pandemic), aiming to contrast these distinct periods and their corresponding tourist food-related behaviors. The third study also followed a quantitative approach, analyzing data from questionnaires filled out by 1,692 tourists who visited Greece during the peak seasons of 2021 and 2022. This investigation aimed to corroborate the relationship between tourists' attitudes, culinary motivation, and their willingness to experience the Mediterranean diet during their visit. The first study's analysis identified eight themes from the interviewees' responses: local cultural learning, authentic experiences, novelty-seeking, social interactions, sensory pleasure, health concerns, familiar food, and sustenance needs. These motivational factors were heterogeneous and exerted considerable influence over food choices and dietary behavior. The second study revealed a pronounced positive shift in tourists' attitudes toward food during the pandemic compared to the pre-pandemic period, yielding an increased inclination to consume local cuisine. They expended more resources on food and frequented Greek restaurants and taverns. The quest for quality food experiences was primarily seen as a cultural exploration and a reflection of health consciousness. The pandemic affected both genders, but the most noticeable change pertained to dining venue preferences, likely due to women's increased sensitivity to COVID-19 risks. Interestingly, women demonstrated greater motivation to try local food than men and showed a higher tendency to adopt behaviors aligned with sustainability principles during the pandemic. The third study exposed diverse attitudes towards local food and gastronomy, along with varied food motives, which significantly influenced tourists' willingness to experience the Mediterranean Diet. Tourists who predicated their destination selection on culinary offerings and who demonstrated advanced gastronomic knowledge and interest displayed a higher inclination to experience the Mediterranean Diet during their visit. Health considerations and cultural experiences emerged as the most influential motivational factors. Despite the identified limitations, this thesis offers a robust framework for further exploration of motivational factors influencing food choices among tourists visiting Greece and other Mediterranean destinations. The thesis has unearthed specific trends in tourists' food-related behaviors, bearing useful implications for smooth adaptability in the face of novel and challenging scenarios. Consequently, scholars and industry stakeholders engaged in gastronomic tourism are urged to establish innovative objectives, devise sustainable product and service alternatives, and adopt a renewed approach to impending challenges. To fully harness the potential of the Mediterranean diet as a driving force in tourism, it is imperative to enhance its image and forge strong associations with Greece and other Mediterranean countries, thereby positioning it as a representative quality label for these destinations. The burgeoning interest in gastronomic tourism presents a significant opportunity. However, to fully leverage the Mediterranean diet as a tourism catalyst, the development of a product encompassing all aspects of the diet is required. Understanding the interplay of factors shaping tourists' decisions enables the tailoring of offerings to cater to the unique needs and interests of various market segments.Η τοπική κουζίνα και η γαστρονομία στην Ελλάδα, λόγω της ποικιλίας των προσφερόμενων παραδοσιακών συνταγών, συνιστούν παράγοντες έλξης τουριστών στη χώρα. Η γαστρονομία αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της συνολικής τουριστικής εμπειρίας, αυξάνοντας δυνητικά την ικανοποίηση των επισκεπτών και ενισχύοντας την επισκεψιμότητα. Ειδικά η Μεσογειακή δίαιτα, ευρέως αναγνωρισμένη ως ένα μοντέλο υγιεινής διατροφής, αλλά και ως ένα πολιτισμικό αγαθό των εθνών της λεκάνης της Μεσογείου σύμφωνα με τα κριτήρια της UNESCO, έλκει την καταγωγή της σε παραδοσιακές συνήθειες που παρατηρήθηκαν και στον ελληνικό χώρο. Ωστόσο, λίγες μόνο από τις έρευνες που μελέτησαν τον τουρισμό στην Ελλάδα έχουν επικεντρωθεί στις γαστρονομικές πτυχές του ή στη θέση της Μεσογειακής δίαιτας ως αναπόσπαστο κομμάτι του τουριστικού προϊόντος. Τέλος, στη βιβλιογραφία απουσιάζει ένα θεωρητικό μοντέλο το οποίο να περιγράφει τα γαστρονομικά κίνητρα των τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα. Στόχος της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η ανάπτυξη ενός θεωρητικού πλαισίου αναφορικά με τα κίνητρα που επηρεάζουν τις διατροφικές επιλογές των τουριστών οι οποίοι επισκέπτονται την Ελλάδα και ιδιαίτερα την πρόθεσή τους να γνωρίσουν την Μεσογειακή δίαιτα. Το χρονικό πλαίσιο της διατριβής συνέπεσε με την απρόσμενη εμφάνιση της πανδημίας COVID-19 η οποία αναδιαμόρφωσε σημαντικά τη δυναμική στον τουρισμό και υποκίνησε αλλαγές στη συμπεριφορά των ταξιδιωτών. Η πανδημία ήταν μια ευκαιρία και για τη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο μια κρίση μεγάλης εμβέλειας επηρεάζει κρίσιμες πτυχές της διατροφικής συμπεριφοράς των τουριστών, επιτρέποντας ταυτόχρονα τον εντοπισμό αναδυόμενων τάσεων και ευκαιριών, συμπεριλαμβανομένου του ενδιαφέροντος για ποιοτικά πρότυπα διατροφής. Η παρούσα διατριβή αποτελείται από τρεις αλληλένδετες μελέτες, καθεμία, με διακριτή μεθοδολογία. Η πρώτη μελέτη συνίσταται σε μια ποιοτική έρευνα με τη συμμετοχή 28 τουριστών οι οποίοι/ες έδωσαν συνεντεύξεις το 2019 και τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν αξιοποιήθηκαν με τη θεματική ανάλυση περιεχομένου στοχεύοντας στη διερεύνηση των παραγόντων υποκίνησης που ασκούσαν σημαντική επίδραση στις διατροφικές τους επιλογές. Στη δεύτερη μελέτη αναλύθηκαν ποσοτικά δεδομένα τα οποία συγκεντρώθηκαν μέσω της συμπλήρωσης ερωτηματολογίων από 847 τουρίστες που επισκέφθηκαν την Ελλάδα το 2019 (προ-πανδημίας) ή το 2020 (κατά τη διάρκεια της πανδημίας), με στόχο τη σύγκριση των διατροφικών συμπεριφορών ανάμεσα στις αντίστοιχες περιόδους. Η τρίτη μελέτη αξιοποίησε επίσης ποσοτική μεθοδολογία, αναλύοντας δεδομένα από ερωτηματολόγια που συμπληρώθηκαν από 1692 τουρίστες που επισκέφθηκαν την Ελλάδα κατά τις τουριστικές σεζόν του 2021 και του 2022. Αυτή η έρευνα στόχευε στην διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των στάσεων των τουριστών, των κινήτρων τους απέναντι στην διατροφή και την πρόθεσή τους να γνωρίσουν την Μεσογειακή δίαιτα κατά τη διάρκεια των διακοπών τους. Στην πρώτη μελέτη προσδιορίστηκαν οκτώ θεματικές ενότητες με βάση τις απαντήσεις των συνεντευξιαζόμενων: τοπική πολιτιστική μάθηση, αυθεντικές εμπειρίες, αναζήτηση νέων εμπειριών, κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, αισθητηριακή ευχαρίστηση, ανησυχίες για την υγεία, οικείο φαγητό και ανάγκες συντήρησης. Αυτοί οι παράγοντες υποκίνησης ήταν ετερογενείς και ασκούσαν σημαντική επίδραση στις διατροφικές επιλογές και τη διαιτητική συμπεριφορά. Η δεύτερη μελέτη αποκάλυψε σημαντική θετική αλλαγή στις στάσεις των τουριστών απέναντι στο τοπικό φαγητό κατά τη διάρκεια της πανδημίας σε σύγκριση με την περίοδο προ πανδημίας, αναδεικνύοντας αυξημένη προθυμία για την τοπική κουζίνα. Δαπάνησαν περισσότερα για τοπικό φαγητό, επιλέγοντας συχνότερα ελληνικά εστιατόρια και ταβέρνες. Η αναζήτηση ποιότητας στην εστίαση αναγνωρίστηκε κυρίως ως μέσο εξερεύνησης της τοπικής κουλτούρας και ευαισθησίας για θέματα υγείας. Η πανδημία επηρέασε και τα δύο φύλα. Περισσότερο αισθητή ήταν η αλλαγή ως προς τα καταστήματα εστίασης, ιδιαίτερα στις γυναίκες ως αποτέλεσμα της αυξημένης ευαισθησίας τους απέναντι στους κινδύνους υγείας λόγω COVID-19. Επίσης, οι γυναίκες βρέθηκε ότι είχαν μεγαλύτερα κίνητρα να δοκιμάσουν τοπικά τρόφιμα από ό,τι οι άνδρες και παρουσίασαν πιο μεγάλη τάση υιοθέτησης συμπεριφορών συμβατών με τις αρχές της βιωσιμότητας κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η τρίτη μελέτη ανέδειξε την ποικιλομορφία των στάσεων των τουριστών απέναντι στο τοπικό φαγητό και τη γαστρονομία, καθώς και τα επιμέρους κίνητρα τα οποία επηρέασαν σημαντικά την πρόθεση των τουριστών στο να γνωρίσουν τη Μεσογειακή δίαιτα. Οι τουρίστες που βάσιζαν την επιλογή του προορισμού τους ανάλογα με το τοπικό φαγητό και ανέφεραν μεγάλη γαστρονομική γνώση και ενδιαφέρον, παρουσίασαν περισσότερο θετική πρόθεση στο να γνωρίσουν τη Μεσογειακή δίαιτα κατά τη διάρκεια της επίσκεψής τους. Οι προβληματισμοί πάνω σε θέματα υγείας και η αναζήτηση πολιτιστικών εμπειριών αναφέρθηκαν ως τα σημαντικότερα κίνητρα. Παρά τους περιορισμούς, αυτή η διατριβή προσφέρει ένα ισχυρό θεωρητικό πλαίσιο για περαιτέρω διερεύνηση των παραγόντων διατροφικής υποκίνησης των τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα και άλλους Μεσογειακούς προορισμούς. Διακρίνονται συγκεκριμένες τάσεις στις διατροφικές συμπεριφορές των τουριστών, με προεκτάσεις που είναι χρήσιμες για την ομαλή μετάβαση σε νέα και προκλητικά σενάρια. Ως εκ τούτου, ερευνητές/τριες και εμπλεκόμενοι φορείς στον τομέα του γαστρονομικού τουρισμού ενθαρρύνονται να καθορίσουν καινοτόμους στόχους, να σχεδιάσουν βιώσιμες λύσεις για προϊόντα και υπηρεσίες και να υιοθετήσουν εναλλακτική προσέγγιση απέναντι στις επικείμενες προκλήσεις. Για την επιτυχή αξιοποίηση της Μεσογειακής δίαιτας στον τουρισμό, θα πρέπει να προωθηθεί η εικόνα της και να συνδεθεί άμεσα με την Ελλάδα και τις άλλες Μεσογειακές χώρες ως αντιπροσωπευτικό σήμα ποιότητας αυτών των προορισμών. Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον γαστρονομικό τουρισμό αποτελεί σημαντική ευκαιρία. Ωστόσο, για να αξιοποιηθεί πλήρως η Μεσογειακή δίαιτα ως τουριστικός καταλύτης, απαιτείται η ανάπτυξη ενός προϊόντος που να συμπεριλαμβάνει όλες τις πτυχές της δίαιτας. Η κατανόηση της αλληλεπίδρασης των παραγόντων που διαμορφώνουν τις αποφάσεις των τουριστών επιτρέπει την διαμόρφωση της προσφοράς ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα των διαφόρων τμημάτων της αγοράς
Διερεύνηση των προσδιοριστικών παραγόντων των οδικών ατυχημάτων
