Hellenic National Archive of Doctoral Dissertations
Not a member yet
    52840 research outputs found

    Physical and digital environment: being present in the hybrid space

    No full text
    In recent years, the increasing presence of technology and technological media in everyday life has led to a need to redefine architecture and methods of approaching design, and especially for spaces related to informal education (such as museum spaces, exhibition spaces, etc.). This phenomenon of “hybridization”, stems from the need to “modernize” such environments by enhancing their interactive nature. There is a shift in the design philosophy of these spaces, which emphasizes the creation of environments that oscillate between physicality and digitality, with the human body (of the visitor) as the link between these two realities. The ultimate goal of these methods is to better communicate their content through the production of exceptional perceptual and lived experiences. Based on these observations, a new notion is defined that is capable of describing these particular experiences in the light of embodied and spatial parameters. This new definition is called Mixed Embodied Presence, and attempts to provide not only an alternative conceptual framework, but also an alternative design framework for approaching mixed-hybrid environments.Τα τελευταία χρόνια η αυξανόμενη παρουσία της τεχνολογίας και των τεχνολογικών μέσων στην καθημερινή ζωή, έχει οδηγήσει σε μια ανάγκη επαναπροσδιορισμού της αρχιτεκτονικής και των μεθόδων προσέγγισης του σχεδιασμού, και ειδικά χώρων που σχετίζονται με την άτυπη εκπαίδευση (μουσειακοί χώροι, εκθεσιακοί χώροι κ.α.). Πρόκειται για ένα φαινόμενο ‘υβριδοποίησης’ των χώρων αυτών που απορρέει από μια ανάγκη ‘εκμοντερνισμού’ τους μέσω της ενίσχυσης της διαδραστικής τους φύσης. Παρατηρείται μια μετατόπιση στην σχεδιαστική φιλοσοφία των συγκεκριμένων χώρων η οποία δίνει έμφαση στη δημιουργία περιβαλλόντων που ταλαντεύονται μεταξύ φυσικής και ψηφιακής κατάστασης, με το ανθρώπινο σώμα (των επισκεπτών) να αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των δύο αυτών πραγματικοτήτων. Απώτερο στόχος των μεθόδων αυτών είναι η καλύτερη επικοινωνία του περιεχομένου τους μέσα από την παραγωγή ιδιαίτερων αντιληπτικών και βιωματικών εμπειριών. Βάσει αυτών των παρατηρήσεων, επιχειρείται η ανάπτυξη ενός νέου ορισμού ο οποίος είναι ικανός να περιγράψει τις ιδιαίτερες αυτές εμπειρίες υπό το πρίσμα ενσώματων και χωρικών παραμέτρων. Ο νέος αυτός ορισμός ονομάζεται Ενσώματη Μεικτή Παρουσία, και επιχειρεί όχι μόνο να αποτελέσει ένα εναλλακτικό εννοιολογικό πλαίσιο, αλλά και ένα εναλλακτικό σχεδιαστικό πλαίσιο προσέγγισης των μεικτών-υβριδικών περιβαλλόντων

    The historical trauma and oral history: preconditions and limits for historical justice in Cyprus: the investigation of the issue of the missing persons, through testimonies of families, civic groups and NGOs

    No full text
    The main conceptual axis of this paper is the victim-centred approach, particularly in terms of highlighting the agenda of the families of forced disappearance victims. Within this framework, an attempt is made to explore this intractable issue with the ally of the "voices" of victims, witnesses, journalists, institutional actors, and writers, alongside international literature, international organizations and reports of relevant international committees. The study challenges fatalistic approaches to the legacies of violence based solely on human rights discourses, which come from national and international elites, far from the people most affected by conflict. The thesis is divided into two parts. The first part sets out the theoretical framework of the concepts of historical trauma, transitional justice and victims' needs, while the second part presents the results of the primary research through in-depth excerpts from the narrators' interviews. In addition, through the exploration of different contexts (judicial anthropology, journalism, literature, civil society, academia), the conditions for historical justice are investigated broadly across the two communities. The essential aim is through the individualized approach methodologically documented by oral history interviews to hear from victims about the suffering they have endured after decades of silencing and marginalization and then, in cooperation with civil society, to establish the possibility of addressing violations, rehabilitating victims and reconciling the two communities. A rendering of historical justice, which, in order to occur in a society of chronic inequalities and lack of meaningful support for victims, a condition that has prevailed in both communities to date, must be understood at both a broad and individual level. The main research question of this thesis is whether the historical trauma -created in the case of Cyprus and explored in this paper in the form of the issue of the missing persons- can be addressed in order to provide reparation and historical justice to the families of the victims. It is therefore investigated whether the families of the victims in Cyprus feel that their needs are understood, as it is a society that is known to have experienced heinous crimes and widespread human rights violations in the recent past, while living in a prolonged state of Frozen Conflict and division of the island.Βασικός εννοιολογικός άξονας της παρούσας εργασίας είναι η θυματοκεντρική προσέγγιση, ειδικότερα όσον αφορά στην ανάδειξη της ατζέντας των οικογενειών των θυμάτων αναγκαστικής εξαφάνισης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο επιχειρείται να διερευνηθεί το δυσεπίλυτο αυτό ζήτημα με σύμμαχο τις «φωνές» των θυμάτων, των μαρτύρων, των δημοσιογράφων, των θεσμικών παραγόντων, των λογοτεχνών, παράλληλα με τη διεθνή βιβλιογραφία, τους διεθνείς οργανισμούς και τις εκθέσεις των αρμόδιων διεθνών επιτροπών. Η μελέτη αμφισβητεί τις μοιρολατρικές προσεγγίσεις για τις κληρονομιές της βίας που εδράζονται αποκλειστικά στον λόγο για τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι οποίες προέρχονται από εθνικές και διεθνείς ελίτ, μακριά από τα άτομα που έχουν πληγεί περισσότερο από τις συγκρούσεις. Η διατριβή διακρίνεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος παρατίθεται το θεωρητικό πλαίσιο των εννοιών του ιστορικού τραύματος, της μεταβατικής δικαιοσύνης και των αναγκών των θυμάτων, ενώ στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της πρωτογενούς έρευνας μέσα από διεξοδικά αποσπάσματα των συνεντεύξεων των αφηγητών. Επιπρόσθετα, μέσα από τη διερεύνηση διαφορετικών πλαισίων (δικαστική ανθρωπολογία, δημοσιογραφία, λογοτεχνία, κοινωνία των πολιτών, ακαδημαϊκή κοινότητα) ερευνώνται οι προϋποθέσεις για την απονομή ιστορικής δικαιοσύνης στις δύο κοινότητες. Ο ουσιαστικός στόχος είναι μέσω της εξατομικευμένης προσέγγισης που μεθοδολογικά τεκμαίρεται με τη συνέντευξη προφορικής ιστορίας, να ακουστούν τα θύματα για τα δεινά που υπέστησαν μετά από δεκαετίες αποσιώπησης και περιθωριοποίησης και, στη συνέχεια, σε συνεργασία με την κοινωνία των πολιτών να διαπιστωθεί η δυνατότητα αντιμετώπισης των παραβιάσεων, αποκατάστασης των θυμάτων και συμφιλίωσης των δυο κοινοτήτων. Μια απόδοση ιστορικής δικαιοσύνης, η οποία για να επέλθει σε μια κοινωνία χρόνιων ανισοτήτων και έλλειψης ουσιαστικής συμπαράστασης των θυμάτων, συνθήκη που επικράτησε και στις δύο κοινότητες έως σήμερα, πρέπει να κατανοηθεί τόσο σε ευρύ όσο και σε εξατομικευμένο επίπεδο. Το βασικό ερευνητικό ερώτημα της παρούσας διατριβής είναι εάν το ιστορικό τραύμα -που δημιουργήθηκε στην περίπτωση της Κύπρου και διερευνάται στην εργασία αυτή με τη μορφή του ζητήματος των αγνοουμένων- μπορεί να αντιμετωπιστεί ώστε να υπάρξει αποκατάσταση και να απονεμηθεί ιστορική δικαιοσύνη στις οικογένειες των θυμάτων. Διερευνάται, κατά συνέπεια, εάν οι οικογένειες των θυμάτων στην Κύπρο αισθάνονται ότι έχουν κατανοηθεί οι ανάγκες τους, καθώς πρόκειται, ως γνωστόν, για μια κοινωνία που έχει βιώσει ειδεχθή εγκλήματα και εκτεταμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο πρόσφατο παρελθόν, ενώ, παράλληλα, ζει μια παρατεταμένη συνθήκη «παγωμένης σύγκρουσης» (Frozen Conflict) και διχοτόμησης του νησιού

    Serum cortisol levels, differential expression of isoforms of glucocorticoid receptor and cytokines in patients with COVID-19 pneumonia

