4 research outputs found

    Μελέτη της αιμοσιδήρωσης σε μη-μεταγγιζόμενους ασθενείς με μεσογειακά σύνδρομα. Τρόποι θεραπείας και συσχέτιση με κλινικό φαινότυπο και άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες.

    Get PDF
    Σκοπός της μελέτης ήταν η καταγραφή της αιμοσιδήρωσης σε μη-μεταγγιζόμενους ασθενείς με ενδιάμεση β-μεσογειακή αναιμία (ΕΜΑ), η συσχέτιση με τον κλινικό φαινότυπο και με άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες και η διερεύνηση ικανοποιητικής θεραπείας. Η αιμοσιδήρωση προσδιορίστηκε με βιοχημικές παραμέτρους και μέσω MRI. Οι ασθενείς ταξινομήθηκαν σε δύο κλινικούς φαινότυπους (βαρύ και ήπιο) και με βάση τις μεταγγίσεις. Σε ασθενείς με φερριτίνη >450mg/L χορηγήθηκε Deferasirox, σε δόσεις 10 ή 20 mg/kg ΒΣ. Συνολικά μελετήθηκαν 70 ασθενείς με ΕΜΑ. Η μελέτη απέδειξε σημαντική ηπατική αιμοσιδήρωση σε μεγάλο ποσοστό των ασθενών. Το φορτίο σιδήρου συσχετίζεται με τον κλινικό φαινότυπο και επιβαρύνεται από παράγοντες όπως η ηλικία, η σπληνεκτομή, οι HFE μεταλλάξεις κ.α. Η τιμή της φερριτίνης δεν αποτελεί καλό δείκτη του συνολικού φορτίου Fe αλλά συσχετίζεται με το ηπατικό φορτίο όπως προσδιορίζεται από το ηπατικό Τ2* (p<0,0002) και την LIC (p<0,0001). Στην παρακολούθηση ασθενών με ΕΜΑ θα πρέπει μαζί με την φερριτίνη να συνεκτιμούνται και άλλοι παράμετροι μέσω MRI όπως η LIC και οι χρόνοι Τ2* ήπατος και καρδιάς. Η θεραπεία με Deferasirox έδωσε ικανοποιητικά αποτελέσματα, μειώνοντας σημαντικά την φερριτίνη (μέση μείωση 519,5 μg/L, p=0,016) και την τιμή της LIC >3mg Fe/gr ξηρού ιστού (8,9±7,9 mg Fe/gr ξηρού ιστού) μετά από 1 έτος αγωγής.The aim of the study was to evaluate hemosiderosis in non-transfused patients with thalassemia intermedia (TI), the correlation with clinical phenotype and other aggravating factors and investigate a satisfactory treatment. Hemosiderosis was assessed with the use of biochemical parameters and MRI. Patients were classified into two clinical phenotypes (heavy and mild) and also according to the number of transfusions. In patients with ferritin> 450mg/L Deferasirox was administered, at doses of 10 or 20 mg/kg bw. In total, 70 patients with TI were studied. The study demonstrated significant hepatic hemosiderosis in a large proportion of patients. Iron load correlated with clinical phenotype and was aggravated by factors such as age, splenectomy, HFE mutations etc. Ferritin was not a good indicator of the total iron load but correlated with liver iron as determined by liver T2* (p <0.0002) and LIC (p <0.0001). Follow up of TI patients should take into account MRI parameters (as LIC and liver and heart T2*) along with ferritin. Treatment with Deferasirox gave satisfactory results, significantly reducing ferritin (mean decrease 519.5 mg/L, p = 0.016) and LIC values > 3mg Fe/gr dry tissue (8.9 ± 7.9 mg Fe/gr dry tissue) after 1 year of treatment

    Υποθάλαμο - υποφυσιο - θυρεοειδικός άξονας και έκφραση υποδοχέων θυροξίνης στο μυοκάρδιο κατά την οξεία ηπατική ανεπάρκεια: επίδραση δεσφεροξαμίνης ( πειρματική μελέτη)

    No full text