Transportation is strongly related to economic development and prosperity. The lives of individuals and society have been improved by motorization. The expansion of road transport brings opportunities for wealth and prosperity through increased commerce. Driving is an activity that most adults engage in daily. The same drivers can engage in different driver behaviors, display different performances, and pose different risks in two different countries, with roughly the same climate but different traffic safety regulations, practices, public awareness, and government policies. A side effect of the increasing motorization will be the increase in road traffic accidents, which are responsible for 1.19 million fatalities worldwide each year, leave between 20 and 50 million people with non-fatal injuries, and cost countries 3% of their gross domestic product. In addition, traffic accidents incur an economic burden on victims and their families through treatment costs and loss of productivity. The cost of motor vehicle collisions is not only monetary in terms of lost productivity, medical cost, and property damage but also non-monetary, concerning pain and suffering endured by victims and those associated with them. Motor vehicle collision has emerged as an important public health issue, ranking seventh in death and disability causes in Greece. Motor vehicle collision is either an independent or a combined outcome of socioeconomic and technical factors. Research in driving behavior and vehicle collisions has highlighted the key role of human factors and the emotional state of the driver, emphasizing the causal influence of strong emotion on driving performance. The identification of factors and behavioral patterns that influence traffic accidents can provide tools to reduce road traffic accident casualties. The present doctorate thesis aims to contribute to this body of research by revealing socioeconomic factors and behavioral patterns that drive road traffic accidents in Greece. To reach this research objective, this thesis focuses on the relationship between road traffic accidents and four major topics, namely, tourism, the COVID-19 pandemic, political uncertainty, and fuel prices. To establish this relationship econometric approaches are employed. Econometric models are constructed from collected traffic accident, economic, demographic, meteorological, risk exposure, and tourism data, with the aid of Poisson regression, difference-in-differences, and generalized autoregressive conditional heteroscedasticity techniques. The findings quantify the effect of those topics on motor vehicle collisions and provide policies that can help reduce road traffic accidents and casualties. The thesis reveals that tourism affects road accidents in Greece, with foreign travelers having a significant effect on severe injury and fatal accidents, suggesting that domestic and foreign tourists are important to the national road safety policy plan. The latter results were enhanced by investigating the period during the COVID-19 pandemic and after the lift of transportation restrictions, revealing that a small decline in road traffic accidents during the curfew period was followed by an increase after the reopening of the borders to tourists, compared to what would have been expected in the absence of the pandemic. The latter indicates that the increase in vehicle collisions cannot be attributed solely to tourists’ late arrivals; changes in mental health and well-being of people during government restrictions influence driving habits and behavior, which had a major impact on vehicle collisions. Interventions similar to curfews can have spill-over effects such as traffic accidents, and the way those are applied in the future should be reconsidered by policymakers. Extending literature on behavioral patterns affecting vehicle collisions this study examines a period with high uncertainty, finding that the 2015 referendum in Greece had a short-term impact on road traffic casualties, providing evidence that negative emotions and anxiety due to economic and political uncertainty could promote dangerous driving behavior. Findings suggest that further preventive and traffic measures may be needed during periods of high uncertainty. The present thesis provides evidence that there is a negative relationship between fuel prices and fatal traffic accidents and a positive relationship between fuel prices and light-injury traffic accidents. Further analysis of collected data reveals a positive relationship between motorcycle collisions and petrol prices, proposing that policies targeting motorcycle safety are necessary during increased fuel price periods.Οι μεταφορές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία. Η χρήση των οχημάτων έχει βελτιώσει τη ζωή του καθενός και τις κοινωνίες. Η διεύρυνση των οδικών μεταφορών δημιουργεί ευκαιρίες για αύξηση κεφαλαίων και ευημερίας μέσω των αγορών. Η οδήγηση συνιστά σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητα των ενηλίκων. Οι ίδιοι οδηγοί ενδέχεται να παρουσιάσουν διαφορετικές οδηγικές συμπεριφορές, διαφορετική απόδοση και να διατρέχουν διαφορετικούς κινδύνους σε δυο διαφορετικές χώρες, με σχεδόν τις ίδιες κλιματικές συνθήκες, αλλά διαφορετικούς κανονισμούς και πρακτικές οδικής κυκλοφορίας, ευαισθητοποίησης του κοινού και κυβερνητικές πολιτικές. Ένα από τα αρνητικά αποτελέσματα της ολοένα αυξανόμενης χρήσης των οχημάτων είναι οι αυξανόμενες απώλειες από τα τροχαία ατυχήματα, πιο συγκεκριμένα, 1.19 εκατομμύρια ανθρώπων ετησίως χάνουν τη ζωή τους, ενώ 20 έως 50 εκατομμύρια άνθρωποι τραυματίζονται. Τα τροχαία ατυχήματα κοστίζουν το 3% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και επιβαρύνουν οικονομικά τα θύματα και τους συγγενείς τους λόγω του κόστους θεραπείας και της απώλειας παραγωγικότητας. Οι απώλειες των τροχαίων ατυχημάτων δεν είναι μόνο υλικής φύσης, με την έννοια της απώλειας παραγωγικότητας, των ιατροφαρμακευτικών εξόδων και της απώλειας περιουσιών, αλλά και άυλης με τη μορφή του πόνου και της οδύνης που βιώνουν τα θύματα των τροχαίων ατυχημάτων και οι άνθρωποι που είναι κοντά τους. Τα τροχαία ατυχήματα έχουν αναδειχθεί σε σημαντικό ζήτημα της δημόσιας υγείας, αποτελώντας την έβδομη αιτία θανάτων και αναπηρίας στην Ελλάδα. Τα τροχαία ατυχήματα οφείλονται σε έναν ή συνδυασμό κοινωνικό-οικονομικών και τεχνικών παραγόντων, ο προσδιορισμός των οποίων μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία εργαλείων που θα μειώσουν τα οδικά ατυχήματα και τις απώλειες που προκαλούν. Συμπληρωματικά, η έρευνα γύρω από την οδηγική συμπεριφορά και τα τροχαία ατυχήματα έχει αναδείξει ως σημαντικό τον ανθρώπινο παράγοντα και τη συναισθηματική κατάσταση του οδηγού, δίνοντας έμφαση στη σπουδαιότητα της επίδρασης των έντονων συναισθημάτων στην οδηγική απόδοση. Η παρούσα διδακτορική διατριβή έχει σαν στόχο να συνεισφέρει σε αυτό το πεδίο της έρευνας, αναδεικνύοντας κοινωνικό-οικονομικούς παράγοντες και συμπεριφορικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν τα τροχαία ατυχήματα στην Ελλάδα. Για να επιτευχθεί αυτός ο ερευνητικό σκοπός, η διατριβή εστιάζει στη σχέση μεταξύ των τροχαίων ατυχημάτων και τεσσάρων κύριων παραγόντων, οι οποίοι είναι ο τουρισμός, η πανδημία του COVID-19, η πολιτική αβεβαιότητα, και οι τιμές των καυσίμων. Για την ανάδειξη αυτής της σχέσης χρησιμοποιούνται οικονομετρικές μέθοδοι. Τα οικονομετρικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται έχουν κατασκευαστεί από τα συλλεχθέντα οικονομικά, δημογραφικά, μετεωρολογικά δεδομένα και τα δεδομένα έκθεσης κινδύνου και τουρισμού, με τη χρήση των μεθόδων της παλινδρόμησης Poisson, διαφορών σε διαφορές, και της γενικευμένης μορφής της αυτοπαλίνδρομης υπό-συνθήκη ετεροσκεδαστικότητας. Τα ευρήματα ποσοτικοποιούν την επίδραση των τεσσάρων παραγόντων στα τροχαία ατυχήματα, αναδεικνύοντας πολιτικές που μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση των τροχαίων ατυχημάτων και των απωλειών τους. Η διατριβή αυτή αναδεικνύει την επίδραση του τουρισμού στα τροχαία ατυχήματα στην Ελλάδα, εντοπίζοντας πιο σημαντική τη συνεισφορά των αλλοδαπών επισκεπτών στα οδικά ατυχήματα που καταλήγουν σε σοβαρό τραυματισμό ή θάνατο, συνιστώντας την ανάγκη να συμπεριληφθούν οι εγχώριοι και αλλοδαποί τουρίστες στον εθνικό σχεδιασμό των πολιτικών ασφαλούς οδήγησης. Τα τελευταία αποτελέσματα διευρύνθηκαν με τη διερεύνηση της περιόδου της πανδημίας του COVID-19 και της περιόδου μετά την άρση των περιορισμών των μετακινήσεων, αναδεικνύοντας μια μικρή μείωση των τροχαίων ατυχημάτων -κατά τη διάρκεια των περιορισμών- την οποία διαδέχεται μια αύξηση μετά από το άνοιγμα των συνόρων στους επισκέπτες, συγκριτικά με το τι θα αναμένονταν στην περίπτωση που δεν υπήρχε η πανδημία. Το τελευταίο υποδεικνύει ότι η αύξηση των συγκρούσεων των οχημάτων, στην τουριστική μετά-COVID-19 περίοδο, δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στην αργοπορημένη προσέλευση τουριστών, οι αλλαγές στην ψυχική υγεία και την ευεξία των ανθρώπων κατά τη διάρκεια των κυβερνητικών περιορισμών επηρέασε τις οδικές συνήθειες και συμπεριφορές, οι οποίες είχαν σημαντικό αντίκτυπο στα τροχαία ατυχήματα. Τέτοιου είδους παρεμβάσεις σαν τον περιορισμό των μετακινήσεων μπορούν να έχουν δευτερογενείς επιπτώσεις, οπότε ο τρόπος εφαρμογής τους στο μέλλον θα πρέπει να επανεξεταστεί από την πολιτεία. Ενισχύοντας την βιβλιογραφία γύρω από τα συμπεριφορικά πρότυπα που επηρεάζουν τα οδικά ατυχήματα η διατριβή αυτή εξέτασε μια περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας, αναδεικνύοντας ότι το δημοψήφισμα του 2015 στην Ελλάδα είχε βραχυπρόθεσμα επιπτώσεις στις απώλειες λόγω των τροχαίων ατυχημάτων, αποδεικνύοντας ότι τα αρνητικά συναισθήματα και το άγχος, εξαιτίας της οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας, μπορούν να ενισχύσουν επικίνδυνες οδηγικές συμπεριφορές. Τα ευρήματα προτείνουν ότι επιπλέον μέτρα αποτροπής ατυχημάτων είναι απαραίτητα σε περιόδους υψηλής αβεβαιότητας. Σχετικά με τον τελευταίο από τους παράγοντες που εξετάζει η παρούσα διατριβή, υποδεικνύεται ότι υπάρχει αρνητική σχέση μεταξύ των τιμών των καυσίμων και των θανατηφόρων τροχαίων ατυχημάτων και θετική σχέση μεταξύ των τιμών των καυσίμων και των τροχαίων ατυχημάτων με ελαφρούς τραυματισμούς. Περαιτέρω ανάλυση των συλλεχθέντων δεδομένων αποκαλύπτει θετική σχέση μεταξύ των τροχαίων ατυχημάτων στα οποία συμμετέχουν δίκυκλα οχήματα και των τιμών των καυσίμων, παρουσιάζοντας ως αναγκαία την ενίσχυση πολιτικών που θα στοχεύουν στην ασφάλεια των δικυκλιστών σε περιόδους υψηλών τιμών καυσίμων