    No full text
    The adrenal cortex forms the final part of the Hypothalamus-Pituitary-Adrenal Axis (HPA) and its functional integrity constitutes an essential prerequisite for an effective response in stressful events, the maintenance of homeostasis, and eventually the survival of the organism. Critical illness is characterized by increased cortisol serum levels that reflect the action of the HPA axis. For the glucocorticoid action to be accomplished, the Glucocorticoid Receptor (GCR) plays an important role. GCR is an intracellular protein that is expressed in every cell of the human organism, and through its nuclear action leads to transcription of genes that have a fundamental role in the course of inflammation. During critical illness, total adrenal insufficiency often takes place, whilst HPA axis malfunction during critical illness is called critical illness–related corticosteroid insufficiency (CIRCI). Corticoid resistance is defined by reduced function of GCR despite the increased cortisol levels and it is well established that complicates critical illness. Most data on CIRCI have mainly originated from clinical and experimental studies in the field of sepsis and Acute Respiratory Distress Syndrome (ARDS). Driven by the aforementioned data, in the beginning of the SARS-CoV-2 pandemic (COVID-19) we aimed to study the contribution of the HPA axis and the glucocorticoid path in the dysregulation of the immune response in humans, that caused severe pneumonia and respiratory failure leading millions of people worldwide to death. The aim of the present study was the determination of GCR-α expression in total RNA from peripheral blood in COVID-19 patients with pneumonia who did not receive glucocorticoids and were hospitalized in the COVID-19 Department or Intensive Care Unit (ICU) of “Evangelismos” General Hospital of Athens. At the time of patient admission, we measured cortisol serum levels, the major cytokines that correlate with COVID-19 pneumonia, GCR expression levels, and Glucocorticoid-induced leucine zipper (GILZ) levels, an endogenous regulator of the inflammatory response that plays an important role in its inhibition. Twenty-six ICU patients were enrolled in the study with critical COVID-19 illness and 33 patients, without COVID-19 who were hospitalized in the ICU, the majority of whom were intubated, and formed the control group. Furthermore, 104 patients with moderate COVID-19 illness participated in the study and 45 patients without COVID-19 who were hospitalized in the COVID-19 Department and constituted the control group. New evidence resulted from the data analysis regarding the increased expression and signaling of the functional GCR-α in the peripheral blood of ICU patients with COVID-19 pneumonia. Cortisol serum levels were increased, therefore our patients did not meet the criteria for CIRCI. Overall, it appears that COVID-19 infection was associated with hypercortisolemia and increased expression of GCR-α and GILZ mRNA. Also, for patients hospitalized outside the ICU, our results agreed with previous studies in COVID-19 patients and numerous in non-COVID patients, indicating that cortisol constitutes an index of illness severity. In respect to mortality, in patients with moderate COVID-19, GILZ mRNA expression appeared to be a better prognostic factor, although the measurement of its levels is not readily available. High cortisol levels can predict who patients will deteriorate, including patients with moderate COVID-19 illness, thus assisting with the selection of patients who require immediate medical attention.Ο φλοιός των επινεφριδίων αποτελεί το τελικό τμήμα του άξονα Υποθάλαμος – Υπόφυση – Επινεφρίδια (ΥΥΕ) (Hypothalamus Pituitary Adrenal Axis - HPA), η λειτουργική ακεραιότητα του οποίου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχούς αντιμετώπισης οποιασδήποτε στρεσογόνου κατάστασης, διατήρησης της ομοιόστασης, και τελικά της επιβίωσης του οργανισμού. Η κρίσιμη νόσος χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης ορού, τα επίπεδα της οποίας αντικατοπτρίζουν τη δραστηριότητα του άξονα ΥΥΕ. Για να επιτευχθεί η δράση των γλυκοκορτικοειδών σημαντικό ρόλο διαδραματίζει ο υποδοχέας των γλυκοκορτικοειδών (Glucocorticoid Receptor, GCR), ο οποίος είναι μια ενδοκυττάρια πρωτεΐνη που εκφράζεται σε κάθε κύτταρο του ανθρώπινου οργανισμού και μέσω της δράσης του στον πυρήνα, οδηγεί στη μετάφραση γονιδίων που παίζουν σπουδαίο ρόλο στην πορεία της φλεγμονής. Κατά την κρίσιμη νόσο μπορεί να συμβεί απόλυτη ανεπάρκεια του φλοιού των επινεφριδίων, ενώ η δυσλειτουργία του άξονα ΥΥΕ κατά τη διάρκεια της κρίσιμης νόσου, ορίζεται ως κρίσιμη νόσος σχετιζόμενη με ανεπάρκεια κορτικοειδών (critical illness–related corticosteroid insufficiency, CIRCI). Ως αντίσταση στα κορτικοειδή ορίζεται η μειωμένη λειτουργικότητα του GCR παρά τα αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης ορού, και είναι γνωστό πως επιπλέκει και την κρίσιμη νόσο με τα δεδομένα να προέρχονται κυρίως από κλινικές και πειραματικές μελέτες στα πεδία της σήψης και του συνδρόμου οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας των ενηλίκων (ARDS). Με γνώμονα τα ανωτέρω, στην αρχή της πανδημίας της ασθένειας του νέου κορωνοϊού 2019 (COVID-19) θελήσαμε να μελετήσουμε τη συμβολή του άξονα ΥΥΕ και του μονοπατιού των γλυκοκορτικοειδών στην εκτροπή της ανοσολογικής απόκρισης του οργανισμού, η οποία προκαλούσε βαριά πνευμόνια και αναπνευστική ανεπάρκεια, οδηγώντας στον θάνατο εκατομμύρια ανθρώπους σε όλον τον κόσμο. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν ο προσδιορισμός της έκφρασης του GCR-α στο ολικό RNA από περιφερικό αίμα ασθενών με πνευμονία COVID-19 που δεν ελάμβαναν κορτικοειδή και θα νοσηλεύονταν στον όροφο ή στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο Ευαγγελισμός». Κατά την εισαγωγή τους στο όροφο ή στην ΜΕΘ, μετρήθηκαν τα επίπεδα κορτιζόλης ορού, οι σημαντικότερες κυτταροκίνες που σχετίζονται με την πνευμονία από COVID-19, τα επίπεδα έκφρασης του GCR, και τα επίπεδα έκφρασης του επαγόμενου από γλυκοκορτικοειδή “φερμουάρ” λευκίνης (GILZ), ενός ενδογενούς ρυθμιστή της φλεγμονώδους απάντησης του οργανισμού που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αναστολή αυτής. Στην μελέτη συμμετείχαν 26 ασθενείς με κρίσιμη νόσο COVID-19 και 33 ασθενείς ως ομάδα ελέγχου χωρίς COVID-19, οι οποίοι νοσηλεύτηκαν στη ΜΕΘ και ήταν στην πλειονότητά τους διασωληνωμένοι. Επίσης, συμμετείχαν 104 ασθενείς με μέτριας βαρύτητας νόσο COVID-19 και 45 ασθενείς χωρίς COVID-19 ως ομάδα ελέγχου, οι οποίοι νοσηλεύθηκαν εκτός ΜΕΘ. Από την ανάλυση δεδομένων προέκυψαν νέα στοιχεία σχετικά με την αυξημένη έκφραση και σηματοδότηση του λειτουργικά ενεργού υποδοχέα GCR-α στο περιφερικό αίμα των βαρέως πασχόντων ασθενών με COVID-19 πνευμονία. Η βασική κορτιζόλη στην κυκλοφορία ήταν υψηλή, συνεπώς, οι ασθενείς μας δεν πληρούσαν τα κριτήρια CIRCI. Συνολικά, φάνηκε ότι η λοίμωξη με COVID-19 σχετιζόταν με υπερκορτιζολαιμία και αυξημένη έκφραση του GCR-α mRNA και του GILZ mRNA. Επίσης, για τους ασθενείς εκτός ΜΕΘ, τα αποτελέσματά μας συνάδουν με ορισμένες προηγούμενες μελέτες σε ασθενείς με COVID-19 και πολυάριθμες σε ασθενείς χωρίς COVID-19, υποδηλώνοντας ότι η κορτιζόλη αποτελεί δείκτη σοβαρότητας της νόσου. Όσον αφορά τη θνησιμότητα σε μέτριας βαρύτητας COVID-19, η έκφραση GILZ mRNA φάνηκε ως καλύτερος προγνωστικός δείκτης, ωστόσο η μέτρηση των επιπέδων του δεν είναι συνήθως διαθέσιμη. Τα υψηλά επίπεδα κορτιζόλης μπορεί να προβλέψουν ποιοι ασθενείς θα επιδεινωθούν, μεταξύ αυτών με μέτριο COVID-19, βοηθώντας στην επιλογή ασθενών που χρειάζονται έγκαιρη φροντίδα

    Consumer behavior and voting behavior: the effect of the political leader's "brand" in the Greek local government