    Σκοπός: Η μελέτη των μεταβολών των θυρεοειδικών ορμονών και των θυρεοειδικών υποδοχέων στο μυοκάρδιο κατά την οξεία ηπατική ανεπάρκεια και η επίδραση της αντιοξειδωτικής ουσίας δεσφεροξαμίνης (desferroxamine, DF). Ερευνητικό Κέντρο: Πειραματικό Χειρουργείο “Αρεταίειου” Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Σχεδιασμός: Πειραματική προοπτική ελεγχόμενη μελέτη Πειραματόζωα: Θηλυκοί χοίροι 25-35 κιλών Υλικό-Μέθοδος: Δεκατέσσερις θηλυκοί χοίροι υποβλήθηκαν σε χειρουργική απαγγείωση του ήπατος και ακολούθησε μετεγχειρητική παρακολούθηση υπό καταστολή επί 24 ώρες. Οι 7 εξ αυτών (ομάδα DF) έλαβαν δεσφεροξαμίνη σε συνεχή ενδοφλέβια έγχυση (14.5 mg/kg/h για 6h και 2.4 mg/kg/h για τις επόμενες 18 ώρες). Δείγματα αίματος για τις βιοχημικές μετρήσεις ελήφθησαν στις 0, 6, 12, 18 και 24 ώρες μετά το πέρας της επέμβασης. Αποτελέσματα: Τόσο στην ομάδα ελέγχου (control), όσο και στην ομάδα της DF παρατηρήθηκε μείωση της τρι-ιωδοθυρονίνης (Τ3) στη διάρκεια της παρακολούθησης (p<0.01 στην ομάδα ελέγχου, p<0.001 στην ομάδα δεσφεροξαμίνης). Μείωση παρατηρήθηκε επίσης, στα επίπεδα της θυροξίνης (Τ4) (p<0.01 στην ομάδα ελέγχου, p<0.001 στην ομάδα δεσφερροξαμίνης). Τα επίπεδα της ελεύθερης Τ3 (FT3) και της θυρεοτροπίνης (TSH) δεν μεταβλήθηκαν στη διάρκεια της παρακολούθησης σε καμία ομάδα. Οι δύο ομάδες δε διέφεραν σε καμία χρονική στιγμή μεταξύ τους για καμιά από τις παραπάνω ορμόνες. Η συγκέντρωση της ιντερλευκίνης-6 (IL-6) στον ορό αυξήθηκε στις 12 και στις 24 ώρες στην ομάδα ελέγχου (p<0.001), αλλά ήταν χαμηλότερη στην ομάδα δεσφερροξαμίνης (p<0.01 μεταξύ των δύο ομάδων στις 12 και 24 ώρες). Η αύξηση των επιπέδων της μηλονικής διαλδεΰδης (MDA) στο πλάσμα ήταν μεγαλύτερη στην ομάδα ελέγχου, από ότι στην ομάδα δεσφεροξαμίνης (p<0.05). Τα επίπεδα των Τ3 και Τ4 παρουσίασαν στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις με τα επίπεδα των ολικών πρωτεϊνών, της λευκωματίνης και της χολερυθρίνης, τόσο στην ομάδα ελέγχου όσο και στην ομάδα δεσφερροξαμίνης. Αν και στην ομάδα ελέγχου τα επίπεδα των Τ3 και Τ4 εμφάνισαν στατιστικά σημαντική αρνητική συσχέτιση με τα επίπεδα της IL-6 και της MDA, αυτό δεν παρατηρήθηκε στην ομάδα δεσφερροξαμίνης. Η έκφραση στο μυοκάρδιο των θυρεοειδικών υποδοχέων ΤRα1 μειώθηκε κατά 1.6 φορές κατά την οξεία ηπατική ανεπάρκεια. Η έκφραση της ισομορφής της μυοσίνης του μυοκαρδίου παρέμεινε αμετάβλητη. Συμπεράσματα: Η οξεία ηπατική ανεπάρκεια προκάλεσε καταστολή του άξονα υπόφυσης-θυρεοειδούς (σύνδρομο της μη θυρεοειδικής νόσου), χωρίς η χορήγηση της δεσφερροξαμίνης να επιφέρει μεταβολές. Φαίνεται ότι το σύνδρομο της μη θυρεοειδικής νόσου στην οξεία ηπατική ανεπάρκεια δεν συσχετίζεται με τους δείκτες φλεγμονής και οξειδωτικού stress

    Η επίδραση των παραγόντων αποσιδήρωσης σε δείκτες υπερφόρτωσης σιδήρου και οξειδωτικού στρες σε ασθενείς με αιμοσφαιρινοπάθειες

    No full text
