1,072 research outputs found

    H επικοινωνία των ατόμων με προβλήματα ακοής και λόγου

    Get PDF
    Η ενότητα αποσκοπεί στο να προσφέρει βασικές γνώσεις στους τομείς της ακουστικής, ψυχοακουστικής και αντίληψης της ομιλίας που να είναι χρήσιμες σε εκπαιδευτικούς και άλλους ειδικούς που ασχολούνται με βαρήκοα και κωφά παιδιά τα οποία προσλαμβάνουν τον ήχο μέσω ακουστικών βοηθημάτων. Θα αναφερθούμε λοιπόν στα στοιχεία και τις ιδιότητες του φυσικού σήματος του ήχου καθώς και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον ήχο και ιδιαίτερα τους ήχους της ομιλίας το ανθρώπινο σύστημα αντίληψη

    Διαταραχές αγωγής μετά από διαδερμική αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας

    Get PDF
    Εισαγωγή. Μιά από τις σημαντικότερες και συχνότερες επιπλοκές μετά από διακαθετηριακή εμφύτευση αορτικής βαλβίδας (TAVI) είναι η βλάβη στο σύστημα αγωγής που μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση πλήρους κολποκοιλιακού αποκλεισμού και νέων σκελικών αποκλεισμών. Σκοπός. Σκοπός της μελέτης ήταν η ανίχνευση κλινικών, ηλεκτροκαρδιογραφικών και ηλεκτροφυσιολογικών παραγόντων υπεύθυνων για διαταραχές αγωγής σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε TAVI με τη βαλβίδα τύπου CoreValve. Μέθοδοι. Σαρανταπέντε διαδοχικοί ασθενείς με σοβαρή αορτική στένωση που υποβλήθηκαν σε διακαθετηριακή εμφύτευση CoreValve τυχαιοποιήθηκαν 2:1 σε ηλεκτροκαρδιογραφικές και ηλεκτροφυσιολογικές συν ηλεκτροκαρδιογραφικές εκτιμήσεις. Στους ασθενείς με πλήρη κολποκοιλιακό αποκλεισμό εμφυτεύθηκαν βηματοδότες. Παρακολούθηση πραγματοποιήθηκε στους 1,6,12 και 24 μήνες. Αποτελέσματα. Η αγωγή επηρεάστηκε στο σύνολο των ασθενών μετά την TAVI. Το QRS διευρύνθηκε κυρίως λόγω των νέων αποκλεισμών αριστερού σκέλους (LBBBs). Εντός μηνός, 10 ασθενείς (22%) εμφάνισαν πλήρη κολποκοιλιακό αποκλεισμό και 15 ασθενείς (33%) κάποιο νέο σκελικό αποκλεισμό, με τα LBBBs να είναι τα πιο συχνά (14–31%). Στους 30 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ηλεκτροφυσιολογική μελέτη, τα παρατεταμένα διαστήματα HV ήταν προγνωστικά για εμφύτευση βηματοδότη. Συμπέρασμα. Η αγωγή επηρεάστηκε στους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε TAVI με τοποθέτηση CoreValve, αλλά σοβαρές επιπλοκές που απαιτήθηκε εμφύτευση βηματοδότη παρουσιάστηκαν γενικά σε ασθενείς με προϋπάρχουσες διαταραχές αγωγής.Background: One of the major and most frequent complications with transcatheter aortic valve implantation (TAVI) is the damage of the conduction system that can result in the development of complete atrioventricular (AV) block and new bundle branch block (BB). Aim: The purpose of this study was to assess clinical, electrocardiographic, and electrophysiological predictors of conduction abnormalities in patients undergoing TAVI with the CoreValve prosthesis. Methods: Forty-five consecutive patients with severe aortic stenosis, who underwent CoreValve transcatheter implantation were randomized 2:1 to electrocardiographic and electrocardiographic plus electrophysiological evaluations. Pacemakers were implanted in patients with complete AV block. Follow-up was performed at 1, 6, 12, and 24 months. Results: Conduction was affected in the total group of patients undergoing TAVI. The QRS widened, basically due to new left bundle branch blocks (LBBBs). Within 1 month, 10 patients (22%) developed complete AV block and 15 patients (33%) developed a new bundle BB, with LBBBs being the most common (14–31%). In the 30 patients who underwent an electrophysiological study, prolonged HV intervals were prognostic for pacemaker implantation. Conclusion: Conduction was affected in patients undergoing TAVI with CoreValve implantation, but serious complications that required permanent pacing generally occurred in patients with pre-existing conduction abnormalities