Exploiting relational leadership theories (RLT) to improve the effectiveness of management in health care organizations
Relational Leadership Theory (RLT) as implemented through the operations, perceptions, dialogues, processes and members of an organization, is a relatively new term in the leadership theory that has gained a rising attention the past years and the studies move beyond leadership as a personal dominance and focuses on leadership that continuously emerges through engaging in interpersonal relationships and in the specific each time organizational environment. However, less emphasis has been placed on leadership in health units and in military health organizations in particular. Healthcare Organizations are inherently complex and operate in a complex ‘ecosystem’ characterized by uncertainty (emergencies) and unpredictability (COVID-19) in its everyday practice in which their trying to deliver on managerial part (business models, creativity, sustainability, innovation), as well as on the operative space (processes, day to day running of the organization, provision of healthcare services, clinical protocols). Healthcare organizations where structured on the bureaucratic model to succeed hierarchical balance and control model. This model proved to be less effective in a rapidly changing world (fast big data processing) and does not drive to adaptable, flexible and innovative healthcare services, for it is not designed to take into account the relational dynamics that constantly emerge from the interrelatedness of the members (e.g. dyadic relationships manager –subordinate or leader – member), within the hierarchical structures, from which new ideas, perceptions and conceptualizations of leadership come about, moving forward together through space and time. The way supervisors and subordinates relate to each other (leader-member exchanges) and the relational dynamics emerged by their interpersonal relationships (organizational silence, relational identity, trust) influence the effectiveness of healthcare workers and therefore the effectiveness of healthcare organizations (organizational citizenship behaviors, job satisfaction). The understanding of human social constructions has been enhanced by emphasizing that certain dynamics exist and influence leadership relationships among military health professionals. The study’s findings support the idea that enhancing self-esteem through quality leader-member interactions, supporting open communication and fostering trust are agents that enhance job satisfaction and organizational value added behaviors in the military health care organizations.Η θεωρία της σχεσιακής ηγεσίας όπως εφαρμόζεται μέσω των λειτουργιών, αντιλήψεων, διαλόγων, διαδικασιών και μελών ενός οργανισμού, είναι ένας σχετικά νέος όρος στη θεωρία ηγεσίας που έχει κερδίσει αυξανόμενη προσοχή τα τελευταία 20 έτη. Οι μελέτες απομακρύνονται από την ηγεσία ως προσωπική κυριαρχία του ηγέτη και εστιάζουν στην ηγεσία που αναδύεται συνεχώς μέσα από τη συμμετοχή σε διαπροσωπικές σχέσεις και στο συγκεκριμένο κάθε φορά οργανωσιακό περιβάλλον. Ωστόσο, λιγότερη έμφαση έχει δοθεί στην ηγεσία στις υγειονομικές μονάδες και ειδικότερα στους στρατιωτικούς οργανισμούς υγείας. Οι οργανώσεις υγείας είναι εγγενώς πολυσύνθετες και επιχειρούν καθημερινά σε ένα πολυσχιδές «οικοσύστημα» αβέβαιων (επείγοντα περιστατικά) και απρόβλεπτων καταστάσεων (COVID-19) στο οποίο καλούνται να ανταποκριθούν, τόσο οργανωτικά και διοικητικά (επιχειρησιακό μοντέλο, δημιουργικότητα, αξιοποίηση πόρων, βιωσιμότητα, καινοτομία), όσο και λειτουργικά (διαδικασίες, καθημερινή λειτουργία του οργανισμού, παροχή υπηρεσιών υγείας, κλινικά πρωτόκολλα). Στο εσωτερικό τους οι εν λόγω οργανισμοί δομήθηκαν γύρω από το γραφειοκρατικό μοντέλο διοίκησης ιεραρχικής ισορροπίας και ελέγχου. Αυτό το μοντέλο δεν αποδείχθηκε αποτελεσματικό σε έναν ταχύτατα μεταβαλλόμενο κόσμο (ταχεία επεξεργασία μεγάλου όγκου πληροφοριών), καθότι δεν προωθεί την προσαρμοστικότητα, την ευελιξία και την καινοτομία στα νέα δεδομένα των υπηρεσιών υγείας, επειδή δεν έχει σχεδιαστεί να λαμβάνει υπόψιν τις σχεσιακές δυναμικές που αναδύονται συνεχώς μέσα από τις συσχετίσεις των μελών (π.χ. δυαδική σχέση υφιστάμενου – προϊστάμενου ή ηγέτη - μέλους), εντός και εκτός ιεραρχικών δομών, μέσα από τις οποίες προκύπτουν ιδέες, αντιλήψεις και συλλογιστικές της ηγεσίας, με συνέχεια στο χώρο και στο χρόνο. Ο τρόπος με τον οποίο προϊστάμενοι και υφιστάμενοι συνδέονται μεταξύ τους (διεπαφή ηγέτη-μέλους) και οι σχεσιακές δυναμικές που αναδύονται από τις διαπροσωπικές σχέσεις (οργανωσιακή σιωπή, σχεσιακή ταυτότητα, εμπιστοσύνη) επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα τoυ υγειονομικού προσωπικού και κατ΄επέκταση την αποτελεσματικότητα των οργανισμών υγείας (συμπεριφορές οργανωσιακής ιθαγένειας, εργασιακή ικανοποίηση). Η κατανόηση των ανθρώπινων κοινωνικών κατασκευών ενισχύθηκε δίνοντας έμφαση στην ύπαρξη ορισμένων δυναμικών που επηρεάζουν τις ηγετικές σχέσεις μεταξύ των στρατιωτικών επαγγελματιών υγείας. Τα ευρήματα της μελέτης υποστηρίζουν την ιδέα ότι η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης μέσω ποιοτικών αλληλεπιδράσεων ηγέτη-μέλους, η υποστήριξη της ανοιχτής και συχνής επικοινωνίας και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης αποτελούν παράγοντες ενίσχυσης της εργασιακής ικανοποίησης και των συμπεριφορών που παράγουν προστιθέμενη αξία στους στρατιωτικούς οργανισμούς υγειονομικής περίθαλψης
The marine fishery from the establishment of the Greek state until 1910
The thesis provides an investigation into marine fisheries from the establishment of the Greek state until 1910. The applied interdisciplinary investigation of the subject combines methodological tools from the disciplines of history, ethnology, fisheries science and ecology and focuses on the analysis of the main terms that constitute the fishing system of the period. The first chapter examines the tools, techniques and methods of fishing which prove and demonstrate the existence of a rich and specialized range of material evidence. These are in fact categorized into four major groups: a. net gear, b. hooks and lines, c. fishing traps and d. hand tools. In the second chapter, the fishing vessel is investigated in depth. The study of fishing vessels contributes significantly to the understanding of the identity and character of fishing because they were the main productive means of the activity. The vessels are categorized into three main groups: a. fishing boats, b. sponge-fishing boats and c. bottom trawls. The third chapter concentrates on the study of the fisherman. The study reveal the embarrassing weakness and inefficiency of the Greek administrative services in the professional classification of fishermen, which was emphatically highlighted by their full inclusion in the naval group. Therefore, the recognition and establishment of the professional identity of fishermen comes across as a slow and non-linear process. It is also evident that to a considerable extent the activity of selling fish was an extension of the fisherman's profession. The fourth chapter looks into the island of Corfu which serves as a case study thus, the fishing fleet as well as the fishing potential of the island are systematically analyzed. Chapter five raises the most important issue for sea fishing - the emergence of Italian trawls which renders it necessary for the Greek state to adopt and issue a series of legislative texts in an attempt to limit and regulate their activities. Finally, in the sixth chapter, the country's connection and liaising with the European scientific area of natural sciences and international exhibitions on issues related to fisheries is highlighted.Αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής είναι η θαλάσσια αλιεία από την δημιουργία του ελληνικού κράτους μέχρι το 1910. Η διεπιστημονική διερεύνηση του θέματος – χρησιμοποιούνται μεθοδολογικά εργαλεία από την ιστορία, την εθνολογία, την αλιευτική επιστήμη και την οικολογία – βασίζεται στη ανάλυση των κυριότερων όρων που συγκροτούσαν το αλιευτικό σύστημα της εποχής. Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζονται τα εργαλεία, οι τεχνικές και οι μέθοδοι αλιείας τα οποία καταδεικνύουν την ύπαρξη μιας πλούσιας και εξειδικευμένης σειράς υλικών τεκμηρίων. Μάλιστα κατηγοριοποιούνται σε τέσσερις μεγάλες ομάδες: α. στα διχτυωτά εργαλεία, β. στα αγκιστρωτά εργαλεία, γ. στις αλιευτικές παγίδες και δ. στα εργαλεία χειρός. Στο δεύτερο κεφάλαιο διερευνάται αναλυτικά το αλιευτικό σκάφος. Η μελέτη των ψαράδικων σκαφών συμβάλει σημαντικά στην κατανόηση της ταυτότητας και του χαρακτήρα της αλιείας διότι αποτελούσαν το κύριο παραγωγικό μέσο της δραστηριότητας. Σε τρεις βασικές ομάδες χωρίζονται τα σκάφη: α. στα αλιευτικά, β. στα σπογγαλιευτικά και γ. τις ανεμότρατες. Το τρίτο κεφάλαιο καταπιάνεται με την μελέτη του αλιευτικού δυναμικού. Φανερώνεται η αδυναμία και η αμηχανία των διοικητικών υπηρεσιών στην κατάταξη των αλιέων η οποία υπογραμμίστηκε από την πλήρη υπαγωγή τους στην ομάδα των ναυτικών. Η αναγνώριση της επαγγελματικής ταυτότητας των αλιέων εμφανίζεται ως μια αργή και μη-γραμμική διαδικασία. Επίσης, γίνεται φανερό πως σε ένα σημαντικό βαθμό η δραστηριότητα της πώλησης των ψαριών αποτελούσε μια επέκταση της ίδιας της λειτουργίας του επαγγέλματος του ψαρά. Το τέταρτο κεφάλαιο μελετάει τον νησιωτικό χώρο της Κέρκυρας. Για την παρούσα διδακτορική διατριβή αποτελεί μια μελέτη περίπτωσης όπου συστηματικά αναλύεται ο αλιευτικός στόλος και το αλιευτικό δυναμικό του νησιού. Στο πέμπτο κεφάλαιο τίθεται προς ανάλυση ένα σημαντικό ζήτημα για την θαλάσσια αλιεία που ήταν η εμφάνιση των ιταλικών ανεμότρατων. Το ελληνικό κράτος θεσπίζει και εκδίδει μια σειρά νομοθετικών κειμένων στην προσπάθειά του να περιορίσει και να ρυθμίσει την δράση τους. Ενώ τέλος, στο έκτο κεφάλαιο, υπογραμμίζεται η σύνδεση και η επικοινωνία της χώρας με τον ευρωπαϊκό επιστημονικό χώρο των φυσικών επιστημών και των διεθνών εκθέσεων για θέματα σχετικά με την αλιεία