    Εισαγωγή:Η παθοφυσιολογία των αιμοσφαιρινοπαθειών (θαλασσαιμίας και δρεπανοκυτταρικής αναιμίας), συνδέεται με υπερφόρτωση σιδήρου στον οργανισμό των ασθενών. Η υπερφόρτωση αυτή, προκαλεί την παραγωγή ασταθούς και οξειδωτικά ενεργού σιδήρου στα παθολογικά ερυθρά αιμοσφαίρια και προάγει τον σχηματισμό ενεργών ενδιαμέσων οξυγόνου (ROS) και αζώτου (RNS) που οδηγούν σε βλάβη των κυττάρων και κατ’ επέκταση του πάσχοντα οργανισμού. Σκοπός:Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η εκτίμηση του οξειδωτικού στρες σε ασθενείς με αιμοσφαιρινοπάθειες (μεταγγιζόμενους ή μη) και η συσχέτιση τους με δείκτες εκτίμησης της υπερφόρτωσης σιδήρου. Ασθενείς και μέθοδοι: Δείκτες εκτίμησης του οξειδωτικού στρεςόπως η μηλονική διαλδεΰδη(MDA), τα πρωτεϊνικά καρβονύλια (PCs) και η νιτροτυροσίνη (NT) μετρήθηκαν σε 45 ασθενείς με αιμοσφαιρινοπάθειες (ενδιάμεση β-Μεσογειακή Αναιμία (β-ΜΑ), μείζων β-ΜΑ και Δρεπανοκυτταρική αναιμία) από τους οποίους οι 29 ελάμβαναν αποσιδηρωτική αγωγή (Δεσφεροξαμίνη, Δεφεριπρόνη και Δεφερασιρόξη). Οι δείκτες οξειδωτικού στρες συσχετίσθηκαν με κλασσικούς απεικονιστικούς και βιοχημικούς δείκτες εκτίμησης της υπερφόρτωσης σιδήρου καθώς καιμε το νέο δείκτηασταθούς σιδήρου LPI(Labileplasmairon). Αποτελέσματα: Καμία αποσιδηρωτική αγωγή δεν παρουσίασε στατιστικά σημαντική διαφορά στα επίπεδα του οξειδωτικού στρες και στις τρεις αιμοσφαιρινοπάθειες. Σε όλους τους ασθενείς βρέθηκε στατιστικά σημαντική αρνητική συσχέτιση της MDA (r=-0,627 , p=0,029) και των PCs (r=-0,674 , p=0,016) με τον χρόνο χάλασης T2* της καρδιάς. Επιπλέον, στους ασθενείς με μείζων β-ΜΑ βρέθηκε σημαντική συσχέτιση της ΝΤ με τον LPI (r=0,700 , p&lt;0,05). Στους μεταγγιζόμενους ασθενείς συσχετίστηκαν θετικά τα επίπεδα του ασταθούς σιδήρου στο πλάσμα (LPI) με τα επίπεδα της νιτροτυροσίνης στο πλάσμα (r=0,645 , p=0,023). Συμπεράσματα: Καμία αποσιδηρωτική αγωγή δεν επέφερε σημαντικές διαφορές στα επίπεδα του οξειδωτικού στρες και στις τρεις αιμοσφαιρινοπάθειες που μελετήθηκαν. Οι συσχετίσεις που παρουσιάζονται μπορεί να καταστούν χρήσιμες στην αξιολόγηση της επίδρασης του οξειδωτικού στρες και της αποτελεσματικότητας της αποσιδηρωτικής αγωγής.Introduction:The pathophysiology of hemoglobinopathies (thalassemia and sickle cell anemia)is associated with iron overload. Iron overload causes the production of unstable and oxidizing active iron in abnormal red blood cells. The appearance of the labile iron promotes the formation of reactive oxygen species (ROS) and reactive nitrogen species (RNS) whichlead to cumulative damage to the cells and hence to the patient&apos;s organs. Purpose:The purpose of this study was to evaluate the oxidative stress in patients with hemoglobinopathies (blood transfused or not) and to correlate them with biomarkers of iron overload. Patients and methods: Biomarkers of oxidative stress such as malondialdehyde (MDA), protein carbonyls (PCs) and nitrotyrosine (NT) were measured in 45 patients with hemoglobinopathies (intermediate and major β- Thalassemia and Sickle cell disease), of whom 29 received iron chelation therapy (Deferoxamine, Deferiprone and Deferasirox). The oxidative stress markers were associated with classic imaging and biochemical biomarkers of iron overload and the new marker, labile plasma iron (LPI). Results:Neither iron chelationtherapy showed significant difference in the levels of oxidative stress in the three hemoglobinopathies. In all patients was a significant negative correlation of MDA (r =-0,627, p=0,029) and PCs (r =-0,674, p =0,016) with the relaxation time T2 * of the heart. Moreover, in patients with major β-MA a significant correlation of NT with the LPI (r = 0,700, p &lt;0,05) was observed.Transfused patients group a positive association between labile plasma iron (LPI) and nitrotyrosine levels in plasma (r=0,645, p=0,023) was observed. Conclusions:Neither chelation treatment resulted insignificant differences in the levels of oxidative stress in the three hemoglobinopathies studied. The correlations presented may become useful for the evaluation at the effect of oxidative stress and the effectiveness of chelation treatment

    Effect of deferiprone on in vivo model of autologous renal transplantation: experimental study in pigs

    No full text
    Introduction: Ischemia-reperfusion syndrome (IRI) represents the major non-immune factor whichleads to renal graft damage. Iron features prominently in IRI processes and several studies haveshown a beneficial role of iron-chelating agent desferoxamine. Another chelating agent deferiprone (L1)has been used in iron overload patients showing better results possibly due to its differentphysicochemical properties. Purpose: The purpose of this study was to assess any possible protective effect of L1 on a kidneyautotransplantation model by studying the damage caused to kidney graft during cold ischemia,reperfusion and post-surgery phases.Material and Method: 14 pigs (65-75kg body weight) were used and consisted the control group (7)and the study group (L1-7). Pigs in L1 group received twice daily 50mg/kg of L1 for 3 consecutive daysplus another dose just before the implantation of graft. Left nephrectomy and graft (left kidney)implantation to right renal vascular pedicle, with concomitant right nephrectomy, were done with anovel experimental model using total extra-peritoneal approaches. In both groups, after left kidneyremoval, it was flushed with Custodiol®solution and immediately was connected to an extracorporealcirculatory machine at 4oC with flow of 50-100ml/min, maintaining fluid (KPS-1®solution) pressure notto exceed 35-40 mmHg, for a period of 4h. Then it was cold stored in Custodiol®solution for another13h (total cold ischemic period: 17h). In L1 group, 0.1gr of L1 were diluted in KPS-1®and Custodiol®solutions. Laboratory and histologic markers of kidney damage were evaluated during a) coldpreservation phase (weight of graft, CK/LDH concentrations into the preservation solution), b) at30mins after reperfusion phase (8-isoprostane, biopsy), c) during post-surgery phase (Urea, Creatserum concentrations) and before sacrifice of animals at 14th postoperative day (biopsy). Biopsyspecimens were examined by two independed pathologists to assess the degree of graft damagethrough the histopathological index and expression of adhesion molecules ICAM-1 and VCAM-1.Results: All animals survived until 14th postoperative day. After 17h cold ischemia period, the meanweight of grafts and CK/LDH concentrations were lower in L1 group compared to control group(p=0.001, p=0.001 and p=0.007, respectively). At 30mins after reperfusion the mean concentration of8-isoprostanes was lower in L1 group compared to control group (p=0.007). Histopathological index at30mins after reperfusion was significantly lower in L1 group compared to control group (p=0.001) andthe same result was seen at 14th postoperative day (p=0.001). Additionally, between 30mins and 14thpostoperative day, the histopathological index was increased in control group (p=0.042), while itremained stable in L1 group (p=0.862). At 30mins after reperfusion, expression of VCAM-1 in L1 groupwas lower compared to L1 group (p=0.02). The same result between two groups was obvious forICAM-1 and VCAM-1 at 14th day (p=0.029 and p=0.04, respectively). ICAM-1 expression was reducedin both groups from 30mins to 14th postoperative day (control group: p=0.034 and L1 group: p=0.034),while VCAM-1 expression remained constant in both groups (control group: p=0.414 and L1 group:p=0.083). From 3rd up to 8th postoperative day Urea serum concentrations and from 3rd up to 7thpostoperative day Creat serum concentrations were constantly lower in L1 group compared to controlgroup (all p<0.05).Conclusions: Due to above promising results, it seems that deferiprone manifests a clearcytoprotective role in renal autotransplantation model by reducing kidney damage both at preservationperiod and after reperfusion, resulting in better graft function during postoperative phase and possiblylowering graft’s immunogenicity.Εισαγωγή: Η μη ανοσολογικής αρχής ιστική βλάβη του νεφρικού μοσχεύματος, λόγω της υποθερμικής συντήρησής του και του φαινομένου ισχαιμίας-επαναιμάτωσης μετά την εμφύτευσή του, σχετίζεται ευθέως ανάλογα με την πρώιμη και όψιμη λειτουργία του. Ο ελεύθερος εντός των κυττάρων σίδηρος συμμετέχει στη βλάβη αυτή, λόγω του κεντρικού του ρόλου στα φαινόμενα οξειδωαναγωγής και μελέτες με δεσφεροξαμίνη έχουν αποδείξει ένα σχετικά ευεργετικό ρόλο. Η δεφεριπρόνη, λόγω των φυσικοχημικών της ιδιοτήτων, φαίνεται να υπερτερεί της δεσφεροξαμίνης σε ασθενείς με αιμοσιδήρωση, δείχνοντας μεγαλύτερη δυνατότητα διαπερατότητας των κυτταρικών μεμβρανών και πιθανά μεγαλύτερη δέσμευση του ελεύθερου σιδήρου.Σκοπός: Σκοπό της μελέτης αποτέλεσε η διερεύνηση της πιθανής ευεργετικής επίδρασης της δεφεριπρόνης στη μεταμόσχευση νεφρού, μελετώντας τη βλάβη στο νεφρικό μόσχευμα κατά τη ψυχρή ισχαιμία, την επαναιμάτωση και μετεγχειρητικά.