    Συμβολή στη μελέτη του αιθουσαιοκοχλιακού συστήματος με απεικονιστικές μεθόδους και συσχέτιση των ευρημάτων με τα χειρουργικά ευρήματα προ και μετά την τοποθέτηση του κοχλιακού εμφυτεύματος στον παδιικό πληθυσμό

    Get PDF
    Εισαγωγή. Οι απεικονιστικές μέθοδοι παίζουν σημαντικό ρόλο στον προεγχειρητικό έλεγχο των παιδιών με νευροαισθητήρια βαρηκοΐα πριν την κοχλιακή εμφύτευση. Mε την εξέλιξη της μαγνητικής τομογραφίας, προτείνεται πρόσφατα να είναι η μέθοδος εκλογής για την προεγχειρητικό έλεγχο των παιδών πριν από την κοχλιακή εμφύτευση. Σκοπός: Η διερεύνηση της συμβολής των σύγχρονων απεικονιστικών μεθόδων μιας εκάστης ή και του συνδυασμού τους στην μελέτη του αιθουσαιοκοχλιακού συστήματος κατά τον προεγχειρητικό έλεγχο των παιδιών που είναι υποψήφια για κοχλιακή εμφύτευση. Η συσχέτιση των απεικονιστικών ευρημάτων γίνεται με τα χειρουργικά ευρήματα. Επίσης συζητείται ο ρόλος των απεικονιστικών μεθόδων στην μετεγχειρητική παρακολούθηση των ασθενών αυτών. Υλικό – Μέθοδος: 170 παιδιά που υποβλήθηκαν σε αξονική και μαγνητική τομογραφία στα πλαίσια προεγχειρητικού ελέγχου για κοχλιακή εμφύτευση κατά την περίοδο 1999-2012 λόγω αμφοτερόπλευρης νευροαισθητήριας βαρηκοΐας.Η κοχλιακή εμφύτευση αποφασίσθηκε βάσει κλινικοεργαστηριακών ενδείξεων, οι οποίες δεν κατεγράφησαν στην παρούσα μελέτη. Δεν συμπεριλήφθηκαν παιδιά με ετερόπλευρη νευροαισθητήρια βαρηκοΐα ή με νευρινωμάτωση. Καταγράφηκε η ηλικία και το φύλο των ασθενών και η αιτιολογία της βαρηκοΐας, σε όσες περιπτώσεις κατέστη γνωστή. Μελετήθηκαν τα ευρήματα της αξονικής και μαγνητικής τομογραφίας των λιθοειδών οστών και της μαγνητικής τομογραφίας του εγκεφάλου πριν την κοχλιακή εμφύτευση. Έγινε συνεκτίμηση των απεικονιστικών πληροφοριών με τα χειρουργικά ευρήματα και εκτίμηση της συμβολής των απεικονιστικών ευρημάτων στον χειρουργικό σχεδιασμό και την επιλογή του είδους του κοχλιακού εμφυτεύματος. Διεγχειρητικά ο έλεγχος της σωστής τοποθέτησης του κοχλιακού εμφυτεύματος έγινε με ακτινοσκόπηση κατά την διάρκεια του χειρουργείου και απλή ακτινογραφία. Ο μετεγχειρητικός απεικονιστικός έλεγχος έγινε με απλή ακτινογραφία και μελετήθηκαν οι περιπτώσεις στις οποίες χρειάσθηκε. Αποτελέσματα: Παθολογικά ευρήματα στην αξονική τομογραφία των λιθοειδών παρουσίασαν οι 36 ασθενείς, εκ των οποίων 6 στένωση ή απλασία του έσω ακουστικού πόρου, 2 οστεοποίηση του κοχλία μετά από μηνιγγίτιδα, 13 διεύρυνση του υδραγωγού της αίθουσας και 15 συγγενείς δυσπλασίες του έσω ωτός. Παθολογικά ευρήματα στην μαγνητική τομογραφία των λιθοειδών αναδείχθηκαν σε 39 ασθενείς, εκ των οποίων στα 5 παιδιά δεν απεικονίσθηκε ο κοχλίας ως μεμονωμένο εύρημα, σε 7 παιδιά δεν απεικονίσθηκαν τα κοχλιακά νεύρα, σε 15 παιδιά παρατηρήθηκε διεύρυνση του ενδολεμφικού σάκκου και σε 12 συγγενείς δυσπλασίες. Στην μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου αναδείχθηκαν παθολογικές αλλοιώσεις σε 26 παιδιά (παθολογικές εστίες της λευκής ουσίας, κύστεις, ατροφία του δεξιού παρεγκεφαλιδικού ημισφαιρίου, ευρήματα περιγεννητικής υποξαιμικής ισχαιμικής εγκεφαλοπάθειας, λέπτυνση του μεσολοβίου, κρανιοστένωση, πρόπτωση των αμυγδαλών της παρεγκεφαλίδος). Χειρουργικά διαπιστώθηκε οστεοποίηση/ίνωση του κοχλία σε 3 παιδιά, πολλαπλές δυσπλασίες των ώτων σε 9 παιδιά, διαφυγή λέμφου υπό πίεση σε 15 παιδιά, απλασία του κοχλιακού νεύρου σε 6 παιδιά και έκτοπη θέση του προσωπικού νεύρου σε ένα παιδί. Συζήτηση-Συμπεράσματα: Ως προς τον απεικονιστικό αλγόριθμο, η κάθε περίπτωση πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό και τα ευρήματα του υπόλοιπου κλινικοεργαστηριακού ελέγχου, αν δεν μπορούν να διενεργηθούν και αξονική και μαγνητική τομογραφία. Αν από την επιλεγείσα αρχική απεικονιστική μέθοδο δεν προκύψουν οι επιθυμητές απαντήσεις, τότε θα πρέπει να διενεργείται και η δεύτερη μέθοδος. 