Serum cortisol levels, differential expression of isoforms of glucocorticoid receptor and cytokines in patients with COVID-19 pneumonia
The adrenal cortex forms the final part of the Hypothalamus-Pituitary-Adrenal Axis (HPA) and its functional integrity constitutes an essential prerequisite for an effective response in stressful events, the maintenance of homeostasis, and eventually the survival of the organism. Critical illness is characterized by increased cortisol serum levels that reflect the action of the HPA axis. For the glucocorticoid action to be accomplished, the Glucocorticoid Receptor (GCR) plays an important role. GCR is an intracellular protein that is expressed in every cell of the human organism, and through its nuclear action leads to transcription of genes that have a fundamental role in the course of inflammation. During critical illness, total adrenal insufficiency often takes place, whilst HPA axis malfunction during critical illness is called critical illness–related corticosteroid insufficiency (CIRCI). Corticoid resistance is defined by reduced function of GCR despite the increased cortisol levels and it is well established that complicates critical illness. Most data on CIRCI have mainly originated from clinical and experimental studies in the field of sepsis and Acute Respiratory Distress Syndrome (ARDS). Driven by the aforementioned data, in the beginning of the SARS-CoV-2 pandemic (COVID-19) we aimed to study the contribution of the HPA axis and the glucocorticoid path in the dysregulation of the immune response in humans, that caused severe pneumonia and respiratory failure leading millions of people worldwide to death. The aim of the present study was the determination of GCR-α expression in total RNA from peripheral blood in COVID-19 patients with pneumonia who did not receive glucocorticoids and were hospitalized in the COVID-19 Department or Intensive Care Unit (ICU) of “Evangelismos” General Hospital of Athens. At the time of patient admission, we measured cortisol serum levels, the major cytokines that correlate with COVID-19 pneumonia, GCR expression levels, and Glucocorticoid-induced leucine zipper (GILZ) levels, an endogenous regulator of the inflammatory response that plays an important role in its inhibition. Twenty-six ICU patients were enrolled in the study with critical COVID-19 illness and 33 patients, without COVID-19 who were hospitalized in the ICU, the majority of whom were intubated, and formed the control group. Furthermore, 104 patients with moderate COVID-19 illness participated in the study and 45 patients without COVID-19 who were hospitalized in the COVID-19 Department and constituted the control group. New evidence resulted from the data analysis regarding the increased expression and signaling of the functional GCR-α in the peripheral blood of ICU patients with COVID-19 pneumonia. Cortisol serum levels were increased, therefore our patients did not meet the criteria for CIRCI. Overall, it appears that COVID-19 infection was associated with hypercortisolemia and increased expression of GCR-α and GILZ mRNA. Also, for patients hospitalized outside the ICU, our results agreed with previous studies in COVID-19 patients and numerous in non-COVID patients, indicating that cortisol constitutes an index of illness severity. In respect to mortality, in patients with moderate COVID-19, GILZ mRNA expression appeared to be a better prognostic factor, although the measurement of its levels is not readily available. High cortisol levels can predict who patients will deteriorate, including patients with moderate COVID-19 illness, thus assisting with the selection of patients who require immediate medical attention.Ο φλοιός των επινεφριδίων αποτελεί το τελικό τμήμα του άξονα Υποθάλαμος – Υπόφυση – Επινεφρίδια (ΥΥΕ) (Hypothalamus Pituitary Adrenal Axis - HPA), η λειτουργική ακεραιότητα του οποίου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχούς αντιμετώπισης οποιασδήποτε στρεσογόνου κατάστασης, διατήρησης της ομοιόστασης, και τελικά της επιβίωσης του οργανισμού. Η κρίσιμη νόσος χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης ορού, τα επίπεδα της οποίας αντικατοπτρίζουν τη δραστηριότητα του άξονα ΥΥΕ. Για να επιτευχθεί η δράση των γλυκοκορτικοειδών σημαντικό ρόλο διαδραματίζει ο υποδοχέας των γλυκοκορτικοειδών (Glucocorticoid Receptor, GCR), ο οποίος είναι μια ενδοκυττάρια πρωτεΐνη που εκφράζεται σε κάθε κύτταρο του ανθρώπινου οργανισμού και μέσω της δράσης του στον πυρήνα, οδηγεί στη μετάφραση γονιδίων που παίζουν σπουδαίο ρόλο στην πορεία της φλεγμονής. Κατά την κρίσιμη νόσο μπορεί να συμβεί απόλυτη ανεπάρκεια του φλοιού των επινεφριδίων, ενώ η δυσλειτουργία του άξονα ΥΥΕ κατά τη διάρκεια της κρίσιμης νόσου, ορίζεται ως κρίσιμη νόσος σχετιζόμενη με ανεπάρκεια κορτικοειδών (critical illness–related corticosteroid insufficiency, CIRCI). Ως αντίσταση στα κορτικοειδή ορίζεται η μειωμένη λειτουργικότητα του GCR παρά τα αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης ορού, και είναι γνωστό πως επιπλέκει και την κρίσιμη νόσο με τα δεδομένα να προέρχονται κυρίως από κλινικές και πειραματικές μελέτες στα πεδία της σήψης και του συνδρόμου οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας των ενηλίκων (ARDS). Με γνώμονα τα ανωτέρω, στην αρχή της πανδημίας της ασθένειας του νέου κορωνοϊού 2019 (COVID-19) θελήσαμε να μελετήσουμε τη συμβολή του άξονα ΥΥΕ και του μονοπατιού των γλυκοκορτικοειδών στην εκτροπή της ανοσολογικής απόκρισης του οργανισμού, η οποία προκαλούσε βαριά πνευμόνια και αναπνευστική ανεπάρκεια, οδηγώντας στον θάνατο εκατομμύρια ανθρώπους σε όλον τον κόσμο. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν ο προσδιορισμός της έκφρασης του GCR-α στο ολικό RNA από περιφερικό αίμα ασθενών με πνευμονία COVID-19 που δεν ελάμβαναν κορτικοειδή και θα νοσηλεύονταν στον όροφο ή στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο Ευαγγελισμός». Κατά την εισαγωγή τους στο όροφο ή στην ΜΕΘ, μετρήθηκαν τα επίπεδα κορτιζόλης ορού, οι σημαντικότερες κυτταροκίνες που σχετίζονται με την πνευμονία από COVID-19, τα επίπεδα έκφρασης του GCR, και τα επίπεδα έκφρασης του επαγόμενου από γλυκοκορτικοειδή “φερμουάρ” λευκίνης (GILZ), ενός ενδογενούς ρυθμιστή της φλεγμονώδους απάντησης του οργανισμού που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αναστολή αυτής. Στην μελέτη συμμετείχαν 26 ασθενείς με κρίσιμη νόσο COVID-19 και 33 ασθενείς ως ομάδα ελέγχου χωρίς COVID-19, οι οποίοι νοσηλεύτηκαν στη ΜΕΘ και ήταν στην πλειονότητά τους διασωληνωμένοι. Επίσης, συμμετείχαν 104 ασθενείς με μέτριας βαρύτητας νόσο COVID-19 και 45 ασθενείς χωρίς COVID-19 ως ομάδα ελέγχου, οι οποίοι νοσηλεύθηκαν εκτός ΜΕΘ. Από την ανάλυση δεδομένων προέκυψαν νέα στοιχεία σχετικά με την αυξημένη έκφραση και σηματοδότηση του λειτουργικά ενεργού υποδοχέα GCR-α στο περιφερικό αίμα των βαρέως πασχόντων ασθενών με COVID-19 πνευμονία. Η βασική κορτιζόλη στην κυκλοφορία ήταν υψηλή, συνεπώς, οι ασθενείς μας δεν πληρούσαν τα κριτήρια CIRCI. Συνολικά, φάνηκε ότι η λοίμωξη με COVID-19 σχετιζόταν με υπερκορτιζολαιμία και αυξημένη έκφραση του GCR-α mRNA και του GILZ mRNA. Επίσης, για τους ασθενείς εκτός ΜΕΘ, τα αποτελέσματά μας συνάδουν με ορισμένες προηγούμενες μελέτες σε ασθενείς με COVID-19 και πολυάριθμες σε ασθενείς χωρίς COVID-19, υποδηλώνοντας ότι η κορτιζόλη αποτελεί δείκτη σοβαρότητας της νόσου. Όσον αφορά τη θνησιμότητα σε μέτριας βαρύτητας COVID-19, η έκφραση GILZ mRNA φάνηκε ως καλύτερος προγνωστικός δείκτης, ωστόσο η μέτρηση των επιπέδων του δεν είναι συνήθως διαθέσιμη. Τα υψηλά επίπεδα κορτιζόλης μπορεί να προβλέψουν ποιοι ασθενείς θα επιδεινωθούν, μεταξύ αυτών με μέτριο COVID-19, βοηθώντας στην επιλογή ασθενών που χρειάζονται έγκαιρη φροντίδα
Estimation of the health–related quality of life of kidney transplant recipients with the disease specific questionnaire Kidney Transplant Questionnaire 25 (KTQ-25) after translation and adaption in Greek
Introduction: Organ transplantation is one of the available treatment options and the ideal approach for patients with chronic end-stage diseases such as renal failure. A qualitative indicator of the effectiveness of a therapeutic intervention in the field of health is the assessment of Health-Related Quality of Life (HRQoL). It is a multidimensional, variable, and subjective concept that does not focus only on the organic part of the patients' problem but more generally on the impact that the disease and therapeutic interventions have on the psychological profile, the standard of living, daily activities, personal and intra-family relationships, in work and other aspects of the patient's life. Due to the increased interest in the assessment of patients' HRQoL, several tools have been created to measure it. These tools are divided into two categories, general and disease-specific. General assessment and quality of life tools can be applied to the entire population, while disease-specific tools can only be applied to the specific categories of patients for which they were created, as they measure data directly related to their health condition. Kidney transplant recipients (KTRs) are a special category of patients in whom we often encounter signs of physical and psychological fatigue, mainly due to the chronicity of renal failure and its frequent complications. Kidney transplantation ensures an increase in life expectancy and improves their quality of life, but at the same time brings them face to face with a new situation of limitations, obligations, complications, and anxiety about the survival or possible loss of the transplant. Purpose: The study consisted of two parts. In the first, the purpose was the translation into Greek of the disease-specific questionnaire