    No full text
    The aim of the thesis is to deal with the combined application of Marketing and Political Marketing tools in order to understand the behavior of the voters in the elections for the Greek local government. In particular, an attempt will be made to analyze the dynamics of voters' behavior and decision-making process, focusing on the principles of consumer behavior, which can be applied to the analysis of the relationship between a political leader - in this case the Mayor - and a voter. At the same time, there will be a special focus on the way in which the "brand" of the Mayor can influence the behavior of the voters and their relationship with him/her.424 fully completed questionnaires were collected achieving a very high response rate of over 42%. Subsequently, the primary research data were subjected to a series of complex advanced statistical analyses, such as Independent Samples t-Test, One-Way Analysis of Variance - ANOVA and Multiple Linear Regression Analysis. Indeed, among other conclusions that are in full harmony with previous research findings, the more positive the voter's attitude the higher the voting intention, and the higher the voter's perceived value of the Mayor's brand the higher the voter's intention in terms of voting for him/her.Ο σκοπός της παρούσας διατριβής είναι να πραγματευτεί τη συνδυαστική εφαρμογή των εργαλείων του Μάρκετινγκ και του Πολιτικού Μάρκετινγκ προκειμένου να κατανοήσει τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων στο πλαίσιο των εκλογικών αναμετρήσεων στην Ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση. Ειδικότερα, θα γίνει προσπάθεια να αναλυθεί η δυναμική της συμπεριφοράς και της διαδικασίας λήψης αποφάσεων των ψηφοφόρων, εστιάζοντας στις αρχές της καταναλωτικής συμπεριφοράς, οι οποίες μπορούν να εφαρμοστούν στην ανάλυση των σχέσεων πολιτικού/ής ηγέτη/ιδας -εν προκειμένω Δήμαρχου- και ψηφοφόρου. Παράλληλα, ειδική εστίαση θα υπάρξει και στον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επηρεάσει την συμπεριφορά των ψηφοφόρων και την σχέση τους με το/τη Δήμαρχο, η «επωνυμία» (brand) του/της Δήμαρχου. Συγκεντρώθηκαν 424 πλήρως συμπληρωμένα ερωτηματολόγια επιτυγχάνοντας ένα πολύ υψηλό ποσοστό απάντησης άνω του 42%. Στη συνέχεια, τα πρωτογενή ερευνητικά δεδομένα υποβλήθηκαν σε σειρά σύνθετων προηγμένων στατιστικών αναλύσεων, όπως η σύγκριση μέσων όρων (Independent Samples t-Test), η ανάλυση διακύμανσης (One-Way Analysis of Variance - ANOVA) και η γραμμική ανάλυση πολλαπλής παλινδρόμησης (Multiple Linear Regression Analysis). Πράγματι, μεταξύ άλλων συμπερασμάτων που βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με συμπεράσματα προηγούμενων ερευνών, όσο πιο θετική είναι η στάση του/της ψηφοφόρου τόσο αυξάνεται η πρόθεση ψήφου και όσο υψηλότερη αντιλαμβάνεται την αξία της επωνυμίας του/της Δήμαρχου ο/η ψηφοφόρος τόσο αυξάνεται η πρόθεσή του/της να τον/την ψηφίσει

    The connection between general secondary education and workplaces: a methodological approach for integrating career readiness: case study in sciences

    No full text
    The development of career readiness is a key component for the smooth and safe transition of adolescents from Secondary Education to assuming roles and responsibilities as the future workforce provided that: i) adolescents have developed the knowledge and skills required by the labor market and ii) they can access the possibilities offered in their future professional fields of work. This doctoral thesis examines: a) knowledge and skills, which are necessary for graduates of Secondary Education for their future employment, b) methodologies that teachers integrate into the Science Curricula for the development of the required knowledge and skills of the workforce, c) strategies that contribute to the connection and creation of cooperative relationships with workplaces, so that students receive valid and up-to-date information on the labor market. Examining these parameters, as it emerges from the literature review, is important, as the required skills of workplaces differ at a regional level and there is variability in the degree of their integration into the Study Programs at a global level and a lack of uniform guidelines of methodological approaches. Case studies of corporate and collaborative work-based learning activities do not focus on identifying specific knowledge and skills developed through student engagement although they do provide long-term employability data. Especially for the Greek education system: i) an oversupply of graduates with general knowledge, a lack of graduates with knowledge and skills needed by the labor market and from the point of view of employers, a significant skills mismatch problem is recorded, ii) no opportunities are provided to develop interaction relationships with workplaces, as emphasis is placed on covering the curriculum objectives of the detailed curriculum, which is directly linked to success in the written exams and entrance exams to Tertiary Education, iii) young people declare insufficient preparation for the labor market, due to a lack of learning opportunities, iv) there is a much lower percentage of participation in alternating education and training, where students practice in the workplace, than in General Secondary Education. Through a multi-phase design based on the mixed methodological approach with a particular focus on participatory observation, what emerged as required skills for the workplaces were critical thinking, problem solving, collaboration, organization and information analysis. The process of producing products and/or services was transferred as knowledge to the teaching practice of creative research tasks in mathematics through the phases of Design Thinking, where the required skills were integrated. The strategies needed to connect education and workplaces are job shadowing, as well as input from the experts themselves. The results of the doctoral study suggest the existence of interaction between workplaces and education, indicating the need for a holistic ecosystem approach to the development of career readiness.Η ανάπτυξη της επαγγελματικής ετοιμότητας αποτελεί βασική συνιστώσα για την ομαλή και ασφαλή μετάβαση των εφήβων από τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στην ανάληψη ρόλων και καθηκόντων ως μελλοντικό εργατικό δυναμικό με την προϋπόθεση ότι: i) οι έφηβοι έχουν αναπτύξει τις γνώσεις και τις δεξιότητες που απαιτεί η αγορά εργασίας και ii) ότι μπορούν να έχουν πρόσβαση στις δυνατότητες που προσφέρονται στα μελλοντικά επαγγελματικά πεδία εργασίας. Η παρούσα διδακτορική διατριβή εξετάζει: α) γνώσεις και δεξιότητες, που είναι απαραίτητες στους απόφοιτους της Γενικής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, για την μελλοντική τους απασχόληση, β) μεθοδολογίες που ενσωματώνουν οι εκπαιδευτικοί στα Προγράμματα Σπουδών των Θετικών Επιστημών για την ανάπτυξη, των ζητούμενων από τους χώρους εργασίας, γνώσεων και δεξιοτήτων, γ) στρατηγικές που συμβάλλουν στην σύνδεση και τη δημιουργία σχέσεων συνεργασίας με τους χώρους εργασίας, ώστε οι μαθητές να λάβουν έγκυρες και ενημερωμένες πληροφορίες για την αγορά εργασίας. Η εξέταση αυτών των παραμέτρων, όπως προκύπτει από την βιβλιογραφική επισκόπηση είναι σημαντική, καθώς οι ζητούμενες δεξιότητες των χώρων εργασίας διαφοροποιούνται σε περιφερειακό επίπεδο και υπάρχει μεταβλητότητα στον βαθμό ενσωμάτωσης τους στα Προγράμματα Σπουδών σε παγκόσμιο επίπεδο και έλλειψη ενιαίων κατευθυντήριων γραμμών μεθοδολογικών προσεγγίσεων. Οι μελέτες περίπτωσης εταιρικών και συνεργατικών δραστηριοτήτων μάθησης βάσει εργασίας, δεν επικεντρώνονται στο προσδιορισμό συγκεκριμένων γνώσεων και δεξιοτήτων, που αναπτύσσονται μέσω της εμπλοκής των μαθητών / τριών, αν και παρέχουν μακροπρόθεσμα δεδομένα για την απασχολησιμότητα. Ειδικά για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα καταγράφεται: i) υπερβάλλουσα προσφορά αποφοίτων με γενικές γνώσεις, έλλειψη αποφοίτων με γνώσεις και δεξιότητες που χρειάζεται η αγορά εργασίας και από την σκοπιά των εργοδοτών καταγράφεται σημαντικό πρόβλημα αναντιστοιχίας δεξιοτήτων, ii) δεν παρέχονται ευκαιρίες ανάπτυξης σχέσεων αλληλεπίδρασης με τους χώρους εργασίας, καθώς δίνεται βαρύτητα στην κάλυψη των στόχων της διδακτέας ύλης του αναλυτικού προγράμματος σπουδών, το οποίο συνδέεται άμεσα και με την επιτυχία στις γραπτές προαγωγικές / απολυτήριες εξετάσεις και τις εξετάσεις εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, iii) οι νέοι δηλώνουν ανεπάρκεια προετοιμασίας για την αγορά εργασίας, λόγω έλλειψης ευκαιριών μάθησης, iv) υπάρχει πολύ μικρότερο ποσοστό συμμετοχής στην εναλλασσόμενη εκπαίδευση και κατάρτιση, όπου θεσμοθετείται η πρακτική άσκηση των μαθητών/τριών στους χώρους εργασίας, από ότι στην Γενική Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Μέσα από ένα πολυφασικό σχεδιασμό βασιζόμενο στη μικτή μεθοδολογική προσέγγιση με ιδιαίτερη εστίαση στην συμμετοχική παρατήρηση αναδείχθηκαν ως ζητούμενες δεξιότητες των χωρών εργασίας η κριτική σκέψη, η επίλυση προβλημάτων, η συνεργασία, η οργάνωση και ανάλυση πληροφοριών. Η διαδικασία παραγωγής προϊόντων ή/ και υπηρεσιών μεταφέρθηκε ως γνώση στην διδακτική πράξη των δημιουργικών ερευνητικών εργασιών στα μαθηματικά μέσω των φάσεων της Σχεδιαστικής Σκέψης, όπου και ενσωματώθηκαν οι ζητούμενες δεξιότητες. Οι στρατηγικές που απαιτούνται για την σύνδεση εκπαίδευσης και χώρων εργασίας είναι η σκίαση εργασίας, καθώς και η παροχή πληροφοριών από τους ίδιους τους εμπειρογνώμονες. Τα αποτελέσματα της διδακτορικής μελέτης συνιστούν την ύπαρξη αλληλεπίδρασης μεταξύ χώρων εργασίας και εκπαίδευσης, υποδεικνύοντας την ανάγκη ολιστικής οικοσυστημικής προσέγγισης στην ανάπτυξη της επαγγελματικής ετοιμότητας