1. Σε ιστορικό μεταμηνιγγιτιδικής βαρηκοΐας ο έλεγχος πρέπει να γίνεται αρχικά με μαγνητική τομογραφία. Αν τεθεί η υπόνοια ίνωσης ή οστεοποίησης πρέπει να συμπληρώνεται ο έλεγχος με αξονική τομογραφία για την διαφορική διάγνωση μεταξύ ίνωσης και οστεοποίησης και για την εκτίμηση της έκτασης της οστεοποίησης. Ο έλεγχος πρέπει να γίνει ενωρίς μετά την διαπίστωση της βαρηκοΐας διότι όσον νωρίτερα γίνει η κοχλιακή εμφύτευση τόσο ευκολότερα διενεργείται και με καλύτερα αποτελέσματα. 2. Σε υποψία δυσπλασιών η μέθοδος εκλογής παραμένει η αξονική τομογραφία, αν και στην τελευταία βιβλιογραφία προκρίνεται και ο ρόλος της μαγνητικής τομογραφίας. 3. Σε υποψία απλασίας του κοχλιακού νεύρου η μέθοδος εκλογής είναι η μαγνητική τομογραφία. 4. Σαν πρώτη μέθοδος προσπέλασης σε μη ειδικό ιστορικό προτείνεται η αξονική τομογραφία καθώς μπορεί να αναδείξει άμεσα ή έμμεσα όλη την παθολογία που μπορεί να παρουσιάζει το έσω ους εκτός από την ίνωση του λαβύρινθου σε βαρηκοΐα μετά από μηνιγγίτιδα. Τόσο η αξονική όσο και η μαγνητική τομογραφία έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος της αξονικής τομογραφίας είναι η ιοντίζουσα ακτινοβολία, αλλά όμως με τους σύγχρονους αξονικούς τομογράφους η εξέταση ολοκληρώνεται σε ελάχιστο χρόνο, χωρίς να απαιτείται καταστολή του παιδιού, με άριστη και λεπτομερή απεικόνιση. Η μαγνητική τομογραφία δεν εμπλέκει ιοντίζουσα ακτινοβολία, αλλά χρειάζεται καταστολή του παιδιού γιατί απαιτείται απόλυτη ακινησία. Προτείνεται τελευταία στο πρωτόκολλο διερεύνησης να συμπεριληφθεί και η μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου. Σε πολλές περιπτώσεις στην δική μας σειρά δεν κατέστη δυνατόν να διευκρινισθεί η σχέση των απεικονιστικών ευρημάτων του εγκεφάλου με την βαρηκοΐα. Από την άλλη πλευρά δεν είναι ακριβώς γνωστή η δράση του κοχλιακού εμφυτεύματος και ποιές εγκεφαλικές λειτουργίες την ευοδώνουν και ποιές εγκεφαλικές περιοχές ενεργοποιούνται και συμμετέχουν.Introduction. Imaging is important for the preoperative and postoperative evaluation of children that will be treated for sensorineural hearing loss with cochlear implantation. In recent papers there is the tendency to support the use of MRI as one stop shop method. Purpose: The evaluation of the role of CT and MRI with the recent advances of their technology in children before and after cochlear implantation. Material and Method: 170 children who underwent CT and MRI before and after CI for SNHL. The imaging findings were correlated with the surgical findings. Results: Abnormal findings were shown in 36 patients on CT, in 39 patients on MRI and in 26 patients on brain MRI. During surgery cochlear fibrosis/ossificarion in 3 children, multiple inner ear malformations in 9 children, aplasia of cochlear nerves in 6 children, perilymph leakage in 15 children were noted. Discussion-Conclusions: The imaging method should be decided according to each patient’s clinical history. MRI is the method of choice for the immediate evaluation of the presence of cochlear nerves and cochlear fibrosis, whereas CT plays an unsurpassed role in the evaluation of dysplasias and cochlear ossification. Both methods have advantages and disadvantages that should be taken into consideration for their optimal use in the preoperative evaluation before cochlear implantation in children