for the assessment of the HRQoL of the Kidney Transplant Questionnaire 25 (KTQ-25) and the control of its validity and reliability. In the second part, the aim was to assess the HRQoL of KTRs who were monitored at the transplant center of the University General Hospital of Ioannina by applying the translated Greek version of the KTQ-25 at two different time points. The first was when the KTRs were included in the study and the second one a year later. Results were correlated with demographic, clinical, and laboratory data to find statistically significant associations. In addition, statistical tests were performed for the detection of statistically significant changes in HRQoL between the two-time points and for the identification of potential factors that may be related to these changes. Patients and Method: The translation into Greek of the original English version of the KTQ-25 was made according to the guidelines described by the International Quality of Life Assessment (IQOLA). Initially, two health professionals proceeded with two independent translations of the KTQ-25 into Greek (forward translation). The translations were compared with each other and a common one emerged. Then, two other translators with excellent knowledge of the English language independently translated the Greek version of the KTQ-25 back into English (backward translation). The two translations were compared with each other and with the original. From the comparison, no conceptual discrepancies emerged and it was decided that the Greek version was ready to be implemented. The Greek version of the KTQ-25 together with the general questionnaire Health Survey SF-36 was administered to 84 KTRs at the two different time points (T1 and T2). The results from the first time point (T1) were used to test the validity and reliability of the Greek version of the KTQ-25, which were found to be satisfactory. This was followed by the second application (T2) of the questionnaires. All the results were used to test for statistically significant correlations between the findings of the HRQoL of the two time points with the demographic, clinical, and laboratory data. The application of the questionnaires one year after the inclusion of the KTRs in the study had as a separate purpose the prospective assessment of the HRQoL and its changes and the identification of those factors that may influence it. Results: 84 KTRs initially agreed to participate in the study. The 70.23% (n=59) were men with an average age of 53.45±10.72 years, with an average e-GFR of 47.69±15.07mL/min/1.73m2 and an average time interval since kidney transplantation of 55.68±48.26 months. The Cronbach's α reliability index for the 5 dimensions of the KTQ-25 were found to be satisfactory and similar to those of the original questionnaire. In detail, for the Physical Symptoms dimension: 0.639, for Fatigue: 0.856, for Uncertainty / Fear: 0.661, for Appearance: 0.593, for Emotions: 0.718, and for the Total Score: 0.708. The Pearson correlation between the dimensions of the KTQ-25 ranged between 0.226 and 0.807 and between the Total Score of the KTQ-25 and the Summary Physical and Mental Health Scales of the SF-36 between 0.455 and 0.613 respectively. In the second part of the study, the 74 KTRs continued as of the 10 patients who did not participate, 4 were because they refused to repeat the interview, 3 because they changed their place of residence so their follow-up was lost, and 3 because they died before the second interview. The scores of the 5 dimensions of the KTQ-25 for the 74 KTRs at the two-time points were not significantly different and were for Physical Symptoms: 3.98 vs. 4.42 for Fatigue: 5.30 vs. 5.55, for Uncertainty / Fear: 5.16 vs. 5.49, for Appearance: 6.31 vs. 6.41, for Emotions: 5.03 vs. 5.22 and for Total Score: 5.20 vs. 5.52. Also, the scores of the SF-36 dimensions were similar without statistically significant changes being observed at the two time points. The dimension of Physical Symptoms was found to be statistically significantly better in KTRs who had children. It was positively correlated with the values of blood Glucose, Total, and LDL Cholesterol levels while it was negatively correlated with KTRs with Osteoporosis and those receiving treatment with Erythropoietin and immunosuppression with Azathioprine. The Fatigue dimension was found to be statistically significantly better in male-gender KTRs. It was positively correlated with high values of Hematocrit, Hemoglobin, Blood Glucose, Total and LDL Cholesterol, and Albumin levels and with e-GFR, while it was negatively correlated with the number of daily pills taken, hospitalizations, treatment with Erythropoietin, blood Urea, and Creatinine and with the KTRs subgroup with e-GFR values ≤45 at study entry. The dimension of Uncertainty / Fear was statistically significantly better in male-gender KTRs. It was positively correlated with Hematocrit, Hemoglobin, Total and LDL Cholesterol, and Magnesium levels, while it was negatively correlated with hospitalizations and Erythropoietin treatment. The Appearance dimension was found to be statistically significantly better in the Retirees KTRs compared to the working Public and Private Employees. It was positively associated with KTRs treated with Paricalcitol and negatively with Weight and BMI. The Dimension of Emotion was statistically significantly negatively correlated with KTRs treated with Erythropoietin and Paricalcitol and with the subgroup with e-GFR values ≤45. Finally, the overall KTQ-25 was found to be statistically significantly better in male-gender KTRs. It was positively correlated with Hematocrit, Hemoglobin, Blood Glucose, Total, and LDL Cholesterol and Albumin levels, and e-GFR values, while it was negatively correlated with Urea and Creatinine levels, Hospitalizations, Number of daily taken pills, Erythropoietin and Paricalcitol treatment and with the KTRs subgroup with e-GFR≤45. Multivariate analysis showed a statistically significant positive correlation of age with Physical Symptoms and a negative correlation with Osteoporosis. In the Fatigue dimension, significant positive correlations were found with the Female gender and higher Cholesterol levels. Uncertainty / Fear dimension was statistically significantly worse in KTRs with Cardiovascular Disease (CVD). The Appearance dimension was significantly positively correlated with Female Gender and negatively correlated with Age and CVD. The Total Score of the KTQ-25 was significantly positively correlated with the Female gender and negatively correlated with CVD. Conclusions: The Greek Version of the KTQ-25 is a valid and reliable questionnaire and is the first disease-specific instrument for the estimation of the HRQoL in Greek KTRs. Age, sex, osteoporosis, cholesterol levels, indicators of renal function, and history of cardiovascular disease, are some of the factors that may influence the HRQoL of KTRs over time. No statistically significant changes were observed in HQoL during one one-year period.Εισαγωγή: Η μεταμόσχευση οργάνων αποτελεί μία από τις διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές και την ιδανική προσέγγιση για ασθενείς με χρόνια πάθηση τελικού σταδίου όπως η νεφρική ανεπάρκεια. Ένας ποιοτικός δείκτης της αποτελεσματικότητας μιας θεραπευτικής παρέμβασης στο χώρο της υγείας είναι η εκτίμηση της Σχετιζόμενης με την Υγεία Ποιότητα Ζωής (ΣΥΠΖ). Πρόκειται για μια πολυδιάστατη, ευμετάβλητη και υποκειμενική έννοια που δεν εστιάζει μόνο στο οργανικό μέρος του προβλήματος των ασθενών αλλά γενικότερα στον αντίκτυπο που έχει η νόσος και οι θεραπευτικές παρεμβάσεις στο ψυχολογικό προφίλ, στο βιοτικό επίπεδο, στις καθημερινές δραστηριότητες, στις προσωπικές και ενδοοικογενειακές σχέσεις, στην επαγγελματική ενασχόληση και σε άλλες πτυχές της ζωής του ασθενούς. Λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος για την εκτίμηση της ΣΥΠΖ των ασθενών έχουν δημιουργηθεί αρκετά εργαλεία για την μέτρησή της. Τα εργαλεία αυτά διακρίνονται σε δυο κατηγορίες, τα γενικά και τα ειδικά. Τα γενικά εργαλεία εκτίμησης και της ποιότητας της ζωής μπορούν να εφαρμοστούν σε όλον το πληθυσμό, ενώ τα ειδικά εργαλεία μπορούν να εφαρμοστούν μόνο στις ειδικές κατηγορίες ασθενών για τις οποίες έχουν δημιουργηθεί, καθώς καταγράφουν στοιχεία που σχετίζονται άμεσα με την πάθηση τους. Οι λήπτες νεφρικού μοσχεύματος (ΛΝΜ) είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία ασθενών στους οποίους συναντάμε συχνά σημάδια σωματικής και ψυχολογικής κόπωσης, κυρίως λόγω της χρονιότητας της νεφρικής ανεπάρκειας και των συχνών επιπλοκών της. Η μεταμόσχευση νεφρού εξασφαλίζει αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και βελτιώνει την ποιότητα ζωής τους αλλά τους φέρνει ταυτόχρονα αντιμέτωπους με μια καινούργια κατάσταση περιορισμών, υποχρεώσεων, επιπλοκών και άγχους για την επιβίωση ή πιθανή απώλεια του μοσχεύματος. Σκοπός: Η μελέτη αποτελούνταν από δύο μέρη. Στο πρώτο, σκοπός ήταν η μετάφραση στα Ελληνικά του ειδικού ερωτηματολογίου για την εκτίμηση της ΣΥΠΖ των ΛΝΜ Kidney Transplant Questionnaire 25 (KTQ-25) και ο έλεγχος της εγκυρότητας και της αξιοπιστίας του. Στο δεύτερο μέρος, σκοπός ήταν η εκτίμηση της ΣΥΠΖ των ΛΝΜ που παρακολουθούνταν στο μεταμοσχευτικό κέντρο του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων (ΠΓΝΙ) με την εφαρμογή της μεταφρασμένης Ελληνικής έκδοση του KTQ-25 σε δυο διαφορετικές χρονικές στιγμές. Την πρώτη κατά την ένταξη των ΛΝΜ στη μελέτη και τη δεύτερη ένα χρόνο μετά. Τα αποτελέσματα συσχετίστηκαν με δημογραφικά, κλινικά και εργαστηριακά δεδομένα για την εύρεση στατιστικά σημαντικών συσχετίσεων. Επιπρόσθετα, έγινε έλεγχος για την ανίχνευση στατιστικά σημαντικών μεταβολών της ΣΥΠΖ μεταξύ των δυο χρονικών στιγμών και για τον εντοπισμό των δυνητικών παραγόντων που μπορεί να σχετίζονται με τις μεταβολές αυτές. Ασθενείς και Μέθοδος: Η μετάφραση στα Ελληνικά της αρχικής Αγγλικής έκδοσης του KTQ-25 έγινε σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες που περιγράφονται από το International Quality of Life Assessment (IQOLA). Αρχικά, δυο επαγγελματίες υγείας προχώρησαν σε δυο ανεξάρτητες μεταφράσεις του KTQ-25 στα Ελληνικά. Οι μεταφράσεις συγκρίθηκαν μεταξύ τους και πρόεκυψε μια κοινή. Έπειτα, δυο άλλοι μεταφραστές με άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας, μετέφρασαν ανεξάρτητα την Ελληνική έκδοση του KTQ-25 ξανά στην Αγγλική γλώσσα. Οι δυο μεταφράσεις συγκρίθηκαν μεταξύ τους και με την πρωτότυπη. Από την σύγκριση δεν προέκυψαν εννοιολογικές αποκλίσεις και αποφασίστηκε πως η Ελληνική έκδοση ήταν έτοιμη να εφαρμοστεί. Η Ελληνική έκδοση του KTQ-25 μαζί με το γενικό ερωτηματολόγιο Επισκόπηση Υγείας SF-36 δόθηκε σε 84 ΛΝΜ σε δυο διαφορετικές χρονικές στιγμές (Τ1 και Τ2). Τα αποτελέσματα από τη πρώτη χρονική στιγμή (Τ1) χρησιμοποιήθηκαν για τον έλεγχο της εγκυρότητας και της αξιοπιστίας της Ελληνικής έκδοσης του KTQ-25, οι οποίες βρέθηκαν ικανοποιητικές. Ακολούθησε η δεύτερης εφαρμογή (Τ2) των ερωτηματολογίων. Το σύνολο των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκαν για τον έλεγχο στατιστικά σημαντικών συσχετίσεων μεταξύ των ευρημάτων της ΣΥΠΖ των δυο χρονικών στιγμών με τα δημογραφικά, κλινικά και εργαστηριακά δεδομένα. Η εφαρμογή των ερωτηματολογίων ένα χρόνο μετά την ένταξη των ΛΝΜ στη μελέτη είχε ως επιμέρους σκοπό την προοπτική εκτίμηση της ΣΥΠΖ και των μεταβολών της και τον εντοπισμό των παραγόντων εκείνων οι οποίοι δύναται να την επηρεάζουν.