    Research on radon metrology in water and risk assessment from domestic water use in areas with relatively high radon concentrations in water

    No full text
    The doctoral thesis had three main objectives. The first objective focused on the metrology aspects of radon in water, examining and evaluating radon losses during the procedures preceding its measurement (such as sampling, transport, and storage) and during the measurement itself. The thesis also compared three different methods of determining radon-in-water activity concentration. The second objective studied radon transfer (efflux) from water to air. Measurements conducted in two apartments in the village of Arnea in Greece allowed the estimation of the transfer efficiency of radon from water to air, specifically for the procedures of using the bathroom tap and showering. The research also delved into the impact of radon transfer from the water to the air on indoor radon concentrations within dwellings. The third objective involved assessing the risk of exposure to radon present in household water for a significant percentage (approximately 20%) of the Greek population. The thesis examined the influence of geological background and the type of water supply (surface waters, boreholes) on radon activity concentration in the water supply. Lastly, the thesis investigated the variation of radon in the water supply of selected locations supplied by one or more boreholes.Η διδακτορική διατριβή (ΔΔ) αποτελείται από τρία (3) βασικά σκέλη. Το πρώτος σκέλος αφορούσε την έρευνα σε θέματα μετρολογίας του ραδονίου στο νερό, όπου μελετήθηκαν και αξιολογήθηκαν οι απώλειες ραδονίου κατά τις διαδικασίες που προηγούνται της μέτρησής του (δειγματοληψία, μεταφορά, αποθήκευση) αλλά και κατά τη διάρκεια αυτής. Επίσης, πραγματοποιήθηκε διασύγκριση μεταξύ τριών διαφορετικών μεθόδων προσδιορισμού της συγκέντρωσης του ραδονίου στο νερό. Το δεύτερο σκέλος αφορούσε τη μελέτη της μεταφοράς (εκροής) του ραδονίου από το νερό στον αέρα. Μέσα από μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν σε δύο διαμερίσματα στο χωριό Αρναία εξήχθησαν οι αποδόσεις μεταφοράς του ραδονίου από το νερό στον αέρα για τις χρήσεις της βρύσης του μπάνιου και του ντους. Διερευνήθηκε επίσης ο αντίκτυπος της μεταφοράς του ραδονίου από το νερό στον αέρα στις συγκεντρώσεις ραδονίου στον αέρα του εσωτερικού χώρου (κατοικίας). Το τρίτο σκέλος αφορούσε την εκτίμηση του κινδύνου από την έκθεση στο ραδόνιο που περιέχεται στο οικιακό νερό για ένα σημαντικό ποσοστό (περίπου 20%) του ελληνικού πληθυσμού. Εξετάστηκε επίσης ο αντίκτυπος του γεωλογικού υποβάθρου και του τύπου παροχής νερού (επιφανειακά ύδατα, γεωτρήσεις) στη συγκέντρωση του ραδονίου στο νερό ύδρευσης. Τέλος, μελετήθηκε η χρονική διακύμανση του ραδονίου στο νερό ύδρευσης επιλεγμένων τοποθεσιών που τροφοδοτούνται από μία ή περισσότερες γεωτρήσεις, μέσω της οποίας εξήχθησαν χρήσιμα συμπεράσματα

    An investigation of the presence of Aristotelean values in the ethical instructor-leader and of the perceived impact on students’ psychological wellbeing

    No full text
    The Aristotelian virtues are considered by many scholars to be key elements of the behavior of an educator recognized as a Leader but especially recognized as a Moral Leader. Prudence or Prudence, Fortitude, Temperance, Reason, Passion and the inspired sense of Justice as recognized elements of a Leader's behavior have been the subject of study of many scientists. This thesis studies how relevant theories and studies are applied when a teacher is in the role of Ethical Leader. It also investigates whether the characteristics described by young learners are recognizable. Along with the existence of the above characteristics, the aim is to study the effect of the following manifest behaviors of the teacher as directly related to the above virtues. These are the perceived Respect by the teacher towards the students, the Support provided to the students, the motivation to the students, the perceived action of the teacher as a Mentor and a source of inspiration to the students. This thesis aims to study the perceived effect of the above virtues and manifest behaviors on secondary school students. To empirically investigate whether the behavioral characteristics of the Educational Ethical Leader mentioned above cause Psychological Well-being in the student, i.e. Positive Emotions, Sense of Belonging, Satisfaction, Optimism, Sense of Achievement of his goals and lead to his more active engagement. The daily contact and friction between students and teachers seems an ideal environment to make any characteristics more easily recognizable and therefore we expect the results of their effect to be correspondingly more distinct. The results obtained from the analysis of the data indicate that there is a strong relationship between the Ethical Educational Leader whose behavior indicates that he possesses Aristotelian virtues, and which leads to the Psychological Well-being of his students. In conclusion, this important finding can serve as a guide for secondary school teachers who wish to positively influence the psychological well-being of their students by embracing these virtues and relevant behaviors.Οι Αριστοτελικές αρετές θεωρούνται για πολλούς μελετητές στοιχεία κλειδιά της συμπεριφοράς ενός εκπαιδευτικού αναγνωριζόμενου ως Ηγέτη αλλά και ειδικότερα αναγνωριζόμενου ως Ηθικό Ηγέτη. Η Σύνεση ή Φρόνηση, το Σθένος, η Εγκράτεια, ο Λόγος, το Πάθος αλλά και η εμπνεόμενη αίσθηση Δικαίου ως αναγνωριζόμενα στοιχεία της συμπεριφοράς ενός Ηγέτη έχουν αποτελέσει αντικείμενο μελέτης πολλών επιστημόνων. Η παρούσα διατριβή μελετά το πώς βρίσκουν εφαρμογή οι σχετικές θεωρίες και οι μέχρι τώρα μελέτες όταν στο ρόλο του Ηθικού Ηγέτη βρίσκεται ένας εκπαιδευτικός. Επίσης διερευνά το κατά πόσον είναι αναγνωρίσιμα τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε από μαθητές νεαρής ηλικίας. Παράλληλα με την ύπαρξη των παραπάνω χαρακτηριστικών στόχος είναι να μελετηθεί η επίδραση των εξής έκδηλων συμπεριφορών του εκπαιδευτικού ως άμεσα συσχετιζόμενες με τις παραπάνω αρετές. Αυτές είναι ο αντιλαμβανόμενος Σεβασμός από τον εκπαιδευτικό προς τους μαθητές, η παρεχόμενη προς τους μαθητές Υποστήριξη, η παροχή κινήτρων προς του μαθητές, η αντιληπτή δράση του εκπαιδευτικού ως Μέντορα και πηγής έμπνευσης προς τους μαθητές. Η παρούσα διατριβή έχει σκοπό πιο συγκεκριμένα να μελετήσει την αντιλαμβανόμενη επίδραση που έχουν οι παραπάνω αρετές και έκδηλες συμπεριφορές στους μαθητές της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Επιπλέον στοχεύει στο να διερευνήσει εμπειρικά αν τα συμπεριφορικά χαρακτηριστικά του Εκπαιδευτικού Ηθικού Ηγέτη που αναφέραμε προκαλούν Ψυχολογική Ευημερία στο μαθητή, δηλαδή Θετικά συναισθήματα, Αίσθημα του Ανήκειν, Ικανοποίηση, Αισιοδοξία, αίσθηση Επίτευξης των στόχων του και οδηγούν στην ενεργότερη ενασχόλησή του. Η καθημερινή επαφή και τριβή μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών μοιάζει ιδανικό περιβάλλον για να κάνει τα όποια χαρακτηριστικά ευκολότερα αναγνωρίσιμα και συνεπώς αναμένουμε να είναι αντίστοιχα πιο διακριτά και τα αποτελέσματα της επίδρασής τους. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την ανάλυση των δεδομένων υποδεικνύουν ότι υπάρχει ισχυρή σχέση ανάμεσα στον Ηθικό Εκπαιδευτικό Ηγέτη του οποίου η συμπεριφορά υποδεικνύει ότι εκείνος διαθέτει Αριστοτελικές αρετές, και η οποία οδηγεί στην Ψυχολογική Ευημερία των μαθητών του. Συμπερασματικά, η σημαντική αυτή διαπίστωση μπορεί να λειτουργήσει ως οδηγός για τους εκπαιδευτικούς της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης που επιθυμούν να επηρεάσουν θετικά την ψυχολογική ευημερία των μαθητών τους ενστερνιζόμενοι τις αρετές αυτές και τις ανάλογες συμπεριφορές

    Development of a universal method for the analysis of compost maturation by colorimetry