    Επικοινωνία εμβρύου - μήτρας

    Get PDF
    Σημείωση: διατίθεται συμπληρωματικό υλικό σε ξεχωριστό αρχείο

    Συσκευές Καρδιακού Επανασυγχρονισμού σε Ασθενείς με Καρδιακή Ανεπάρκεια. Ψυχολογική Επιβάρυνση και Προσαρμογή

    Get PDF
    Η αμφικοιλιακή βηματοδότηση έχει πλέον καθιερωθεί ως αποτελεσματική θεραπεία στην ανθεκτική καρδιακή ανεπάρκεια κατηγορίας ΙΙΙ και IV και τελευταία ίσως και σε πιό πρώϊμα στάδια (II), καθ’όσον με τον καρδιακό επανασυγχρονισμό που επιτυγχάνει βελτιώνει τα συμπτώματα των ασθενών και την ποιότητα ζωής των, αλλά επίσης παρατείνει και το προσδόκιμο επιβίωσης αυτών των ασθενών. Οι εμφυτεύσιμες συσκευές μπορεί να είναι αμφικοιλιακοί βηματοδότες ή αμφικοιλιακοί απινιδωτές.  Ωστόσο, έρευνες έχουν δείξει ότι υπάρχει μεγάλος ψυχολογικός αντίκτυπος στους ασθενείς με εμφυτευμένες συσκευές. Οι ασθενείς αυτοί μπορεί να παρουσιάζουν ένα σημαντικό αριθμό ψυχοκοινωνικών διαταραχών, όπως άγχος, κατάθλιψη, φόβο μιας ενδεχόμενης απινίδωσης σε όσους φέρουν τέτοιες συσκευές, εξάρτηση του ατόμου από τη συσκευή, αλλαγή σωματικού ειδώλου, σημαντικές αλλαγές στον τρόπο ζωής και απομόνωση από το κοινωνικό περιβάλλον. Η πρώτη προσέγγιση των νοσηλευτών σε αυτούς τους ασθενείς που προτείνεται απο τους Sears και Conti περιλαμβάνει τα 4 Α: Ask –θέτουμε ερωτήσεις, Advice- δίνουμε συμβουλές, Assist- βοηθούμε, Arrange- οργανώνουμε- προγραμματίζουμε. Η δεύτερη προσέγγιση που προτείνεται από τον Eads περιλαμβάνει 7 αρχές: καθορισμό του προβλήματος, παροχή πληροφοριών, δημιουργία ομάδας υποστήριξης, καθησύχαση για το φόβο που αισθάνονται, ενθάρρυνση της ψυχικής αποφόρτισης, δήλωση ότι είναι δυνατό να επιστρέψει ο ασθενής στις κανονικές του δραστηριότητες, ενθάρρυνση του ασθενούς να αναλάβει δράση. Αυτές και διάφορες άλλες εναλλακτικές προσεγγίσεις των νοσηλευτών μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην υποστήριξη αυτών των ασθενών και να βελτιώσουν την ψυχική τους υγεία με σημαντικό αντίκτυπο και στη φυσική τους κατάσταση και ανταπόκριση στη θεραπεία του καρδιακού επανασυγχρονισμού

    Σύγκριση των υπερηχογραφικών ευρημάτων σε ασθενείς με σοβαρού βαθμού στένωση της αορτικής βαλβίδας που υποβλήθηκαν σε διακαθετηριακή εμφύτευση αορτικής βαλβίδας με αυτοεκπτυσσόμενη βαλβίδα με και χωρίς προδιάταση