Αποτελέσματα: 84 ΛΝΜ δέχθηκαν να συμμετάσχουν αρχικά στη μελέτη. Το 70.23% (n=59) ήταν Άνδρες με μέση Ηλικία τα 53.45±10.72 έτη, με μέσο e-GFR: 47.69±15.07mL/min/1.73m2 και μέσο Χρονικό διάστημα από την μεταμόσχευση νεφρού 55.68±48.26 μήνες. Οι δείκτες αξιοπιστίας Cronbach’s a για τις 5 διαστάσεις του KTQ-25 βρέθηκαν ικανοποιητικές και παρόμοιες με εκείνες του αρχικού ερωτηματολογίου. Αναλυτικά, για τη διάσταση των Σωματικών Συμπτωμάτων 0.639, για την Κόπωση 0.856, για την Αβεβαιότητα / Φόβο 0.661, για την Εμφάνιση 0.593, για τα Συναισθήματα 0.718 και για το Συνολικό Σκορ 0.708. Ο Συντελεστής Συσχέτισης (Pearson correlation) μεταξύ των διαστάσεων του KTQ-25 κυμάνθηκε μεταξύ 0.226 και 0.807 και μεταξύ του Συνολικού Σκορ του KTQ-25 και των Συνοπτικών Κλιμάκων Σωματικής και Ψυχικής Υγείας του SF-36 μεταξύ 0.455 και 0.613 αντίστοιχα. Στο δεύτερο μέρος της μελέτης συνέχισαν οι 74 ΛΝΜ καθώς Από τους 10 ασθενείς που δεν συμμετείχαν, οι 4 ήταν διότι αρνήθηκαν να επαναλάβουν την συνέντευξη, οι 3 διότι άλλαξαν τόπο κατοικίας οπότε χάθηκε η παρακολούθηση τους και 3 διότι απεβίωσαν πριν την δεύτερη συνέντευξη. Τα σκορ των 5 διαστάσεων του KTQ-25 για του 74 ΛΝΜ στις δυο χρονικές στιγμές δεν διέφεραν μεταξύ τους σημαντικά και ήταν για τα Σωματικά Συμπτώματα: 3.98 έναντι 4.42 για την Κόπωση: 5.30 έναντι 5.55, για την Αβεβαιότητα / Φόβο: 5.16 έναντι 5.49, για την Εμφάνιση: 6.31 έναντι 6.41, για τα Συναισθήματα: 5.03 έναντι 5.22 και για το Συνολικό Σκορ: 5.20 έναντι 5.52. Επίσης και τα σκορ των διαστάσεων του SF-36 ήταν παρόμοια χωρίς να παρατηρηθούν στατιστικά σημαντικές μεταβολές στις δυο χρονικές στιγμές. Η διάσταση των Σωματικών Συμπτωμάτων βρέθηκε στατιστικά σημαντικά καλύτερη στους ΛΝΜ που είχαν παιδιά. Συσχετίστηκε θετικά με τις τιμές Σακχάρου, Ολικής και LDL Χοληστερίνης ενώ συσχετίστηκε αρνητικά με τους ΛΝΜ με Οστεοπόρωση και με αυτούς που ελάμβαναν αγωγή με Ερυθροποιητίνη και ανοσοκαταστολή με Αζαθειοπρίνη. Η διάσταση της Κόπωσης βρέθηκε στατιστικά σημαντικά καλύτερη στους Άνδρες ΛΝΜ. Συσχετίστηκε θετικά με υψηλό τις τιμές Αιματοκρίτη, Αιμοσφαιρίνης, Σακχάρου, Ολικής και LDL Χοληστερίνης, Αλβουμίνης και με τον e-GFR, ενώ συσχετίστηκε αρνητικά με τον αριθμό των ημερήσιων προσλαμβανόμενων χαπιών, με τις νοσηλείες, την αγωγή με Ερυθροποιητίνη, την Ουρία και Κρεατινίνη και με την υποομάδα ΛΝΜ με τιμές e-GFR ≤45 κατά την ένταξη στη μελέτη. Η διάσταση της Αβεβαιότητας / Φόβου βρέθηκε στατιστικά σημαντικά καλύτερη στους Άνδρες ΛΝΜ. Συσχετίστηκε θετικά με τις τιμές Αιματοκρίτη, Αιμοσφαιρίνης, Ολικής και LDL Χοληστερίνης και Μαγνησίου, ενώ συσχετίστηκε αρνητικά με τις νοσηλείες και την αγωγή με Ερυθροποιητίνη. Η διάσταση της Εμφάνισης βρέθηκε στατιστικά σημαντικά καλύτερη στους Συνταξιούχους ΛΝΜ σε σύγκριση με τους εργαζόμενους Δημοσίους και Ιδιωτικούς Υπαλλήλους. Συσχετίστηκε θετικά με τους ΛΝΜ που ελάμβαναν αγωγή με Παρακαλσιτόλη και αρνητικά με το Βάρος και το BMI. Η διάσταση του Συναισθήματος συσχετίστηκε στατιστικά σημαντικά αρνητικά με τους ΛΝΜ που ελάμβαναν αγωγή με Ερυθροποιητίνη και Παρακαλσιτόλη και με την υποομάδα με τιμές e-GFR≤45. Τέλος, το συνολικό KTQ-25 βρέθηκε στατιστικά σημαντικά καλύτερο στους Άνδρες ΛΝΜ. Συσχετίστηκε θετικά με τις τιμές Αιματοκρίτη, Αιμοσφαιρίνης, Σακχάρου, Ολικής και LDL Χοληστερίνης, Αλβουμίνης και με τον e-GFR, ενώ συσχετίστηκε αρνητικά με τις τιμές Ουρίας και Κρεατινίνης, τις Νοσηλείες, τον Αριθμό των ημερήσιων προσλαμβανόμενων χαπιών, την αγωγή με Ερυθροποιητίνη και Παρακαλσιτόλη και με την υποομάδα ΛΝΜ με e-GFR≤45. Η πολυπαραγοντική ανάλυση έδειξε στατιστικά σημαντική θετική συσχέτιση της ηλικίας με τα Σωματικά Συμπτώματα και αρνητική με την Οστεοπόρωση. Στην Κόπωση σημαντικές θετικές συσχετίσεις βρέθηκαν με το Γυναικείο φύλο και τα υψηλότερα επίπεδα Χοληστερίνης. Η Αβεβαιότητα / Φόβος ήταν στατιστικά σημαντικά χειρότερη στους ΛΝΜ με Καρδιαγγειακή Νόσο. Η διάσταση της Εμφάνισης συσχετίστηκε σημαντικά θετικά με το Γυναικείο Φύλο και αρνητικά με την Ηλικία και την Καρδιαγγειακή Νόσο. Το Συνολικό Σκορ συσχετίστηκε σημαντικά θετικά με το Γυναικείο φύλο και αρνητικά με τη Καρδιαγγειακή Νόσο. Συμπεράσματα: Η Ελληνική Έκδοση του KTQ-25 αποτελεί ένα έγκυρο και αξιόπιστο ερωτηματολόγιο και αποτελεί το πρώτο Ειδικό Εργαλείο για την ΣΥΠΖ σε Έλληνες ΛΝΜ. Η ηλικία, το φύλο, η οστεοπόρωση, τα επίπεδα χοληστερίνης, οι δείκτες νεφρικής λειτουργίας και το ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου, είναι κάποιοι από τους παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν διαχρονικά την ΣΥΠΖ των ΛΝΜ. Δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές μεταβολές της ΣΥΠΖ κατά τη διάρκεια ενός έτους
The effectiveness and sustainability of state secondary art-based schools: a contribution to management and leadership in education
This dissertation focuses on the effectiveness and sustainability of the Greek State Secondary Art-based schools. This special type of schools within the Greek educational system is dedicated to the arts, the development of creativity and critical thinking as well as the unfolding of the students’ talent. There are a relatively small number of schools which have never before [from the time of their establishment in 2004 until now] been the subject of research. This element combined with the ever-growing global interest in the integration of the Art in the curricula makes this dissertation original and necessary. In addition, the necessity of the present research is reinforced by the fact that research on respective schools in educational systems of the Western world is minimal. The aim of the dissertation is to explore the organizational effectiveness factors of Art-based schools and to put forward those ones affecting their sustainability in the future. Management and leadership are examined as pivotal factors of organizational effectiveness at the school level; thus, the dissertation contributes to the general research regarding the management and leadership in education within the Greek context. The research questions pertain to the two areas of the dissertation, efficiency and sustainability, which are tested either independently with questions concerning the forms and factors of effectiveness and operational sustainability, or they are intertwined and re-checked with the adoption of individual organizational elements playing a decisive role in the smooth operation of these schools. The research questions are summarized in two major categories:1. General research questions A. What are the external factors of effectiveness in Greek schools? B. What affects the effectiveness of State Secondary Art-based Schools and why? C. What are the internal organizational effectiveness factors of State Secondary Art-based Schools? [ Art teachers, Principals, Students’ parents]D. What are the sustainability factors of State Secondary Art-based Schools? E. How do the effectiveness factors affect the sustainability of State Secondary Art-based Schools?2. Special research questions A. What are the legislative and administrative particularities of State Secondary Art-based Schools and what do they serve? B. How do particularities affect the effectiveness of the educational process? C. Who undertakes management responsibilities and leadership roles in State Secondary Art-based Schools? D. How does the management staff affect the effectiveness and sustainability of these schools? E. What elements contribute to the form the school climate and culture of State Secondary Art-based Schools [viewed as educational organizations]?F. How these elements affect the effectiveness and sustainability of State Secondary Art-based Schools? The literature review on school effectiveness highlights teachers, principals, parents and students as key participants in research related to the effectiveness and sustainability of schools as educational organizations. In this dissertation, three distinct groups, i.e. the school Principals, the Art teachers and the students’ parents, were included as participants-informants. Separate research tools were used for each of these groups. A mixed methodology research design was adopted with the aim of exploring the areas of effectiveness and consequent sustainability that emerged from the study of both the literature and the structural particularities of the Greek educational context. This mixed-method design aims to reduce the disadvantages of both the quantitative and qualitative approach. Effort was made to obtain all the data [quantitative and qualitative] from all three samples almost at the same time or with a small-time difference. The aim of the researcher was to thoroughly explore issues concerning these specific schools by examining and