    No full text
    The production of organic waste and the need to find methods for their management can be traced back to the beginning of human civilization and urbanization. An applied method for processing a variety of organic waste is composting. Of utmost importance in composting is the correct and precise determination of the maturation of the final product, as the application of an immature and unstable compost product will result in the opposite of the legitimate soil enhancement results. Many studies have shown that monitoring a composting process, as well as evaluating the maturation of the final product, are achieved through monitoring specific indicators, which usually require either complex or time-consuming analyses. Therefore, it is necessary to create a simple, fast, and inexpensive method for assessing the transformation of organic matter and determining the maturation of composting. Within the framework of this doctoral thesis, a method was developed to monitor the evolution of composting and evaluate the maturation of compost using the color variables of the CIELAB model. In all composting experiments conducted, a steady decreasing trend in the color variables a*, b*, C* was observed, along with their strong correlation with composting time. Additionally, it was observed that the change in color variables a*, b*, C* mainly occurs up to the point of complete compost maturation (stable and mature). After the compost maturation point, it was found that these specific color variables remained relatively unchanged. In some composting experiments, a strong correlation was recorded between the color variables a*, b*, and C* and the physicochemical parameters of composting, which are typical indicators of compost maturation. However, this phenomenon was not the rule for all composting experiments. Specifically, during certain experiments regarding green waste composting, it was found that the change in color variables a*, b*, C* is mainly influenced by the transformation of organic matter into stable chemical compounds, thus reflecting the stages of composting evolution, up to the point of completion of maturation, and especially the stabilization of the organic substrate. Additionally, during composting of identical experiments, it was observed that the absolute values of the color variables a*, b*, C*, as well as the mathematical equations describing their correlation with time, were similar. Similarities in the correlation equations of the color variables with the time of the process were also recorded during experiments, where the initial physicochemical characteristics of the primary raw material remained stable, regardless of the addition of different additional materials. However, composting substrates of different primary raw materials, as well as composting processes where the initial characteristics of the primary raw material were altered, were found to present different chromatic profiles, with different mathematical correlation equations, as well as different absolute values and ranges of variation of the color variables a*, b*, C*.Through color variables Δa*, Δb*, ΔC* of the CIELAB model, the dependence of color on the initial physicochemical characteristics of the primary raw material can be circumvented. Specifically, due to the strong correlation of the aforementioned color variables with the ratio HA/FA, Δb* and ΔC* values greater than 2.76 and 2.96, respectively, can be used as an indicator of an acceptable degree of humification (HA/FA>1.9) and thus adequate stabilization of the substrate and completion of the maturation stage of green waste composting, regardless of the different composting parameters, such as heap size, additional materials, initial characteristics of the primary raw material, and delays in applying waste to composting systems. However, the same Δb* and ΔC* values cannot be applied to different composting substrates, and the determination of the corresponding values for each organic substrate is required. During a cost analysis, in order to compare the cost and analysis time between the new proposed CIELAB colorimetric method and a standard method for assessing compost maturation, it was found that the CIELAB colorimetric method requires only 2 days to draw a conclusion, while a typical method of monitoring and evaluating compost maturation requires 5 days. In addition, the new colorimetric method can reduce overall operating costs by up to 93.3%. Specifically, labor costs can be reduced by 93%, energy consumption by 86.3%, and consumable needs by 100%.Based on the results of all composting experiments of green waste, the development of a protocol for the determination and evaluation of compost maturation using the CIELAB color model followed, specifically focusing on the variables Δb* and ΔC*. Since the color variables Δb* and ΔC* do not always reflect the evolution of the typical maturation indices of compost, it is proposed that periodic standard analyses of compost maturity be conducted for both evaluating maturity and verifying stability and complete maturation (stable and mature) of composting, using either a variety of physicochemical parameters of composting or only the two most commonly accepted analyses of compost maturation, namely oxygen consumption (stability) and the germination index (maturity). In both cases, the partial replacement of physicochemical analyses of compost with the CIELAB color analysis may reduce the cost of determining and evaluating compost maturation by up to 57.62% and 32.44%, respectively. In summary, the greatest advantage of the proposed color method for monitoring and evaluating compost maturation, apart from the reduced cost, is the reduction in the time required to draw conclusions after sampling (1 day). Especially for the daily monitoring needs of a composting system, the new color method of compost maturation analysis is ideal. Additionally, compost producers mainly interested in the degree of humification of compost can benefit significantly, as typical analyses for determining HA and FA require time, considerable consumables, and up to 2-3 days to obtain results. It is also worth noting that the conversion of organic matter into stable humic compounds is referred to in many studies as an indicator of increased nutrient content of compost and the influence of final products on the physicochemical and biological characteristics of soil. Additionally, it is mentioned that the application of compost with high content of humic compounds can enhance plant growth potential.Η παραγωγή οργανικών απορριμμάτων και η ανάγκη εύρεσης μεθόδων διαχείρισής τους μπορεί να χρονολογηθεί από την απαρχή του ανθρώπινου πολιτισμού και της αστικοποίησης. Μια εφαρμοσμένη μέθοδος επεξεργασίας μιας πληθώρας οργανικών αποβλήτων είναι η κομποστοποίηση. Υψίστης σημασίας σε μια κομποστοποίηση είναι ο ορθός και ακριβής προσδιορισμός της ωρίμανσης του τελικού προϊόντος, καθώς η εφαρμογή ενός μη ώριμου και ασταθούς προϊόντος κομποστοποίησης θα επιφέρει τα αντίθετα από τα θεμιτά αποτελέσματα ενίσχυσης τους εδάφους. Πολλές μελέτες έχουν δείξει πως ο έλεγχος μιας διεργασίας κομποστοποίησης, καθώς επίσης και η αξιολόγηση της ωρίμανσης του τελικού προϊόντος, επιτυγχάνονται μέσω της παρακολούθησης συγκεκριμένων δεικτών, οι οποίοι απαιτούν συνήθως πολύπλοκες αναλύσεις, που είναι είτε ακριβές είτε χρονοβόρες. Επομένως, είναι αναγκαία η δημιουργία μιας απλής, γρήγορης και φθηνής μεθόδου αξιολόγησης του μετασχηματισμού της οργανικής ύλης και προσδιορισμού της ωρίμανσης της κομποστοποίησης. Στο πλαίσιο της παρούσας Διδακτορικής Διατριβής αναπτύχθηκε μια μέθοδος για τον έλεγχο της εξέλιξης της κομποστοποίησης και την αξιολόγηση της ωρίμανσης του κομπόστ με τη χρήση των χρωματικών μεταβλητών του μοντέλου CIELAB.Σε όλα τα πειράματα κομποστοποίησης που διεξήχθησαν διαπιστώθηκε η σταθερή πτωτική τάση μεταβολής των χρωματικών μεταβλητών a*, b*, C* και η ισχυρή συσχέτισή τους με το χρόνο της κομποστοποίησης. Επιπλέον, παρατηρήθηκε πως η μεταβολή των χρωματικών μεταβλητών a*, b*, C* λαμβάνει χώρα κυρίως μέχρι και το σημείο πλήρους ωρίμανσης του κομπόστ (σταθερό και ώριμο). Μετά το σημείο ωρίμανσης του κομπόστ, διαπιστώθηκε πως οι συγκεκριμένες χρωματικές μεταβλητές παρέμειναν σχετικώς αμετάβλητες. Σε ορισμένα πειράματα κομποστοποίησης καταγράφθηκε η ισχυρή συσχέτιση των χρωματικών μεταβλητών a*, b* και C* με φυσικοχημικές παραμέτρους της κομποστοποίησης, που αποτελούν τυπικούς δείκτες ωρίμανσης του κομπόστ. Παρόλα αυτά, αυτό το φαινόμενο δεν αποτέλεσε κανόνα όλων των κομποστοποιήσεων. Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διεξαγωγή πειραμάτων κομποστοποίησης πράσινων απορριμμάτων, διαπιστώθηκε πως η μεταβολή των χρωματικών μεταβλητών a*, b*, C* επηρεάζεται κυρίως από τον μετασχηματισμό της οργανικής ύλης σε σταθερές χουμικές ενώσεις, αντικατοπτρίζοντας κατά αυτό τον τρόπο τα στάδια εξέλιξης της κομποστοποίησης, μέχρι το σημείο ολοκλήρωσης της ωρίμανσης, και ιδιαίτερα την σταθεροποίηση του οργανικού υποστρώματος. Επιπροσθέτως, κατά τη διεξαγωγή πανομοιότυπων κομποστοποιήσεων, διαπιστώθηκε πως οι απόλυτες τιμές των χρωματικών μεταβλητών a*, b*, C*, καθώς επίσης και οι μαθηματικές εξισώσεις που περιγράφουν την συσχέτιση τους με το χρόνο ήταν παρόμοιες. Ομοιότητες στις εξισώσεις συσχέτισης των χρωματικών μεταβλητών με το χρόνο της διεργασίας καταγράφθηκαν και κατά τη διεξαγωγή πειραμάτων, όπου τα αρχικά φυσικοχημικά χαρακτηριστικά της κύριας πρώτης ύλης διατηρούνταν σταθερά, ανεξάρτητα από την προσθήκη διαφορετικών επιπλέον υλικών. Παρόλα αυτά, υποστρώματα κομποστοποίησης διαφορετικών κύριων πρώτων υλών, καθώς επίσης και κομποστοποιήσεις όπου τα αρχικά χαρακτηριστικά της κύριας πρώτης ύλης μεταβαλλόταν, διαπιστώθηκε πως, παρουσιάζουν διαφορετικά χρωματικά προφίλ, με διαφορετικές μαθηματικές εξισώσεις συσχέτισης, καθώς επίσης και διαφορετικές απόλυτες τιμές και εύρος μεταβολής των χρωματικών μεταβλητών a*, b*, C*. Μέσω των χρωματικών μεταβλητών Δa*, Δb*, ΔC* του μοντέλου CIELAB μπορεί να παρακαμφθεί η εξάρτηση του χρώματος από τα αρχικά φυσικοχημικά χαρακτηριστικά της κύριας πρώτης ύλης. Πιο συγκεκριμένα, λόγω της ισχυρής συσχέτισης των προαναφερθέντων χρωματικών μεταβλητών με τον λόγο HA/FA, τιμές Δb*, ΔC* μεγαλύτερες του 2.76 και 2.96, αντίστοιχα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δείκτης αποδεκτού βαθμού χουμοποίησης (ΗΑ/FA>1.9) και ως εκ τούτου επαρκής σταθεροποίησης του υποστρώματος και ολοκλήρωσης του σταδίου ωρίμανσης κομποστοποιήσεων πράσινων απορριμμάτων, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές παραμέτρους της κομποστοποίησης, όπως το μέγεθος του σωρού, τα πρόσθετα υλικά, τα αρχικά χαρακτηριστικά της κύριας πρώτης ύλης και τις καθυστερήσεις κατά την εφαρμογή των απορριμμάτων σε συστήματα κομποστοποίησης. Παρόλα αυτά, οι ίδιες τιμές Δb* και ΔC* δεν μπορούν να εφαρμοστούν σε διαφορετικά υποστρώματα κομποστοποίησης και απαιτείται ο προσδιορισμός των αντίστοιχων τιμών για το εκάστοτε οργανικό υπόστρωμα. Κατά τη διεξαγωγή μια ανάλυσης κόστους, προκειμένου να συγκριθούν το κόστος και ο χρόνος ανάλυσης μεταξύ της νέας προτεινόμενης χρωματομετρικής μεθόδου CIELAB και μιας τυπικής μεθόδου αξιολόγησης της ωρίμανσης του κομπόστ, διαπιστώθηκε πως η χρωματομετρική μέθοδος CIELAB απαιτεί μόλις 2 μέρες για την εξαγωγή συμπεράσματος, ενώ μια τυπική μέθοδος ελέγχου και αξιολόγησης της ωρίμανσης του κομπόστ απαιτεί 5 μέρες. Επιπλέον, η νέα χρωματομετρική μέθοδος μπορεί να μειώσει τα συνολικά λειτουργικά κόστη έως και 93.3%. Πιο συγκεκριμένα, το κόστος εργασίας μπορεί να ελαττωθεί κατά 92.8%, η κατανάλωση ενέργειας κατά 86.3% και οι ανάγκες σε αναλώσιμα κατά 100%. Με βάση τα αποτελέσματα όλων των πειραμάτων κομποστοποίησης πράσινων απορριμμάτων, ακολούθησε η ανάπτυξη ενός πρωτοκόλλου προσδιορισμού και αξιολόγησης της ωρίμανσης του κομπόστ με τη χρήση του χρωματικού μοντέλου CIELAB, και πιο συγκεκριμένα των μεταβλητών Δb* και ΔC*. Επειδή οι χρωματικές μεταβλητές Δb* και ΔC* δεν αντικατοπτρίζουν πάντοτε την εξέλιξη των τυπικών δεικτών ωριμότητας του κομπόστ, προτείνεται, τόσο για την αξιολόγηση της ωριμότητας όσο και για την επαλήθευση των αποτελεσμάτων σταθερότητας και πλήρους ωρίμανσης (σταθερό και ώριμο) της κομποστοποίησης, η διεξαγωγή περιοδικών τυπικών αναλύσεων ωρίμανσης του κομπόστ. Αυτές οι αναλύσεις δύναται να αποτελούνται είτε από μια πληθώρα φυσικοχημικών παραμέτρων της κομποστοποίησης, είτε μόνο από τις δύο πιο κοινά αποδεκτές αναλύσεις αξιολόγησης της ωρίμανσης του κομπόστ, και πιο συγκεκριμένα την κατανάλωση του οξυγόνου (σταθερότητα) και τον δείκτη βλάστηση (ωριμότητα). Και στις δύο περιπτώσεις, η εν μέρη αντικατάσταση των φυσικοχημικών αναλύσεων του κομπόστ από την χρωματική ανάλυση CIELAB, μπορεί να μειώσει το κόστος ανάλυσης προσδιορισμού και αξιολόγησης της ωρίμανσης του κομπόστ έως και 57.62% και 32.44%, αντίστοιχα. Συγκεντρωτικά, τo μεγαλύτερο πλεονέκτημα της προτεινόμενης χρωματικής μεθόδου για τον έλεγχο και την αξιολόγησης της ωρίμανσης του κομπόστ, εκτός από το μειωμένο κόστος, είναι η μείωση του χρόνου που απαιτείται για την εξαγωγή συμπερασμάτων μετά την δειγματοληψία (1 ημέρα). Ειδικά για τις ανάγκες καθημερινής παρακολούθησης ενός συστήματος κομποστοποίησης, η νέα χρωματική μέθοδος ανάλυσης της ωρίμανσης του κομπόστ είναι ιδανική. Επιπλέον, οι παραγωγοί κομπόστ που ενδιαφέρονται κυρίως για τον βαθμό χουμοποίησης του κομπόστ δύναται να επωφεληθούν αρκετά, καθώς οι τυπικές αναλύσεις προσδιορισμού των HA, FA απαιτούν χρόνο, αρκετά αναλώσιμα και έως και 2-3 ημέρες για την εξαγωγή αποτελεσμάτων. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως, η μετατροπή της οργανικής ύλης σε σταθερές χουμικές ενώσεις αναφέρεται σε πολλές μελέτες ως δείκτης αύξησης των θρεπτικών συστατικών της κομποστοποίησης και της επίδρασής των τελικών προϊόντων στα φυσικοχημικά και βιολογικά χαρακτηριστικά του χώματος. Επιπρόσθετα, αναφέρεται πως η εφαρμογή κομπόστ με υψηλή περιεκτικότητα σε χουμικές ενώσεις μπορεί να ενισχύσει την δυνατότητα ανάπτυξης των φυτών

    Maltreatment and juvenile delinquency

    No full text
    The subject of this dissertation is the link between juvenile maltreatment and delinquency. The first part comprises descriptions of maltreatment and delinquency with an emphasis on their legal aspects. The second part comprises a twofold approach of the link between maltreatment and delinquency: firstly, through the presentation of the criminological theories employed for studying the link; secondly, through an extensive literature review of the research studying the link. The third part comprises the presentation of an empirical research on the records of the Juvenile Delinquent Service in Athens regarding the link at issue. The research sample consisted of the files of 120 maltreated juveniles with a criminal record. The results of that research are then correlated with the existing relevant criminological literature and further analyzed. Finally, the conclusions of this dissertation are presented along with specific policy proposals for improving the protection of juvenile victims of maltreatment that later offended.Το αντικείμενο της παρούσας διατριβής είναι η σχέση κακομεταχείρισης και παραβατικότητας ανηλίκων. Στο πρώτο μέρος περιγράφονται και οριοθετούνται τα φαινόμενα της κακομεταχείρισης και της παραβατικότητας με έμφαση στις νομικές διαστάσεις τους. Στο δεύτερο μέρος προσεγγίζεται η σχέση κακομεταχείρισης και παραβατικότητας, αρχικά μέσω της παρουσίασης των εγκληματολογικών θεωριών που έχουν αξιοποιηθεί για τη μελέτη της σχέσης και κατόπιν μέσω μιας εκτεταμένης βιβλιογραφικής ανασκόπησης ερευνών που έχουν εξετάσει την εν λόγω σχέση. Στο τρίτο μέρος παρουσιάζεται η εμπειρική έρευνα που διεξήχθη επι της μελετώμενης σχέσης στο αρχείο της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων Αθηνών. Το δείγμα της έρευνας ήταν 120 ανήλικοι- θύματα κακομεταχείρισης που τέλεσαν αξιόποινες πράξεις. Τα αποτελέσματα της έρευνας συσχετίζονται με τα δεδομένα της συναφούς εγκληματολογικής γραμματείας. Τέλος, καταγράφονται τα συμπεράσματα της διατριβής και κατατίθενται συγκεκριμένες προτάσεις αναφορικά με τη βελτίωση της προστασίας των ανήλικων θυμάτων κακομεταχείρισης και δραστών αξιόποινων πράξεων

    Προσαρμοστική βελτιστοποίηση ευφυών πρακτόρων

    No full text
    In the contemporary framework of Internet of Things (IoT) ecosystems, the challenge of efficient control is mandatory. However, such ecosystems exhibit intricate dynamics that evolve over time, accompanied by heightened uncertainty, further complicating the control design task. Conventional control schemes face multiple challenges when controlling IoT systems, such as the need for scalability to manage an ever-increasing number of devices and the heterogeneity that comes with a diverse range of device types, operating systems, and communication protocols. The reliability and robustness of these systems are often tested by the unpredictable conditions in which IoT devices operate, requiring more adaptive and resilient control mechanisms. Furthermore, the integration of conventional control approaches into IoT architectures can be complicated due to interoperability issues, as these systems were not originally designed for the level of communication and data exchange IoT demands. Security and privacy also present significant hurdles, as traditional control schemes may lack the sophistication needed to protect against the myriad of threats present in the interconnected IoT landscape. Additionally, the latency-sensitive nature of many IoT applications requires control schemes able to process and react to data in real-time. In order to overcome such limitations Cognitive Adaptive Optimization (CAO), present a tailored solution to address the inherent limitations of traditional control schemes in IoT ecosystems. The initial Centralized CAO-based framework has proven adequate to efficiently process large datasets and perform comprehensive optimization by requiring limited computational resources, thus providing optimal control strategies that are informed by a global perspective of the system. On the other hand, the recently emerged decentralized CAO-based Control proved sufficient to disperse the computational load by enabling a local-for-global optimization, which not only reduces the strain on communication networks but also allows for real-time responsiveness and individualized adaptation. In order to further evaluate the efficiency of both CAO-based algorithms in real-life – or close to real-life implementations – the initial contribution of this thesis is focused on comparing the efficiency of the algorithms towards robust baseline control approaches widely used in literature. However, the challenges that IoT frameworks are not limited to the aforementioned well-known attributes. Powered by scientific evolution, modern IoT frameworks are becoming increasingly sophisticated, designed to handle complex, large-scale operations across dispersed geographical regions and cloud-based environments. Such frameworks my concern a multitude of applications, from intricate smart city infrastructures to vast, interconnected distributed industrial systems. The ability to process and analyze data from a distributed network is quite challenging and requires control solutions holding a diverse philosophy to traditional optimization schemes: except from the computational intensity that traditional schemes require due to the vast size of IoT frameworks, inherent latency and unpredictability in network communications, prohibit a time-efficient optimization between the different elements of the IoT ecosystem. The vast and varied nature of IoT devices, each with different processing capabilities and response times, complicates achieving real-time synchronization. Additionally, bandwidth limitations and the potential for packet loss in wireless communications, further exacerbate delays and hinder the feasibility of synchronous operations in IoT frameworks. Combining decentralized algorithms with the training of neural networks may potentially offer manifold benefits in controlling such complex, geographically dispersed IoT ecosystems. Firstly, it permits systems to autonomously adapt to local conditions, ensuring efficient and accurate control decisions. Secondly, it avails opportunities for the swift integration of innovative solutions and technologies - since neural networks can be dynamically trained and adjusted. Thirdly, the decentralized approach enhances the system's durability and reliability, as issues in one part of the network don't necessarily permeate the entire structure. Lastly, the capability of neural networks to tackle intricate and uncertain problems, combined with decentralized processing, presents a robust solution to confront the control challenges accompanying intricate IoT ecosystems. Especially, if training practices potentially integrated asynchronous updates among neural network blocks/partitions - each pertaining to separate IoT ecosystem components - it would emerge as an ideal solution in environments where devices might not always be connected or may have disparate processing rates – e.g., geographically distributed IoT Networks. This blend of decentralized training and asynchronous updates could yield solutions to control issues that remain unresolved with traditional methods, such as dynamically adapting to environmental changes and addressing uncertainties on a grand scale. To this end, grounded on the efficiency of the previously examined Centralized and Decentralized CAO-based methodologies, this thesis also proposes a novel Gradient-free training algorithm that is able to train neural networks in a fully distributed and asynchronous manner. The proposed methodology, arising for the purpose of this thesis – abbreviated as Neuro-Distributed Cognitive Adaptive Optimization (ND-CAO) – has been thoroughly evaluated in numerous training scenarios under different neural network architectures and parameters. It has to be emphasized that the concept of such algorithm has proposed for the first time in literature, enabling the gradient-free distributed and asynchronous training of a potential neural network. As such, current innovation paves the way for novel real-life model-parallelism implementations that solely require asynchronous updates between partitions since the communicational overhead prohibits the efficient training. A few examples may concern complex, geographically dispersed IoT ecosystems, distributed data centers, multi-cloud platforms. federated learning frameworks etc. The algorithmic tools examined in this thesis (Centralized & Decentralized CAO-based tools) have been extensively tested and evaluated on real-life, or close-to-real-life, IoT applications, such as residential households, expansive professional building infrastructures, traffic networks, and UAV swarm navigation into complicated industrial environments. Additionally, the algorithmic tools developed for decentralized and asynchronous training of neural networks (Neuro-Distributed Cognitive Adaptive Optimization) have been implemented on real training problems. To this end, current thesis can be delineated into the following thematic segments: Introduction (Section 1): In this section, the problem of optimal control in relation to complex IoT ecosystems is extensively discussed, with a particular focus on non-convex issues concerning optimal and adaptive control applications - which also pertain to the training of neural networks (1.1). The established state-of-the-art control practices applied in IoT ecosystems are then described, as well as the established state-of-the-art practices used in the training of neural networks (1.2). Finally, the contribution of the current research work to the specific fields of optimal control and neural network training is described, along with the publications that emerged during the development of this thesis (1.3).CAO-based Methodologies for Optimal Control & Deep Learning (Section 2): This section details the motivation behind the creation of each CAO-based algorithmic tool and delves into the mathematical structure of the theoretical tools: Centralized and Decentralized CAO-based methodologies for optimal control (2.1 & 2.2), as well as the Neuro-Decentralized CAO-based methodology for neural network training (2.3).Experiments Part I: Optimization of IoT Applications via Centralized CAO-based Methodologies (Section 3): This section illustrates the results from real-world IoT applications conducted for the evaluation of Centralized CAO-based tools, focusing on residential buildings (3.1).Experiments Part II: Optimization of Large-Scale IoT Applications via Decentralized CAO-based Methodologies (Section 4): Here, the results from simulated IoT applications are presented, conducted to evaluate Decentralized CAO-based tools. The applications pertained to commercial buildings (4.1), Traffic Management Optimization (4.2), and Optimal Navigational plan of robotic swarms (4.3).Experiments Part III: Neural Network Training via Decentralized CAO-based Methodologies (Section 5): This section presents the results from neural network training applications using a decentralized and asynchronous (5.1) approach, conducted as part of the evaluation of Neuro-Distributed CAO-based tools. General Conclusions and Future Work (Chapter 6): In this section, all the aforementioned results are synthesized and the performance of the control and training tools are evaluated. Moreover, future envisaged work arising from the results of current thesis are also illustrated Annex (Chapter 7): In this section the conventional optimization approaches denoted in the main text are mathematically described Bibliography (Chapter 8)Στον σύγχρονο κόσμο των οικοσυστημάτων Διαδικτύου των Πραγμάτων (IoT), η πρόκληση του αποδοτικού ελέγχου παίζει κυρίαρχο ρόλο. Πολλές φορές, τα υφιστάμενα θεωρητικά και πρακτικά εργαλεία ελέγχου αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις δυναμικές ανάγκες των IoT εφαρμογών – ιδιαίτερα δε, εάν τα οικοσυστήματα IoT είναι μεγάλου εύρους. Αυτά τα οικοσυστήματα συχνά εμφανίζουν περίπλοκες δυναμικές, μεταβαλλόμενες στον χρόνο, και αυξημένη αβεβαιότητα - παράγοντες που επιδεινώνουν την πρόκληση του σχεδιασμού ελέγχου. Η δυναμική αυτή συμπεριφορά των IoT οικοσυστημάτων έχει ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της εύρυθμης και βέλτιστής απόδοσης ελέγχου. Κατά αυτόν τον τρόπο τα συμβατικά εργαλεία ελέγχου δεν αποδίδουν κατάλληλα για ένα ευρύ φάσμα IoT εφαρμογών - ιδιαίτερα απέναντι στα μεγάλου εύρους και πολυπλοκότητας οικοσυστήματα. Κατά αυτόν τον τρόπο, στα πολύπλοκα οικοσυστήματα Διαδικτύου των Πραγμάτων (IoT), χρησιμοποιούνται συχνά αποκεντρωμένες πρακτικές ελέγχου, οι οποίες προσφέρουν αυξημένη ευελιξία, επιτρέποντας στα συστατικά τμήματα του συστήματος να λειτουργούν ανεξάρτητα, ανταποκρινόμενα σε τοπικές αλλαγές χωρίς την ανάγκη για κεντρική παρέμβαση. Αυτό μειώνει τον χρόνο αντίδρασης και αυξάνει την ανθεκτικότητα του συστήματος, καθώς τα προβλήματα σε ένα μέρος του δικτύου δεν επεκτείνονται απαραίτητα σε ολόκληρο το σύστημα. Επιπλέον, η αποκεντρωμένη προσέγγιση προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία, καθιστώντας ευκολότερη την προσθήκη ή αφαίρεση συσκευών στο δίκτυο χωρίς σημαντικές αναδιαμορφώσεις.Ο συνδυασμός μάλιστα, αποκεντρωμένων αλγορίθμων με την εκπαίδευση νευρωνικών δικτύων είναι δυνατόν να προσφέρει πολλαπλά θετικά απέναντι στον έλεγχο των σύνθετων IoT οικοσυστημάτων. Πρώτον, επιτρέπει την αυτόματη προσαρμογή των συστημάτων στις τοπικές συνθήκες, διασφαλίζοντας έτσι την αποδοτικότητα και την ακρίβεια των αποφάσεων ελέγχου. Δεύτερον, δίνει τη δυνατότητα για γρήγορη ενσωμάτωση καινοτόμων λύσεων και τεχνολογιών, καθώς τα νευρωνικά δίκτυα μπορούν να εκπαιδεύονται και να προσαρμόζονται δυναμικά. Τρίτον, η αποκεντρωμένη προσέγγιση αυξάνει την ανθεκτικότητα και την αξιοπιστία του συστήματος, καθώς τα προβλήματα σε ένα μέρος του δικτύου δεν επεκτείνονται απαραίτητα στο σύνολο. Κατά αυτόν τον τρόπο, η ικανότητα των νευρωνικών δικτύων να αντιμετωπίζουν πολύπλοκα και αβέβαια προβλήματα σε συνδυασμό με μια αποκεντρωμένη επεξεργασία θα μπορούσε να προσφέρει μια ισχυρή λύση για την αντιμετώπιση των προκλήσεων ελέγχου που συνοδεύουν τα σύνθετα IoT οικοσυστήματα. Ιδιαίτερα δε, εάν ήταν δυνατόν να εφαρμόσουμε πρακτικές εκπαίδευσης οι οποίες προϋποθέτουν ασύγχρονες ενημερώσεις μεταξύ των τμημάτων του Νευρωνικού Δικτύου – τα οποία αφορούν ξεχωριστά τμήματα του IoT οικοσυστήματος – θα αποτελούσε ιδανική λύση για περιβάλλοντα όπου οι συσκευές ενδέχεται να μην είναι πάντα συνδεδεμένες, να έχουν διαφορετικούς ρυθμούς επεξεργασίας – για παράδειγμα τα IoT οικοσυστήματα τα οποία βρίσκονται κατανεμημένα σε διαφορετική γεωγραφική θέση. Αυτός ο συνδυασμός αποκεντρωμένης εκπαίδευσης και ασύγχρονων ενημερώσεων θα μπορούσε να αποδώσει λύσεις σε προβλήματα ελέγχου που παραμένουν ανεπίλυτα με τις παραδοσιακές μεθόδους, όπως είναι η δυναμική προσαρμογή σε αλλαγές του περιβάλλοντος και η αντιμετώπιση αβεβαιοτήτων σε μεγάλη κλίμακα. Κατά αυτόν τον τρόπο, η παρούσα διατριβή, βασισμένη σε σύγχρονες/πρόσφατες ερευνητικές εξελίξεις, στοχεύει αρχικά στην αξιολόγηση κεντρικών και αποκεντρωμένων πρακτικών ελέγχου που βασίζονται στην πρωτότυπη αλγοριθμική του Αυτόματου Προσαρμοστικού Ελέγχου (Cognitive Adaptive Optimization: Centralized and Decentralized CAO) απέναντι σε σύνθετα συστήματα IoT σε σχέση με state-of-the-art αλγοριθμικές πρακτικές. Σε δεύτερη φάση, και με αφορμή τις CAO αποκεντρωμένες πρακτικές ελέγχου, στα πλαίσια της παρούσας διδακτορικής διατριβής εισάγεται και αξιολογείται ένας νέος Gradient-free αποκεντρωμένος αλγόριθμος που βασίζεται στην Decentralized CAO πρακτική, ο οποίος μπορείς να εκπαιδεύσει αποκεντρωμένα αλλά και ασύγχρονα τμήματα του νευρωνικού δικτύου (Neuro Distributed Cognitive Adaptive Optimization - ND-CAO). Συνεπακόλουθα, εισάγεται κι εξετάζεται η ασύγχρονη εκπαίδευση για την Gradient-free αποκεντρωμένη εκπαίδευση νευρωνικών δικτύων για πρώτη φορά στην διεθνή βιβλιογραφία, η οποία ανοίγει ανεξερεύνητους δρόμους στον τομέα της έρευνας για τα σύνθετα IoT συστήματα. Τα αλγοριθμικά εργαλεία που ελέγχθηκαν στην παρούσα διατριβή έχουν υποστεί εκτεταμένες δοκιμές και αξιολογήσεις σε πραγματικές - ή σχεδόν πραγματικές - εφαρμογές IoT, όπως οικίες, επαγγελματικά κτήρια μεγάλου εύρους, δίκτυα κυκλοφορίας οχημάτων, καθώς και στα προβλήματα καθοδήγησης σμήνους ρομποτικών συστημάτων (Centralized and Decentralized CAO). Επιπλέον, τα αλγοριθμικά εργαλεία που αναπτύχθηκαν για αποκεντρωμένη και ασύγχρονη εκπαίδευση νευρωνικών δικτύων, εφαρμόστηκαν σε πραγματικά προβλήματα εκπαίδευσης (ND-CAO). Η παρούσα εργασία μπορεί να διαχωριστεί στις παρακάτω θεματικές ενότητες: Εισαγωγή (Κεφάλαιο 1): περιγράφεται εκτενώς το προβλήματα του βέλτιστου ελέγχου απέναντι στα σύνθετα IoT οικοσυστήματα με ιδιαίτερη αναφορά στα non-convex προβλήματα για τις εφαρμογές βέλτιστου και προσαρμοστικού ελέγχου - τα οποία επίσης αφορούν την εκπαίδευση νευρωνικών δίκτυών (1.1). Στην συνέχεια της 1ης ενότητας περιγράφονται οι καθιερωμένες state-of-the-art πρακτικές ελέγχου οι οποίες εφαρμόζονται σε IoT οικοσυστήματα καθώς και οι καθιερωμένες state-of-the-art πρακτικές που εφαρμόζονται στην εκπαίδευση νευρωνικών δικτύων (1.2). Τέλος περιγράφεται η προσφορά της παρούσας ερευνητικής εργασίας απέναντι στα συγκεκριμένα πεδία βέλτιστου ελέγχου και εκπαίδευσης νευρωνικών δικτύων καθώς επίσης και οι δημοσιεύσεις που προέκυψαν στα πλαίσια της εκπόνησης της παρούσας διατριβής (1.3) Περιγραφή CAO-based Εργαλείων Βέλτιστου Ελέγχου και Εκπαίδευσης Νευρωνικών Δικτύων (Κεφάλαιο 2): περιγράφεται το έναυσμα για την δημιουργία του εκάστοτε CAO-based αλγοριθμικού εργαλείου ενώ αναλύεται λεπτομερώς η μαθηματική δομή των θεωρητικών εργαλείων: H Κεντρική και η Αποκεντρωμένη CAO-based μεθοδολογίες για βέλτιστο έλεγχο (2.1 & 2.2) Centralized and Decentralized CAO), καθώς και η Νευρο-Αποκεντρωμένη CAO-based μεθοδολογία για εκπαίδευση νευρωνικών δικτύων (2.3) (ND-CAO). Πειραματικές Διαδικασίες Ι - Εφαρμογές ΙοΤ Κεντρικών CAO-based εργαλείων (Κεφάλαιο 3): παρουσιάζονται τα αποτελέσματα από IoT εφαρμογές σε πραγματικές συνθήκες που διεξήχθησαν στα πλαίσια της αξιολόγησης των Κεντρικών CAO-based εργαλείων και αφορούσαν οικιακά κτήρια (3.1) Πειραματικές Διαδικασίες ΙΙ - Εφαρμογές ΙοΤ Αποκεντρωμένων CAO-based εργαλείων (Κεφάλαιο 4): παρουσιάζονται τα αποτελέσματα από προσομοιωμένες IoT εφαρμογές που διεξήχθησαν στα πλαίσια της αξιολόγησης των Αποκεντρωμένων CAO-based εργαλείων και αφορούσαν επαγγελματικά κτήρια (4.1), οδικά δίκτυα (4.2) και καθοδήγηση σμήνους ρομποτικών συστημάτων (4.3) Πειραματικές Διαδικασίες ΙΙΙ - Εφαρμογές Εκπαίδευσης Νευρωνικών Δικτύων μέσω Αποκεντρωμένων CAO-based εργαλείων (Κεφάλαιο 5): στην ενότητα αυτή παρουσιάζονται τα αποτελέσματα από εφαρμογές εκπαίδευσης Νευρωνικών Δικτύων με αποκεντρωμένο αλλά και με ασύγχρονο (5.1) τρόπο εκπαίδευσης που διεξήχθησαν στα πλαίσια της αξιολόγησης των Νευρο-Αποκεντρωμένων CAO-based εργαλείων.Γενικά Συμπεράσματα και Μελλοντική Έρευνα (Κεφάλαιο 6): στην ενότητα αυτή αναλύονται συγκεντρωτικά όλα τα παραπάνω αποτελέσματα και αξιολογείται η απόδοση των εργαλείων ελέγχου. Παράλληλα παρέχονται και η πιθανή μελλοντική έρευνα η οποία προκύπτει από την πρόχυσα διατριβήAnnex (Κεφάλαιο 7): στην ενότητα δίνονται οι βασικές state-of-the-art πρακτικές βελτιστοποίησης οι οποίες περιγράφονται περιληπτικά στο κυρίως κείμενοΒιβλιογραφία (Κεφάλαιο 8

    0

    full texts

    52,840

    metadata records
    Updated in last 30 days.
    Hellenic National Archive of Doctoral Dissertations is based in Greece
    Access Repository Dashboard
    Do you manage Open Research Online? Become a CORE Member to access insider analytics, issue reports and manage access to outputs from your repository in the CORE Repository Dashboard! 👇