    Get PDF
    Σκοπός: Η παρουσίαση των κλινικών και υπερηχογραφικών ευρημάτων στο έτος της τυχαιοποιημένης μελέτης DIRECT (Pre-dilatation in Transcatheter Aortic Valve Implantation Trial/ Προδιάταση στη διακαθετηριακή εμφύτευση αορτικής βαλβίδας). Υπόβαθρο: Τυχαιοποιημένες μελέτες εκτίμησης της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας της διακαθετηριακής εμφύτευσης αορτικής βαλβίδας με αυτοεκπτυσσόμενη βαλβίδα χωρίς προδιάταση με μπαλόνι στο έτος δεν έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα. Μέθοδοι: Στη μελέτη DIRECT πραγματοποιήθηκε τυχαιοποίηση 171 ασθενών με σοβαρού βαθμού στένωση της αορτικής βαλβίδας σε τέσσερα νοσοκομεία. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε δύο ομάδες, σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε διακαθετηριακή εμφύτευση αορτικής βαλβίδας με αυτοεκπτυσσόμενη βαλβίδα με και χωρίς προδιάταση με μπαλόνι. Το πρωτογενές καταληκτικό σημείο ήταν η επιτυχής τοποθέτηση της βαλβίδας (device success) όπως ορίζεται από τα κριτήρια VARC-2. Όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε κλινική και υπερηχοκαρδιογραφική παρακολούθηση στο έτος. Κατά την κλινική παρακολούθηση των ασθενών καταγράφηκε η θνητότητα, η θνητότητα καρδιαγγειακής αιτιολογίας, τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, οι επανανοσηλείες λόγω απορρύθμισης λειτουργικού σταδίου καρδιακής ανεπάρκειας και η ανάγκη εμφύτευσης μόνιμου βηματοδότη. Αποτελέσματα: Στο έτος καταγράφηκαν 4 θάνατοι στην ομάδα με προδιάταση (4.7%) και τρεις στην ομάδα χωρίς προδιάταση (3.5%), χωρίς να παρατηρηθεί στατιστικά σημαντική διαφορά στη θνητότητα στο έτος ανάμεσα στις δύο ομάδες με τη χρήση των καμπύλων επιβίωσης Kaplan-Meier (log-rank p = 0.72). Δεν παρατηρήθηκε επίσης στατιστικά σημαντική διαφορά στη συχνότητα εμφύτευσης μόνιμου βηματοδότη στις δύο ομάδες στο έτος (27/67–40.3% στην ομάδα χωρίς προδιάταση και 20/69–29% στην ομάδα με προδιάταση, log-rank p=0.24). Όσο αφορά τα ετήσια υπερηχοκαρδιογραφικά ευρήματα δεν αναδείχθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στην επιφάνεια δραστικού στομίου (1.84 ± 0.39 cm2 και 1.85 ± 0.44 cm2, p = 0.90), στη μέση κλίση πίεσης δια της αορτικής βαλβίδας (8.36 ± 5.04 και 8.00 ± 4.04 mmHg, p = 0.65) και στη συχνότητα εμφάνισης μετρίου ή σοβαρού βαθμού παραβαλβιδικής ανεπάρκειας (5–6.6 και 4–5.7%, αντίστοιχα) στο έτος στις δύο ομάδες. Παρόμοια κλινικά και υπερηχοκαρδιογραφικά αποτελέσματα παρατηρήθηκαν ανεξάρτητα από τη διενέργεια μεταδιάτασης. Συμπεράσματα: Η διακαθετηριακή εμφύτευση αορτικής βαλβίδας χωρίς προδιάταση με τη χρήση αυτοεκπτυσσόμενης βαλβίδας δεν έχει επίδραση στα ετήσια κλινικά και υπερηχοκαρδιογραφικά αποτελέσματα ανεξάρτητα από τη διενέργεια μεταδιάτασης.Objective: To present 1 year clinical and echocardiographic outcomes of the randomized DIRECT (Pre-dilatation in Transcatheter Aortic Valve Implantation Trial) trial. Background: Intermediate-term data from randomized studies investigating the safety and efficacy of direct implantation are lacking. Methods: DIRECT trial randomized 171 consecutive patients with severe aortic stenosis at four tertiary centers to undergo TAVI with the use of self-expanding prostheses with (pre-BAV) or without pre-dilatation (no-BAV). The primary endpoint was device success according to the VARC-2 criteria. All patients underwent a clinical and echocardiographic follow-up at 1 year. All-cause and cardiac mortality, stroke, heart failure hospitalization, and new pacemaker implantation were recorded. Results: At 1 year, four deaths were recorded in pre-BAV group (4.7%) and three deaths in no-BAV group (3.5%). There was no difference in Kaplan–Meier plots between the two groups in all-cause mortality at 1 year (log-rank p = 0.72). Similarly, there was no difference in the incidence of permanent pacemaker implantation between the two groups at 1 year (27/67–40.3% in no-BAV group versus 20/69–29% in pre-BAV group, log-rank p = 0.24). There was no significant difference between pre-BAV and no BAV group in aortic valve area (1.84 ± 0.39 cm2 vs. 1.85 ± 0.44 cm2, p = 0.90), mean aortic valve gradient (8.36 ± 5.04 vs. 8.00 ± 4.04 mmHg, p = 0.65) and moderate or severe paravalvular regurgitation(5–6.6% vs. 4–5.7%, respectively) at 1 year. The same applied independently from the performance of post-dilatation at baseline. Conclusions: Direct, without pre-dilatation, implantation of a self-expanding valve has no impact on one-year clinical and echocardiographic outcomes, independently also from the baseline performance of post-dilatation

    Διακαθετηριακή εμφύτευση τεχνητής αυτοεκπτυσσόμενης βιοπροσθετικής αορτικής βαλβίδας για την αντιμετώπιση συμπτωματικής σοβαρής αορτικής στένωσης: επίδραση στις μηχανικές ιδιότητες της αορτής.

    Get PDF
    Εισαγωγή: Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει μία παροδική επιδείνωση των μηχανικών ιδιοτήτων της αορτής μετά από χειρουργική αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας (ή ρίζας) (ΑΒ). Η αορτική ελαστικότητα αποτελεί ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου και θνησιμότητας. Στόχος: Να διερευνηθεί η επίδραση της διακαθετηριακής εμφύτευσης ΑΒ στην ελαστικότητα της αορτής. Μέθοδος: Η αορτική ελαστικότητα εκτιμήθηκε μη επεμβατικά (υπερηχογραφικά) πριν, 7 ημέρες και 1 μήνα μετεπεμβατικά. Οι αορτικές ελαστικές ιδιότητες μελετήθηκαν, επίσης, με επεμβατικό τρόπο (αγγειογραφικά) σε δύο επίπεδα (3 και 6 cm ύπερθεν της ΑΒ) αμέσως πριν και αμέσως μετά την επέμβαση. Αποτελέσματα: Μελετήθηκαν 30 ασθενείς (47% άνδρες) μέσης ηλικίας 79,9 ± 4,7 ετών. Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές μεταβολές των δεικτών ελαστικότητας που υπολογίστηκαν μετά την επέμβαση (αορτική διατασιμότητα, αορτική ενδοτικότητα, δείκτης αορτικής σκληρίας). Συγκεκριμένα, η αορτική διατασιμότητα παρέμεινε αμετάβλητη τόσο κατά την υπερηχογραφική αξιολόγηση: από 1,89 ± 1,11 (αρχικά), σε 2,05 ± 1,50 (7 ημέρες μετά) και 1,84 ± 1,34 cm^2/(dynes*10^6) (1 μήνα μετά) - p=0,497, όσο και κατά την αγγειογραφική αξιολόγηση. Ειδικότερα, στο επίπεδο των 3 cm ύπερθεν της ΑΒ, η αορτική διατασιμότητα παρέμεινε αμετάβλητη από 0,88 ± 0,44 (αμέσως πριν) σε 0,82 ± 0,47 cm^2/(dynes*10^6) (αμέσως μετά την επέμβαση), p=0,637. Αντίστοιχα ήταν τα αποτελέσματα για το επίπεδο των 6 cm ύπερθεν της ΑΒ. Συμπέρασμα: Η διακαθετηριακή εμφύτευση ΑΒ δεν επιδρά στις μηχανικές ιδιότητες της ανιούσας αορτής κατά την βραχυπρόθεσμη μετεπεμβατική περίοδο (1 μήνας).Introduction: Mechanical aortic properties have been shown to transiently deteriorate in the early post-operative after surgical interventions in the aortic valve (or root) replacement. Aortic stiffness is an independent predictor of cardiovascular risk and mortality. Aim: To evaluate the effect of Transcatheter Aortic Valve Implantation (TAVI) on ascending aorta's elasticity. Methods: Aortic stiffness indices were measured non-invasively (echocardiographically) at baseline, 7 days and 1 month post TAVI and invasively (angiographically) acutely pre- and post- TAVI. Invasive evaluation was conducted for two levels of the ascending aorta (3 cm and 6 cm above aortic valve). Results: A total of 30 patients (47% males) were studied with a mean age of 79.9 ± 4.7 years. No significant changes in aortic stiffness indices (aortic distensibility, aortic compliance, aortic stiffness index) were observed. In particular, aortic distensibility remained unchanged post-TAVI as evaluated both non-invasively (from 1.89 ± 1.11 at baseline, to 2.05 ± 1.50 at 7 days post-TAVI, to 1.84 ± 1.34 cm^2/(dynes*10^6); p=0.497) and invasively (at the 3 cm above aortic valve level: from 0.88 ± 0.44 pre- to 0.82 ± 0.47 cm^2/(dynes*10^6) post- TAVI, p=0.637. Results were similar at the 6 cm above aortic valve level. Conclusion: TAVI has no effect on mechanical properties of the ascending aorta in the early post-operative period (up to 1 month)
    corecore