crosschecking participants’ perceptions and opinions. The analysis of the rich findings of this dissertation provides a variety of results: a. interested parties are informed in detail about the organizational structure, operation, regulatory framework and problems faced by these schools; in this way, the dissertation contributes to the comprehensive study of organization, management and leadership within the Greek educational system, b. concluding remarks on Art-based schools’ effectiveness and sustainability factors help them continue their operation in the future; these elements serve as a platform for other researchers to understand the costs and benefits of their operation, c. implications are drawn for the central authority decision-makers to take into consideration when they design policy/ies intending to treat operational problems of these schools, d. enrichment of international literature on Art-based Secondary Schools supports and fortifies the exchange of opinions, interaction, formation and adoption of good practices for the complete integration of Art in education. The main results of the dissertation are summarized as follows: The lack of a targeted and documented educational policy and the consequent lack of a structured legislative and administrative framework (now containing gaps, ambiguities, multiple interpretations) is the main factor in the ineffective operation of State Secondary Art-based Schools. Both the educational policy and the legislative-administrative framework belong to the external or exogenous factors influencing the organizational - internal -effectiveness of the State Secondary Art-based School. Moreover, the sustainability of these schools is primarily related to their acceptance by the community, and it is associated with the general societal appreciation of the art and the artists. More explicitly, the effectiveness of the educational process and the sustainability of Art-based schools depend primarily on political decisions and the subsequent legislative framework, both at the level of centralized educational authorities and at the decentralized level of the art-based schools as well as at the level of local communities. Parents in this research represent partly the local communities and serve as a basis of exploring diffusion and acceptance of the Art at the decentralized communal level which is designated as important prerequisite for the sustainability of these schools. The legislative-regulatory framework governing these schools has a catalytic effect on their organizational structure and their operationality. However, this framework in its current form is ineffective as far as it concerns the main operating procedures of State Secondary Art-based Schools. The vertical top-down management structure of the Greek educational system does not allow the Art-based schools to take autonomous measures and implement policies and/or good practices to improve their effectiveness and align their operation with the purpose for which they were created. Consequently, these schools are treated as conventional schools both by the centralized authorities (Ministry of Education) and local educational authorities (LEAs) who seem not to consider their specific characteristics; thus, they jeopardize the existing schools' sustainability and their acceptance by the community. Such political attitudes do not encourage sustainability and, at the same time, discourage the creation of new State Secondary Art-based Schools in areas where they do not exist; as a result, students and local communities are deprived of the benefits of Art Education. Structure The dissertation is structured in two parts: The first part includes the theoretical documentation of the research and the literature review; it consists of seven chapters. The second part includes the research, the data analysis and the research results; it consists of four chapters. The total of eleven chapters includes the following: In the first chapter, the terms effectiveness and sustainability and their use in education are clarified conceptually and theoretically. In the second chapter, effectiveness and sustainability are explored within the context of the Greek educational system by adopting an extensive and thorough systematic literature review. In the third chapter, the factors influencing the organizational effectiveness of school units in the Greek reality are presented, analyzed, documented and explained. The fourth chapter is devoted to art as a subject of education and the related policies in the post-modern Western world. In the fifth chapter, extensive reference is made to the State Secondary Art-based Schools in Greece, their identity, organizational structure and particularities. The sixth chapter includes the discussion of the epistemological background of this dissertation and the theoretical approaches regarding perceptions and the acquisition of experiences. The seventh chapter concludes the first part; it contains the evaluating remarks of the theory and literature and serves as a bridge to the research, the second part of the dissertation. The eighth chapter informs the reader about the “research identity”, that is, the purpose, objectives, necessity, originality, major research areas and research questions and the methodology design of the thesis. In the ninth chapter, the three samples, the tools used, and the analysis results are presented. This is the longest chapter of the dissertation, since it gathers a large amount of qualitative and quantitative data. In the tenth chapter, the main results of the individual tools are collected, commented on as a whole and associated to the research questions. The eleventh –and final-chapter includes the research limitations of this dissertation and offers proposals for further research and [re]shaping of the educational policy regarding the State Secondary Art-based Schools and the teaching of Art, so that these schools can continue to be sustainable in the futureΗ παρούσα διατριβή ασχολείται με την αποτελεσματικότητα και τη βιωσιμότητα των Καλλιτεχνικών Σχολείων δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Τα δημόσια Καλλιτεχνικά Σχολεία αποτελούν έναν ιδιαίτερο τύπο σχολείων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, αφιερωμένο στη θεραπεία των τεχνών, την ανάπτυξη της δημιουργικότητας και της κριτικής σκέψης και την ανάδειξη του ταλέντου των φοιτώντων μαθητών. Πρόκειται για έναν σχετικά μικρό αριθμό σχολείων, τα οποία ουδέποτε στο παρελθόν [από τη στιγμή ίδρυσής τους το 2004 έως σήμερα] απετέλεσαν αντικείμενο έρευνας. Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με το συνεχώς αναπτυσσόμενο παγκόσμιο ενδιαφέρον για την ένταξη της τέχνης στα αναλυτικά προγράμματα καθιστούν την παρούσα διατριβή πρωτότυπη και αναγκαία. Επιπλέον, την αναγκαιότητα της παρούσας έρευνας ενισχύει το γεγονός ότι και σε παγκόσμιο επίπεδο οι έρευνες για αντίστοιχα σχολεία σε εκπαιδευτικά συστήματα του δυτικού κόσμου είναι ελάχιστες. Μέσα από ανάλυση των πολλών και ποικίλων ευρημάτων της παρούσας διατριβής προσδοκάται α. η αναλυτική ενημέρωση του ενδιαφερομένων για την οργανωτική δομή, τη λειτουργία, το κανονιστικό πλαίσιο και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα σχολεία αυτά, συμβάλλοντας έτσι στην ολοκληρωμένη μελέτη της οργάνωσης, διοίκησης και ηγεσίας εντός του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, β. η διατύπωση συμπερασματικών κρίσεων για τους παράγοντες αποτελεσματικότητάς τους και τη δυνατότητα της διατήρησής τους στο μέλλον, στοιχεία απαραίτητα για άλλους ερευνητές για την κατανόηση του κόστους και οφέλους λειτουργίας τους, γ. η πληροφόρηση της κεντρικής εξουσίας για τη λήψη αποφάσεων και τη διαμόρφωση πολιτικών σχετικά με τη θεραπεία των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν στην παρούσα φάση και την κανονιστική περιχαράκωσή τους, ώστε να επιτευχθεί η βιωσιμότητά τους, δ. η ενίσχυση της διεθνούς βιβλιογραφίας για τα καλλιτεχνικά σχολεία με ευρήματα από τον ελληνικό χώρο που θα επιτρέψουν τηνανταλλαγή απόψεων, την αλληλεπίδραση, τη διαμόρφωση και υιοθέτηση καλών πρακτικών για την πλήρη ένταξη της τέχνης στην εκπαίδευση. Τα ερευνητικά ερωτήματα που ετέθησαν αφορούν τους δυο άξονες της διατριβής, την αποτελεσματικότητα και τη βιωσιμότητα, οι οποίοι ελέγχονται αφενός μεν αυτοτελώς με ερωτήματα που αφορούν τις μορφές και τους παράγοντες αποτελεσματικότητας, αφετέρου συνδυάζονται ερευνητικά και επανελέγχονται με την υιοθέτηση επιμέρους οργανωσιακών στοιχείων που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εύρυθμη λειτουργία των μονάδων αυτών. Τα ερευνητικά ερωτήματα συνοψίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες:1. Γενικά Ερωτήματα Α. Ποιοι είναι οι εξωτερικοί παράγοντες αποτελεσματικότητας στα ελληνικά σχολεία; Β. Τι επηρεάζει την αποτελεσματικότητα των Καλλιτεχνικών Σχολείων και γιατί; Γ. Ποιοι είναι οι παράγοντες εσωτερικής οργανωσιακής αποτελεσματικότητας των Καλλιτεχνικών Σχολείων; [Καθηγητές Καλλιτεχνικών μαθημάτων, Διευθυντές των Καλλιτεχνικών σχολείων, γονείς των μαθητών] Δ. Ποιοι είναι οι παράγοντες βιωσιμότητας των Καλλιτεχνικών Σχολείων Ε. Πως επιδρούν οι παράγοντες αποτελεσματικότητας στη βιωσιμότητα των δημόσιων Καλλιτεχνικών Σχολείων; 2. Ειδικά ερωτήματα Α. Ποιες είναι οι νομοθετικές και διοικητικές ιδιαιτερότητες των Καλλιτεχνικών Σχολείων και τι εξυπηρετούν;Β. Πώς επιδρούν οι ιδιαιτερότητες στην αποτελεσματικότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας; Γ. Ποιοι αναλαμβάνουν διοικητικούς ρόλους στα Καλλιτεχνικά σχολεία; Δ. Πώς τα διοικητικά στελέχη επιδρούν ν στην αποτελεσματικότητα και βιωσιμότητα των σχολείων αυτών; Ε. Ποια στοιχεία διαμορφώνουν το κλίμα και την κουλτούρα των Καλλιτεχνικών Σχολείων ως εκπαιδευτικών οργανισμών;ΣΤ. Πώς τα στοιχεία αυτά επιδρούν στην αποτελεσματικότητα και τη βιωσιμότητα των Καλλιτεχνικών Σχολείων. Η μελέτη της βιβλιογραφίας για τη σχολική αποτελεσματικότητα ανέδειξε ως βασικούς συμμετέχοντες σε σχετικές με την αποτελεσματικότητα και τη βιωσιμότητα των σχολικώνμονάδων έρευνες, τους εκπαιδευτικούς, τους