Υλικό και Μέθοδος: Χρησιμοποιήθηκαν 14 ενήλικες χοίροι φάρμας (ΣΒ: 65-75kg). Τα 7 πειραματόζωα αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου, ενώ στα υπόλοιπα 7 που αποτέλεσαν την ομάδα μελέτης χορηγήθηκε δεφεριπρόνη ενδοφλεβίως σε δοσολογία 50mg/kg δύο φορές την ημέρα για 3 ημέρες και μία δόση πριν τη μεταμόσχευση. Η αριστερή νεφρεκτομή και η μεταμόσχευση του αριστερού νεφρού στα δεξιά νεφρικά αγγεία, με συνοδό δεξιά νεφρεκτομή, πραγματοποιήθηκαν με ένα καινοτόμο πειραματικό μοντέλο με εξολοκλήρου εξωπεριτοναϊκή προσπέλαση. Το μόσχευμα (αριστερός νεφρός) και στις δύο ομάδες εκπλύθηκε με διάλυμα Custodiol®και αμέσως μετά συνδέθηκε σε μηχανή εξωσωματικής κυκλοφορίας στους 4οC, με ροή στα 50-100ml/min, διατηρώντας την πίεση του διαλύματος KPS-1®κάτω από 35-40mmHg για 4h. Μετά συντηρούταν το μόσχευμα σε υποθερμία σε διάλυμα Custodiol®για 13h (συνολική ψυχρή ισχαιμία: 17h). Στην ομάδα L1, 0,1gr L1 προστέθηκε στα διαλύματαCustodiol®και KPS-1®. Εργαστηριακοί και ιστολογικοί δείκτες νεφρικής βλάβης εκτιμήθηκαν κατά τη διάρκεια α) της ψυχρής συντήρησης (βάρος μοσχεύματος, CK/LDH διαλύματος συντήρησης), β) στα 30mins από την επαναιμάτωση (8-ισοπροστάνια, βιοψία), γ) κατά τη μετεγχειρητική περίοδο(συγκέντρωση ουρίας και κρεατινίνης ορού) και πριν την ευθανασία των πειραματόζωων τη 14η μετεγχειρητική ημέρα (βιοψία). Οι βιοψίες εξετάστηκαν από δύο ανεξάρτητους παθολογοανατόμους για να εκτιμήσουν τη βλάβη του μοσχεύματος μέσω του ιστοπαθολογικού δείκτη και της έκφρασης των μορίων προσκόλλησης ICAM-1 και VCAM-1.Αποτελέσματα: Όλα τα πειραματόζωα επέζησαν μέχρι τη 14η μετεγχειρητική ημέρα. Μετά από 17hψυχρής ισχαιμίας, τόσο το βάρος, όσο και οι συγκεντρώσεις των ενζύμων κυτταρικής βλάβης, ήταν στατιστικά χαμηλότερα στην ομάδα μελέτης, σε σχέση με αυτά της ομάδας ελέγχου (p=0,001 για το βάρος, p=0,001 για την CK και p=0,007 για την LDH, αντίστοιχα). Αντίστοιχα ήταν και τα αποτελέσματα για τη συγκέντρωση των 8-ισοπροστανίων στα 30mins μετά την επαναιμάτωση (p=0,007). Ο ιστοπαθολογικός δείκτης ήταν στατιστικά μικρότερος στην ομάδα μελέτης, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, τόσο στα 30mins από την επαναιμάτωση, όσο και κατά τη 14η μετεγχειρητική ημέρα (p=0,001και p=0,001, αντίστοιχα). Επιπλέον, ενώ αυτός αυξήθηκε στην ομάδα ελέγχου, μεταξύ των 30mins και της 14ης μτχ ημέρας, αντίθετα παρέμεινε σταθερός στην ομάδα μελέτης (p=0,042 και p=0,862,αντίστοιχα). Η έκφραση των μορίων προσκόλλησης ICAM-1 και VCAM-1 κατά την 14η μτχ ημέρα ήταν μικρότερη στην ομάδα μελέτης, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (p=0,029 και p=0,04, αντίστοιχα), ενώ στα 30mins αντίστοιχα μικρότερη ήταν η έκφραση του VCAM-1 (p=0,02). Η έκφραση του ICAM-1 μειώθηκε και στις δύο ομάδες από 30mins στη 14η μτχ ημέρα (ομάδα ελέγχου: p=0,034 και ομάδα μελέτης: p=0,034), ενώ η έκφραση του VCAM-1 παρέμεινε σταθερή και στις δύο ομάδες (ομάδα ελέγχου: p=0,414 και ομάδα μελέτης: p=0,083). Τέλος, από την 3η μέχρι την 8η μετεγχειρητική ημέρα η συγκέντρωση της ουρίας ορού και από την 3η μέχρι την 7η μετεγχειρητική ημέρα η συγκέντρωση της κρεατινίνης ορού ήταν μικρότερες στην ομάδα μελέτης συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου (και τα δύοp<0,05).Συμπεράσματα: Η δεφεριπρόνη ασκεί προστατευτική δράση στο νεφρικό μόσχευμα, τόσο κατά τη φάση συντήρησής του, όσο και μετά την επαναιμάτωσή του, με αποτέλεσμα στατιστικά σημαντική βελτίωση της μετεγχειρητικής του λειτουργίας και πιθανά μικρότερης αντιγονικότητας
    corecore