διευθυντές, τους γονείς και τους μαθητές. Στην παρούσα διατριβή από τις παραπάνω ομάδες συμμετεχόντων χρησιμοποιήθηκαν οι διευθυντές των Καλλιτεχνικών Σχολείων, οι εκπαιδευτικοί καλλιτεχνικών μαθημάτων και οι γονείς των μαθητών. Για κάθε μια από τις ομάδες αυτές χρησιμοποιήθηκαν ξεχωριστά ερευνητικά εργαλεία. Υιοθετήθηκε ένας μικτός μεθοδολογικός σχεδιασμός με σκοπό να καλυφθούν ερευνητικά και με σχετική πληρότητα οι άξονες αποτελεσματικότητας και συνακόλουθης βιωσιμότητας που προέκυψαν από τη μελέτη τόσο της βιβλιογραφίας, όσο και από τις δομικές ιδιαιτερότητες του ελληνικού εκπαιδευτικού συγκείμενου. Ο μικτός αυτός σχεδιασμός είναι ένας συνδυασμός συγκλίνοντος παράλληλου σχεδιασμού και επεξηγηματικού διαδοχικού σχεδιασμού κατά Creswell και στοχεύει στη μείωση των μειονεκτημάτων της ποσοτικής και της ποιοτικής προσέγγισης, όπου αυτό είναι δυνατόν από τις ισχύουσες συνθήκες. Σύμφωνα με το σχεδιαστικό αυτό μοντέλο, καταβλήθηκε προσπάθεια όλα τα δεδομένα [ποσοτικά και ποιοτικά] και από τα τρία δείγματα να ληφθούν σχεδόν συγχρόνως ή με μικρή χρονική διαφορά. Στόχος της ερευνήτριας ήταν να υπάρξει συζήτηση και επεξήγηση ζητημάτων που απασχολούσαν τα συγκεκριμένα σχολεία κατά την περίοδο συλλογής των δεδομένων και να διαπιστωθεί κατά πόσον οι αντιλήψεις και οι απόψεις που εκφράζονταν από όλους τους συμμετέχοντες συνέκλιναν ή απέκλιναν. Τα βασικά συμπεράσματα της διατριβής συνοψίζονται στα εξής: Το έλλειμμα στοχευμένης και τεκμηριωμένης εκπαιδευτικής πολιτικής και η συνακόλουθη έλλειψη συγκροτημένου νομοθετικού και διοικητικού πλαισίου (με κενά, ασάφειες, πολλαπλές ερμηνείες) είναι ο κύριος παράγοντας μη αποτελεσματικής λειτουργίας των Καλλιτεχνικών Σχολείων. Τόσο η εκπαιδευτική πολιτική όσο και το νομοθετικό-διοικητικό πλαίσιο ανήκουν στους εξωτερικούς ή εξωγενείς παράγοντες επίδρασης στην οργανωσιακή –εσωτερική- αποτελεσματικότητα του Καλλιτεχνικού Σχολείου. Η βιωσιμότητα των σχολείων αυτών σχετίζεται πρωτίστως με την αποδοχή τους από το κοινωνικό σύνολο και την εύρυθμη λειτουργία τους, αλλά και τη γενικότερη εκτίμηση προς την τέχνη που διαθέτει η κοινωνία. Η διατριβή αποτελείται από δυο διακριτά μέρη, το θεωρητικό και το ερευνητικό. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει την θεωρητική τεκμηρίωση της έρευνας και τη βιβλιογραφική επισκόπηση και αποτελείται από επτά κεφάλαια. Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει την ταυτότητα της έρευνας, δηλαδή όλα τα στοιχεία διερεύνησης του θέματος και την εξαγωγή των συμπερασμάτων. Η διατριβή δομείται σε συνολικά ένδεκα κεφάλαια και καθένα από αυτό περιλαμβάνει τα εξής: Στο πρώτο κεφάλαιο αποσαφηνίζονται εννοιολογικά και θεωρητικά οι όροι αποτελεσματικότητα και βιωσιμότητα και η χρήση τους στην εκπαίδευση. Στο δεύτερο κεφάλαιο οι όροι αυτοί διερευνώνται στο πλαίσιο του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος μέσω εκτενούς και ενδελεχούς συστηματικής βιβλιογραφικής επισκόπησης της ελληνικής εργογραφίας. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται, αναλύονται, τεκμηριώνονται και επεξηγούνται οι παράγοντες που επηρεάζουν την οργανωσιακή αποτελεσματικότητα των σχολικών μονάδων στην ελληνική πραγματικότητα. Το τέταρτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην τέχνη ως αντικείμενο εκπαίδευσης και τις πολιτικές σχετικά με αυτό στον σύγχρονο δυτικό κόσμο. Στο πέμπτο κεφάλαιο γίνεται εκτεταμένη αναφορά στα δημόσια Καλλιτεχνικά Σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα, την ταυτότητα, την οργανωτική δομή και διάρθρωση και τις ιδιαιτερότητές τους. Το έκτο κεφάλαιο περιλαμβάνει τη συζήτηση του επιστημολογικού υποβάθρου της παρούσας διατριβής και τις θεωρητικές προσεγγίσεις σχετικά με την πρόσληψη του κοινωνικού γίγνεσθαι και την απόκτηση των εμπειριών. Το πρώτο μέρος ολοκληρώνεται με το έβδομο κεφάλαιο, στο οποίο περιέχονται οι συμπερασματικές κρίσεις και η αποτίμηση του και χρησιμεύει ως εφαλτήριο για τη διαμόρφωση του ερευνητικού μέρους, δεύτερου μέρους της διατριβής. Το δεύτερο μέρος της διατριβής αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια. Το όγδοο κεφάλαιο περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία της ταυτότητας της έρευνας, όπως σκοπό, στόχους, αναγκαιότητα, πρωτοτυπία, ερευνητικούς άξονες και ερευνητικά ερωτήματα και τον μεθοδολογικό σχεδιασμό. Στο ένατο κεφάλαιο γίνεται η παρουσίαση των τριών δειγμάτων, των χρησιμοποιηθέντων εργαλείων και των αποτελεσμάτων κάθε επιμέρους έρευνας. Πρόκειται για το μακροσκελέστερο κεφάλαιο της διατριβής, αφού συγκεντρώνει πλήθος δεδομένων από τα επιμέρους ερευνητικά εργαλεία, ποιοτικά και ποσοτικά. Στο δέκατο κεφάλαιο συγκεντρώνονται τα κυριότερα αποτελέσματα των επιμέρους εργαλείων, σχολιάζονται συνολικά και διασυνδέονται με τα ερευνητικά ερωτήματα που ετέθησαν. Τέλος, στο ενδέκατο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στους περιορισμούς της ερευνητικής προσπάθειας της συγκεκριμένης διατριβής και διατυπώνονται προτάσεις με βάση τα ευρήματα της έρευνας: περαιτέρω διερεύνησης και [ανα]διαμόρφωσης της εκπαιδευτικής πολιτικής σχετικά με τα Καλλιτεχνικά Σχολεία και τη διδασκαλία της τέχνης σ’ αυτά, έτσι ώστε τα δημόσια Καλλιτεχνικά Σχολεία να συνεχίσουν να είναι βιώσιμα στο μέλλον
Συμβολή στην προγνωστική ικανότητα των μετεωρολογικών και ατμοσφαιρικών αριθμητικών προβλέψεων σε μέση και αστική κλίμακα με αλγόριθμους μετα-επεξεργασίας
Significant scientific and technological breakthroughs in the last century have enabled the quantification of uncertainty in unstable nonlinear dynamic systems, such as the atmosphere. Complex atmospheric processes, including atmospheric dynamics, energy transfers, and chemical reactions have been successfully simulated by Numerical Weather Prediction (NWP) models. The ability of these models to accurately represent phenomena across a diverse range of scales, from the microscale to the global scale, has established them as a fundamental component in atmospheric studies. Their pivotal role has, in turn, spurred an increased focus in scientific research on enhancing the accuracy of numerical forecasts. This entails refining NWP models for a more precise representation of atmospheric processes and applying advanced statistical methods to improve model outputs. This dual approach - advancing model sophistication while also developing robust statistical techniques - has been instrumental in elevating the precision and reliability of weather forecasting. The subject of this dissertation focuses on developing and assessing advanced statistical techniques aimed at enhancing the accuracy of weather and air quality numerical predictions. These approaches aim to tackle the inherent uncertainties in weather and air quality modeling by correcting errors in NWP outputs, showcasing a comprehensive methodology for improving forecasting in these vital domains. As a preliminary step, a comprehensive assessment is carried out to evaluate the accuracy and effectiveness of the numerical weather and air quality predictions. This is followed by an analysis of how inaccuracies in meteorological forecasts impact air quality forecasting. The study culminates in the employment of state-of-the-art statistical methods. These include post-processing filters, analytically optimized multi-model ensemble techniques, and the generation of neural networks, all aimed at enhancing the accuracy of numerical predictions. The versatility of these techniques extends to a variety of applications, ranging from improving air quality forecasts to supporting renewable energy generationΣημαντικές επιστημονικές και τεχνoλoγικές ανακαλύψεις τον περασμένο αιώνα επέτρεψαν την ποσοτικοποίηση της αβεβαιότητας σε ασταθή μη γραμμικά δυναμικά συστήματα, όπως η ατμόσφαιρα. Οι πολύπλοκες ατμοσφαιρικές διεργασίες, όπως η μεταφορά ενέργειας, οι χημικές αλληλεπιδράσεις όπως η δυναμική των ατμοσφαιρικών φαινομένων, έχουν επιτυχώς προσομοιωθεί από τα αριθμητικά μοντέλα πρόγνωσης καιρού. Η ικανότητα αυτών των μοντέλων να αναπαριστούν με ακρίβεια φαινόμενα σε διάφορες κλίμακες, από την μικροκλίμακα μέχρι την παγκόσμια κλίμακα, τα έχει καθιερώσει ως θεμελιώδες εργαλείο στις ατμοσφαιρικές επιστημονικές μελέτες. Ο κρίσιμος ρόλος τους έχει προσανατολίσει το επιστημονικό ενδιαφέρον και την έρευνα προς την κατεύθυνση της βελτίωσης της ακρίβειας των αριθμητικών προβλέψεων. Αυτό συνεπάγεται τη βελτίωση των αριθμητικών μοντέλων πρόγνωσης καιρού για μια πιο λεπτομερή αναπαράσταση των ατμοσφαιρικών διεργασιών καθώς και την εφαρμογή προηγμένων στατιστικών μεθόδων για τη βελτίωση των αποτελεσμάτων των μοντέλων. Αυτή η διπλή προσέγγιση - η προώθηση της πολυπλοκότητας των μοντέλων και η ανάπτυξη ισχυρών στατιστικών τεχνικών - έχει συμβάλει καθοριστικά στην αύξηση της ακρίβειας και της αξιοπιστίας της πρόγνωσης καιρού. Το αντικείμενο αυτής της διατριβής εστιάζει στην ανάπτυξη και αξιολόγηση προηγμένων στατιστικών τεχνικών με σκοπό την ενίσχυση της ακρίβειας των αριθμητικών προβλέψεων προβλέψεων για τον καιρό και την ποιότητα του αέρα. Αυτές οι προσεγγίσεις στοχεύουν στην αντιμετώπιση των εγγενών αβεβαιοτήτων στη μοντελοποίηση του καιρού και της ποιότητας του αέρα, διορθώνοντας σφάλματα στα αποτελέσματα των αριθμητικών μοντέλων, παρουσιάζοντας μια ολοκληρωμένη μεθοδολογία για τη βελτίωση των προβλέψεων σε αυτούς τους ζωτικούς τομείς. Το πρωταρχικό βήμα για τον σκοπό αυτό, είναι η ολοκληρωμένη αξιολόγηση της ακρίβειας και της αποτελεσματικότητας των αριθμητικών προβλέψεων καιρού και ποιότητας του αέρα. Στη συνέχεια, γίνεται η αξιολόγηση της επίδρασης των ανακριβειών στις μετεωρολογικές προβλέψεις και στις προβλέψεις για την ποιότητα του αέρα. Η μελέτη ολοκληρώνεται με τη χρήση προηγμένων στατιστικών μεθόδων. Αυτές οι μέθοδοι περιλαμβάνουν φίλτρα μετα-επεξεργασίας, αναλυτικά βελτιστοποιημένες τεχνικές συνόλου πολλαπλών μοντέλων και δημιουργία νευρωνικών δικτύων, με στόχο την ενίσχυση της ακρίβειας των αριθμητικών προβλέψεων. Η ευελιξία αυτών των τεχνικών επεκτείνεται σε μια ποικιλία εφαρμογών, από τη βελτίωση των προβλέψεων για την ποιότητα του αέρα έως την υποστήριξη της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές