516 research outputs found

    Ανάλυση του αμυλοειδούς φαινοτύπου διαγονιδιακών ποντικών της νόσου Alzheimer’s με γενετικά τροποποιημένο ανοσοποιητικό σύστημα

    Get PDF
    Η νόσος του Alzheimer είναι μια νευροεκφυλιστική νόσος που επηρεάζει μεγάλο αριθμό ασθενών παγκοσμίως και διακρίνεται σε δυο διαφορετικούς υπότυπους, την Οικογενή και τη Σποραδική μορφή. Βασικό σύμπτωμα της νόσου αποτελεί η σταδιακή εξασθένιση της μνήμης και των γνωστικών δεξιοτήτων, δυσχεραίνοντας έτσι τη διαβίωση των ασθενών και των οικείων τους. Όσον αφορά τα νευροπαθολογικά χαρακτηριστικά της νόσου παρατηρείται σχηματισμός και εναπόθεση β-αμυλοειδών πλακών και νευροϊνιδιακών δεματίων στους εγκεφάλους. Η συνεχής έρευνα γύρω από τη νόσο του Alzheimer παράγει διαρκώς νέα δεδομένα που υποστηρίζουν το γεγονός πως η φλεγμονή και οι διαμεσολαβητές της έχουν ενεργό ρόλο στην παθογένεση της νόσου. Ως αποτέλεσμα η έρευνα έχει στραφεί και στο ρόλο του TNF- α, μιας πλειοτροπικής προ-φλεγμονώδους κυτταροκίνης, που δρα μέσω της πρόσδεσης της στους δυο υποδοχείς της, τον TNFRI και τον TNFRII, με έκφραση στον εγκέφαλο κυρίως στη μικρογλοία και στα αστροκύτταρα. Ωστόσο, τα μέχρι τώρα γνωστά δεδομένα σχετικά με το ρόλο του TNF-α είναι αρκετά διφορούμενα καθώς μερικά υποστηρίζουν την ευεργετική και προστατευτική του δράση, ενώ αλλά υποστηρίζουν την νευροτοξική του δράση. Στην παρούσα μελέτη εξετάσαμε την επίδραση της υπερέκφρασης του TNF-α στον αμυλοειδή φαινότυπο, σε διαγονιδιακά ποντίκια-μοντέλα της νόσου του Alzheimer. Έτσι, χρησιμοποιήθηκε το 5XFAD μοντέλο της νόσου του Alzheimer, που φέρει 5 γνωστές μεταλλαγές της οικογενής μορφής της νόσου, σε διασταύρωση με τα TNFΔARE/+ ποντίκια τα οποία μετά από απαλοιφή των ARE περιοχών υπερεκφράζουν τον TNF-α. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε θηλυκά ποντίκια ηλικίας 4μηνών, καθώς τότε έχει δημιουργηθεί ικανοποιητικός αριθμός αμυλοειδών πλακών. Βασικό εύρημα της παρούσας μελέτης ήταν η σημαντική μείωση των αμυλοειδών πλακών τόσο στον φλοιό όσο και στον ιππόκαμπο στα 5ΧFADTNFΔARE/+ ποντίκια, ενώ τα επίπεδα των ενζύμων αποικοδόμησης (BACE1, ADAM10) της APP πρωτεΐνης δεν επηρεάστηκαν, όπως επίσης δεν επηρεάστηκε και η TACE, το ένζυμο που μετατρέπει τον μεμβρανοσυνδεόμενο TNF-α σε διαλυτό TNF- α. Παράλληλα παρατηρήθηκε αύξηση των επιπέδων του Iba1, δείκτη των μικρογλοιακών κυττάρων, ενώ τα επίπεδα του GFAP, δείκτη των αστροκυττάρων, παρέμειναν σταθερά. Τέλος, παρατηρήθηκε αύξηση του TNF-α στον ορό, ενώ τα επίπεδα του σε πρωτεϊνικό εκχύλισμα εγκεφάλου, παρέμειναν σταθερά. Συνεπώς, καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως η υπερέκφραση του (mu)TNF-α οδηγεί σε αύξηση του TNF-α στην περιφέρεια, και η αυτή η αύξηση φαίνεται πως επιδρά στον αμυλοειδή φαινότυπο του εγκεφάλου, με μείωση των αμυλοειδών πλακών, με παράλληλη ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος του εγκεφάλου, και κυρίως των μικρογλοιακών κυττάρων, χωρίς ωστόσο να επηρεάζονται τα ένζυμα αποικοδόμησης της APP.Alzheimer's disease is a neurodegenerative disease that affects a significant number of patients worldwide and can be categorized in two different subtypes: Familial and Sporadic Alzheimer’s Disease. One of the major symptoms of the disease is the gradual memory and cognitive skills impairment resulting in difficult circumstances for patients and their families. Regarding the neuropathological features of the disease, the formation and deposition of betaamyloid plaques and neuro-fibrous bundles on the brain are observed. Ongoing research on Alzheimer's disease is constantly producing new data highlighting that inflammation and its mediators play an active role in the pathogenesis of the disease. As a result, research has also shifted to investigate the role of TNF-α, a pleiotropic proinflammatory cytokine; TNF-α acts through its two receptors, TNFRI and TNFRII, and its expression in the brain, is mainly observed in the microglia and astrocytes. However, the known data, so far, on the role of TNF-α are quite ambiguous, since there are data supporting its beneficial and protective effect, while others demonstrate its neurotoxic effect. In the present study, we examined the effect of overexpression of TNF-α on the amyloid phenotype in transgenic mouse-models of Alzheimer's disease. Thus, the 5XFAD model of Alzheimer's disease, carrying 5 known familial variants of the disease, was mated with TNFΔARE / + mice that overexpress TNF-α, after deletion of ARE regions. The study was performed on 4-month-old female mice, since a sufficient number of amyloid plaques is being observed at this time point. The main finding of the present study was the significant reduction of amyloid plaques in both cortex and hippocampus in 5XFADTNFΔARE/+ mice, whereas levels of degradation enzymes (BACE1, ADAM10) of APP protein were not affected; moreover TACE, the enzyme that converts membrane-bound TNF-α into soluble TNF-α, was not affected either. At the same time, an increase in the levels of Iba1, an indicator of microglial cells, was observed, while levels of GFAP, an indicator of astrocytes, were not affected. Finally, elevated levels of TNF-α in the serum was observed, while its levels in brain protein extract remained stable. Therefore, we concluded that overexpression of (mu)TNF-α leads to an increase on TNF-α levels in the periphery, and this increase appears to affect the amyloid phenotype of the brain by decreasing amyloid plaques, while activating the immune system of the brain, and especially the microglial cells, without affecting APP’s degradation enzymes

    Παθολογοανατομική και μοριακή προσέγγιση των όγκων οριακής κακοήθειας των ωοθηκών

    Get PDF
    Οι όγκοι οριακής κακοήθειας των ωοθηκών αποτελούν ένα ιδιαίτερο πεδίο τόσο της Γυναικολογικής Ογκολογίας όσο και της Παθολογικής Ανατομικής. Ειδικότερα, για τους λειτουργούς της τελευταίας αποκτούν εξέχουσα σημασία, καθώς καλούνται να θέσουν την ιδιαίτερη αυτή διάγνωση, ορίζοντας έτσι την πρόγνωση και τη θεραπεία των ασθενών. Οι εν λόγω όγκοι διακρίνονται σε ορώδεις, βλεννώδεις, ενδομητριοειδείς, διαυγοκυτταρικούς, εκ μεταβατικού επιθηλίου, και, τέλος, σε μικτούς. Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα, οι ορώδεις και οι βλεννώδεις όγκοι οριακής κακοήθειας αποτελούν την πλειοψηφία των διαγνώσεων, ενώ οι υπόλοιποι υπότυποι είναι σπανιότεροι. Παρά το γεγονός ότι ο ρόλος της ανοσοϊστοχημείας είναι περιορισμένος στην ταυτοποίηση ενός ωοθηκικού όγκου ως όγκος οριακής κακοήθειας, η γνώση της διαφορετικής μοριακής ταυτότητας του νεοπλάσματος είναι σημαντική καθώς είναι ολοένα αυξανόμενος ο αριθμός των περιστατικών στην ιστολογική έκθεση των οποίων επισυνάπτεται η μοριακή ταυτότητα του νεοπλάσματος. Στην παρούσα διπλωματική εργασία, επιχειρήθηκε η ανάλυση της κλινικής εικόνας της ασθενούς, των μακροσκοπικών, μικροσκοπικών και ανοσοϊστοχημικών χαρακτηριστικών των όγκων αυτής της κατηγορίας, της μοριακής τους ταυτότητας και, τέλος, η παρουσίαση των νεότερων μοριακών δεδομένων, καθώς είναι πλέον απαραίτητη η συνεχής ενημέρωση και εμβάθυνση στις εξελίξεις της Μοριακής Βιολογίας.Borderline ovarian tumors consist a special scientific field for Gynecologic Oncology, as well as Surgical Pathology. Moreover a Pathologist should be extremely cautious, because a diagnosis of a borderline ovarian tumor defines the patient’s prognosis. These tumors are classified as serous, mucinous, endometrioid, clear cell, transitional cell and mixed. According to statistical data, the majority of borderline ovarian tumors consist of serous and mucinous subtypes, whereas all the other subtypes constitute a rarity. Despite the fact that the role of immunohistochemistry is limited in identifying an ovarian tumor as of borderline malignancy, knowledge of the molecular identity of the neoplasm is important. That is because there is an increasing number of cases where the molecular identity of the tumor is included in the pathology report. In this paper there has been an attempt to analyse the clinical, gross, microscopic, immunohistochemical and molecular features of borderline ovarian tumors, as well as new molecular data due to the consistent requirement for updating and deep knowledge of the evolution of Molecular Biology

    Διερεύνηση του ρόλου της καλρετικουλίνης στη νεφρική ίνωση

    Get PDF
    Η Χρόνια Νεφρική Νόσος(ΧΝΝ) προσβάλλει το 10-12% του γενικού πληθυσμού. Ανεξάρτητα από το αίτιο που την προκαλεί, η εξέλιξή της συσχετίζεται με τη νεφρική ίνωση, η οποία είναι το τελικό αποτέλεσμα των περισσοτέρων νεφρικών νοσημάτων και ορίζεται ως η συσσώρευση εξωκυττάριας ουσίας στο διάμεσο νεφρικό χώρο. Στο μοντέλο νεφρικής ίνωσης UUO διαπιστώθηκε ότι, η calreticulin υπερεκφράζεται από τα αρχικά στάδια της ινωτικής διεργασίας κυρίως στα επιθηλιακά σωληναριακά κύτταρα. Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση του ρόλου της calreticulin στη νεφρική ίνωση και, συγκεκριμένα, η διερεύνηση του πώς μεταβάλλονται οι ιδιότητες των επιθηλιακών νεφρικών κυττάρων κατά την υπερέκφρασή της. Χρησιμοποιήθηκαν τρεις σειρές ανθρώπινων κυττάρων εγγύς σωληναρίου με αυξανόμενη έκφραση calreticulin, οι οποίες μελετήθηκαν με Πρωτεωμική Ανάλυση. Μέσω λογισμικών προγραμμάτων, οι ταυτοποιημένες διαφορικά εκφραζόμενες πρωτεΐνες κατηγοριοποιήθηκαν και, στη συνέχεια, δημιουργήθηκαν δίκτυα αλληλεπίδρασης πρωτεϊνών. Ως πρωτεΐνες μεγαλύτερου ενδιαφέροντος προς περαιτέρω μελέτη, επιλέγηκαν οι πρωτεΐνες 14-3-3 αφού, μέχρι σήμερα, ο ρόλος και η συμμετοχή τους στη νεφρική ίνωση δεν έχει ακόμα διερευνηθεί. Η υπερέκφρασή τους επιβεβαιώθηκε in vitro. Στη συνέχεια, στο μοντέλο UUO, διαπιστώθηκε, σε αρουραίο και ποντίκι, τόσο με q-PCR όσο και με ανοσοϊστοχημεία και ανοσοφθορισμό, η υπερέκφραση των 14-3-3 πρωτεϊνών στο νεφρικό ιστό και μάλιστα από τα αρχικά στάδια της ινωτικής διεργασίας.Chronic Kidney Disease (CKD) prevalence is 10-12% of the general population. CKD etiology is broad. Irrespective of its causes, CKD progression is related to renal fibrosis which is the final end-point of most of kidney diseases. It is defined as the accumulation of extracellular matrix into the renal interstitium. In the UUO model of renal fibrosis, calreticulin was found to be up-regulated at epithelial tubular cells from the early stages of renal fibrosis. The aim of this study was to investigate the role of calreticulin in renal fibrosis and more specific, to investigate how the cellular phenotype of kidney epithelial tubular cells is altered during calreticulin over-expression. Three proximal tubular cell lines with increased expression of calreticulin were studied with Proteomic Analysis. The identified differentially expressed proteins were categorized and protein-to-protein interaction networks were created. We focused on 14-3-3 proteins since their role and their involvement in renal fibrosis remains unexplored. 14-3-3 protein up-regulation was confirmed in vitro. Using the UUO model in rat and mouse, 14-3-3 protein expression was found to be up-regulated in the kidneys from the early stages of renal fibrosis, using q-PCR, immunihistochemistry and immunofluorescence

    Μελέτη του γH2AX σε ασθενείς με βλάβες του μαστού. Συσχέτιση με κλασικούς προγνωστικούς δείκτες.

    Get PDF
    Σκοπός : Η ιστόνη Η2ΑΧ υποβάλλεται σε φωσφορυλίωση ως απάντηση στις βλάβες της διπλής έλικας του DNA , οι οποίες με τη σειρά τους αποτελούν μέρος της ογκογενετικής διαδικασίας. Η ανίχνευση της gH2AX μπορεί δυνητικά να λειτουργήσει ως βιοδείκτης για τη μετατροπή του φυσιολογικού ιστού σε προκακοήθη και στη συνέχεια σε κακοήθη ιστό. H παρούσα μελέτη αποσκοπεί στη διερεύνηση της κλινικής σημασίας της έκφρασης της gH2AX στον καρκίνο του μαστού. Μέθοδος: Έγινε ανάλυση της ανοσοϊστοχημικής έκφρασης της ιστόνης gH2AX σε ιστούς προερχόμενους από εκατόν δέκα (110) ασθενείς πάσχοντες από καρκίνο του μαστού και η έκφραση αυτή συσχετίστηκε με κλινικοπαθολογοανατομικούς παράγοντες. Αποτελέσματα: Μεγαλύτερο μέγεθος του όγκου, υψηλότερος βαθμός διαφοροποίησης και μεγαλύτερος αριθμός παθολογικών λεμφαδένων σχετίζονται σημαντικά με υψηλότερες τιμές έκφρασης gH2AX. Επιπλέον, η έκφραση της gH2AX διαφέρει σημαντικά ανάμεσα σε ασθενείς με διαφορετικό FIGO στάδιο. Υψηλότερη έκφραση οιστρογονικών και προγεστερονικών υποδοχέων σχετίζεται σημαντικά με χαμηλότερες τιμές έκφρασης της gH2AX. Συμπεράσματα: Παρατηρήθηκε θετική συσχέτιση μεταξύ της έκφρασης της gH2AX και δυσμενών παθολογοανατομικών παραμέτρων.Objectives: Histone H2AX undergoes phosphorylation as an answer to DNA double-strand breaks, which in turn are part of the oncogenic procedure. The detection of gH2AX can potentially serve as a biomarker for transformation of normal tissue to premalignant and consequently to malignant tissue. The aim of this study was to evaluate the clinical significance of gH2AX expression in breast cancer. Method: gH2AX expression in tissues from 110 breast cancer patients was analyzed by immunohistochemistry and correlated with clinicopathological variables. Results: Greater tumor size, higher grade and number of affected lymph nodes are significantly associated with greater values of gΗ2ΑΧ (Table 3). In addition, gΗ2ΑΧ differs significantly among patients’ FIGO stage. Higher values of ER and PgR are significantly associated with lower gΗ2ΑΧ values Conclusions: A positive association between gH2AX expression and infaust histopathological parameters was observed

    Προγνωστικοί δείκτες της βιολογικής συμπεριφοράς των νευροενδοκρινών όγκων του πνέυμονα: η σημασία της παρουσίας πεπτιδικών μεμβρανικών υποδοχέων

    Get PDF
    Τα Πνευμονικά Καρκινοειδή (ΠΚ) είναι από τους συχνότερους νευροενδοκρινείς όγκους. Το υπάρχον σύστημα ταξινόμησής τους κατά ΠΟΥ (τυπικά, ΤΚ και άτυπα καρκινοειδή, ΑΚ), εμπεριέχει στοιχεία αξιολόγησης της βιολογικής συμπεριφοράς, ωστόσο έχουν συχνά παρατηρηθεί ΠΚ, που η συμπεριφορά τους δεν μπορεί να προβλεφθεί επαρκώς. Συνεπώς είναι επιθυμητή η ανεύρεση προγνωστικών δεικτών που να αξιολογούνται συμπληρωματικά ή/και ανεξάρτητα από τη μορφολογία των ΠΚ. Σκοπός: η ανοσοϊστοχημική μελέτη της έκφρασης στα ΠΚ του IGF-1, του υποδοχέα του, IGF-1R, του CTGF και του HIF-1α και η αξιολόγηση του ρόλου τους στην πρόγνωσή των ΠΚ σε συνδυασμό με το δείκτη κυτταρικού πολλαπλασιασμού Ki-67. Επιπλέον, η ανοσοϊστοχημική χαρτογράφηση της έκφρασης των πέντε υποτύπων υποδοχέων σωματοστατίνης (SSTR1-5) και του υποδοχέα 2 της ντοπαμίνης (DR2) στα ΠΚ, ως πιθανοί στόχοι μοριακών θεραπειών. Μελετήθηκαν 121 ΠΚ (104 TΚ και 17 AΚ) από 110 ασθενείς. Κατά την πολυπαραγοντική ανάλυση μόνο ο Ki-67 (βέλτιστη διχοτόμος τιμή 3,4%), η ηλικία κατά τη διάγνωση και η παρουσία λεμφαδενικών μεταστάσεων συσχετίστηκαν σημαντικά με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης απομακρυσμένων μεταστάσεων. Αντιθέτως, ενώ όλοι οι παράγοντες που μελετήθηκαν (IGF-1, IGF-1R, CTGF και HIF-1α) εκφράζονταν στην πλειονότητα των όγκων (78.5%, 67%, 72% και 78%, αντιστοίχως). κανένας από αυτούς δε συνεισέφερε στο προγνωστικό μοντέλο. Η έκφρασή τους ήταν πιο συχνή στα TΚ, αν και στατιστικά σημαντική μόνο για τον HIF-1α ( 82% έναντι 53 %, p= 0,023), ο οποίος επιπλέον εκφράστηκε πιο συχνά σε όγκους ≤10mm. Αντίθετα, ο CTGF εκφράστηκε σε όγκους >10 mm (79% έναντι 50%, p= 0,007), και σε όγκους συνοδευόμενους από λεμφαδενικές (90% έναντι 67%, p= 0,056) και απομακρυσμένες μεταστάσεις (89% έναντι 65%, p= 0,044). Η έκφραση του IGF-1 και του IGF-1R δεν συσχετίστηκε σημαντικά με καμία παράμετρο. Η ανίχνευση των ανωτέρω παραγόντων κυρίως σε μικρούς, καλά διαφοροποιημένους όγκους συνηγορεί υπέρ ενός ρόλου τους σε πρώιμο στάδιο της ογκογένεσης, ενώ ο CTGF τείνει να εκφράζεται σε μεταγενέστερα στάδια πιο εκτεταμένης νόσου, πιθανώς ως επιφαινόμενο της συσσώρευσης του HIF-1α. Η έκφραση των υποδοχέων ήταν: SSTR1 (63%), SSTR2A (72%), SSTR5 (40%) SSTR3 (20%), SSTR4 (0%) και DR2 (74%) και ήταν κυρίως μεμβρανική για τον SSTR2A, ενώ των υπολοίπων κυτταροπλασματική. Συνέκφραση του DR2 παρατηρήθηκε κυρίως με τους SSTR1 και SSTR2A (56% και 63%). Τα αποτελέσματα του SSTR2A επιβεβαιώθηκαν με Octreoscan (90% συμφωνία - k = 0,62), όπου μεμβρανική έκφραση σχετίστηκε με υψηλότερο uptake. Σε ένα υποσύνολο 20 ΠΚ, αναζητήθηκε m-RNA των υποδοχέων με ημι-ποσοτική RT-PCR και ο βαθμός συμφωνίας με τα αποτελέσματα της ανοσοϊστοχημείας ήταν ικανοποιητικός τουλάχιστον για τους SSTR2A, SSTR3, SSTR4 και DR2. Η έκφραση των υποδοχέων δεν εμφάνισε συσχέτιση με την επιθετικότητα του όγκου ή τη λειτουργικότητά του, ενώ ο DR2 ανιχνεύθηκε συχνότερα στα AΚ. Η εύρεση συνέκφρασης των SSTR τόσο μεταξύ τους όσο και με τον DR2 σε ένα σημαντικό αριθμό των όγκων θα μπορούσε να παράσχει τη λογική βάση για την πιθανή θεραπεία των ΠΚ με παράγοντες που στοχεύουν αυτούς τους υποδοχείς.  Pulmonary carcinoids (PC) are among the most common neuroendocrine tumors. The current WHO classification (typical; TC and atypical carcinoids; AC) incorporates the concept of grading; however in a subgroup of tumors it may not predict adequately their biological behavior. Therefore, it is desirable to find prognostic markers which may predict the behavior of PCs complementarily and / or regardless of their morphology. Objective: the immunohistochemical study of the expression of IGF-1, its receptor IGF-1R, CTGF and HIF-1α in PCs and the evaluation of their role as prognostic markers in combination with Ki-67 proliferation index. In addition, the immunohistochemical mapping of the expression of the five somatostatin receptor subtypes (SSTR1-5) and dopamine receptor (DR2) in PCs as potential targets for molecular therapies. Retrospective study of 121 PCs (104 TC and 17 AC) from 110 patients. After multivariate analysis, only Ki-67 (cut off value: 3.4%), age at diagnosis and the presence of lymph node metastases were included in the prognostic model. In contrast, although all studied factors (IGF-1, IGF-1R, CTGF and HIF-1α) were expressed in the cytoplasm of the majority of tumors (78.5%, 67%, 72% and 78%, respectively), none of them were included in the logistic regression model. Their expression was more common in TC, although statistically significant only for HIF-1α (82% vs 53%, p = 0.023), which was also more often expressed in tumors ≤10mm. In contrast, CTGF was expressed in tumors> 10 mm (79% vs 50%, p = 0.007), or tumors accompanied by lymph node (90% vs 67%, p = 0.056) and distant metastases (89% vs. 65% = 0.044). Expression of IGF-1 and IGF-1R did not correlate significantly with any parameter. Detection of the above factors, mainly in small, well differentiated tumors, implies a role in early oncogenesis, whereas CTGF tends to be expressed in later stages of more extensive disease, possibly as a consequence of HIF-1α accumulation. Regarding receptors expression the results were: SSTR1 (63%), SSTR2A (72%), SSTR5 (40%) SSTR3 (20%), SSTR4 (0%) and DR2 (74%) and it was predominantly membranic for SSTR2A, whereas cytoplasmic for the rest. Co-expression of DR2 was mainly observed along with SSTR1 and SSTR2A (56% and 63%). The results of SSTR2A were confirmed with Octreoscan (90% agreement - k = 0.62), while membranic expression was associated with higher uptake. In a subgroup of 20 tumors, m-RNA of the receptors was searched with semi-quantitative RT-PCR and the concordance with the immunohistochemistry results was satisfactory at least regarding SSTR2A, SSTR3, SSTR4 and DR2. Receptor expression did not correlate with tumor aggressiveness or functionality, whereas DR2 was most commonly detected in ACs. By demonstrating a high degree of expression of SSTRs and DR2 in a significant number of tumors, we may provide a reasonable basis for the potential treatment of PCs with agents targeting these receptors

    Ο ρόλος των λεμφικών βαλβίδων στην παθοφυσιολογία του λεμφοιδήματος

    Get PDF
    Υπόβαθρο. Πολλές πτυχές στην παθοφυσιολογία του λεμφοιδήματος παραμένουν αινιγματικές μέχρι σήμερα. Η καλύτερη κατανόηση της νόσου θα μπορούσε να βοηθήσει στην ανάπτυξη νέων θεραπευτικών προσεγγίσεων για τους ασθενείς. Σκοπός. Αυτή η βιβλιογραφική ανασκόπηση επικεντρώνεται στο ρόλο των λεμφικών βαλβίδων στην παθογένεση και την παθοφυσιολογία του λεμφοιδήματος, λαμβάνοντας υπόψη τους ακριβείς μοριακούς μηχανισμούς που λαμβάνουν χώρα με τη διαγραφή ορισμένων γονιδίων και παραγόντων μεταγραφής, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς έχουν μερικώς διευκρινιστεί τα τελευταία χρόνια. Υλικό και μέθοδοι. Η στρατηγική αναζήτησης διεξήχθη στη βιβλιογραφική βάση δεδομένων Medline και απέδωσε 20 άρθρα ως τελικό αποτέλεσμα. Αποτελέσματα. Πολλά γονίδια και μόρια έχουν μελετηθεί τα τελευταία χρόνια ως προς τη σχέση τους με το σχηματισμό του λεμφοιδήματος, τόσο σε μελέτες μοντέλων ποντικών όσο και σε καλλιέργειες ανθρώπινων κυττάρων. Μία από τις πιο πρόσφατα μελετημένες ομάδες τέτοιων μορίων είναι η οικογένεια συνδετικών πρωτεϊνών των κυτταρικών διακένων-κοννεξίνες, οδηγώντας σε αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Συμπέρασμα. Το άρθρο προσφέρει μια σύνοψη των μεθόδων που χρησιμοποιούνται σε πειραματικά μοντέλα τόσο ποντικών όσο και καλλιεργειών ανθρώπινων κυττάρων και περιλαμβάνει συγκεκριμένες κατευθύνσεις για μελλοντική έρευνα στον τομέα της λεμφολογίας.Background. Many aspects in the pathophysiology of lymphedema remain enigmatic to this day.A better understanding of the disease could aid in the development of novel therapeutic approaches for patients. Aim. This review focuses on the role of lymphatic valves in the pathogenesis and pathophysiology of lymphedema, taking into account the exact molecular mechanisms that take place with the deletion of certain genes and transcription factors, as most of them have partially been elucidated during the last years. Material and Methods. The search strategy was conducted in the Medline biblio¬graphical database and yielded 20 articles as a final result. Results. Many genes and molecules have been studied in recent years as to their affiliation to lymphedema formation, in both mouse model studies and human cell cultures. One of the most recently studied groups of such molecules is the connexin family of gap-junction proteins, leading to controversial results. Conclusion. The review offers a summary of the methods used in experimental models of both knockout mice and human cell cultures, and includes specific directions for future research in the field of lymphology

    Ανοσοϊστοχημικοί δείκτες ως προγνωστικοί παράγοντες στον καρκίνο του παχέος εντέρου

    Get PDF
    Ο καρκίνος του παχέος εντέρου (ΚΠΕ) είναι από τις πιο συχνές μορφές καρκίνου και από τις κύριες αιτίες θανάτου από καρκίνο, παγκοσμίως. Οι αιτίες εμφάνισης ΚΠΕ είναι περιβαλλοντικοί και γενετικοί/κληρονομικοί παράγοντες. Υπάρχει μία σταδιακή αύξηση των κρουσμάτων τα τελευταία χρόνια, και αυτό οφείλεται κυρίως στον σύγχρονο τρόπο ζωής στις ανεπτυγμένες κοινωνίες. Η ανάγκη για την έγκαιρη ανίχνευση του ΚΠΕ είναι μεγάλη, καθώς όσο πιο γρήγορα ανιχνευθεί τόσο πιο αντιμετωπίσιμος είναι. Η κολονοσκόπηση είναι η κύρια εξέταση για την πρόληψη του ΚΠΕ. Όταν, όμως, εμφανιστούν τα συμπτώματα, ο καρκίνος βρίσκεται ήδη σε προχωρημένο στάδιο. Κάποια από τα συμπτώματα είναι το αίμα στα κόπρανα και οι αλλαγές στις εντερικές συνήθειες.. Η σταδιοποίηση του καρκίνου του παχέος εντέρου γίνεται με το σύστημα ΤΝΜ. Η συνήθης και πιο αποτελεσματική μέθοδος αντιμετώπισης του είναι η χειρουργική εκτομή. Τα περιστατικά με καρκίνο του παχέος εντέρου ελέγχονται ανοσοϊστοχημικά με σκοπό τη διάγνωση την πρόγνωση και τον καθορισμό της θεραπείας. Οι πιο ευρέως χρησιμοποιούμενοι ανοσοϊστοχημικοί δείκτες που σχετίζονται με την πρόγνωση του ΚΠΕ είναι οι πρωτεΐνες MMR, HER2, PD-L1, CD3-CD8, p53 και CDX2 . Ασθενείς με ανεπαρκές MMR έχουν καλύτερη πρόγνωση και η κατάσταση αυτή αποτελεί έναν ισχυρό προγνωστικό δείκτη στα πρώιμα στάδια του ΚΠΕ με ευνοϊκό αντίκτυπο. Η έκφραση του PD-L1 αφενός είναι ένας κακός προγνωστικός παράγοντας αφετέρου αποτελεί ένα πιθανά χρήσιμο θεραπευτικό στόχο για την μελλοντική θεραπεία του ΚΠΕ. Η υψηλή πυκνότητα των CD3 και CD8 Τ λεμφοκυττάρων εντός του όγκου και ιδιαίτερα το υψηλό Immunoscore σχετίζεται με καλύτερη πρόγνωση. Το HER2 έχει έναν αμφιλεγόμενο προγνωστικό ρόλο στον ΚΠΕ, καθώς τα αποτελέσματα των ερευνών δεν έχουν συμφωνία. Το Ki-67 στον ΚΠΕ είναι ένας δυνητικός προγνωστικός δείκτης κακής πρόγνωσης, καθώς η υψηλή έκφρασή του, συνήθως, σχετίζεται με κακή πρόγνωση. Το CDX2 χρησιμεύει για την διαφορική διάγνωση του πρωτοπαθούς με το μεταστατικό αδενοκαρκίνωμα, και αναφέρεται ότι η απώλεια έκφρασής του σχετίζεται με κακή πρόγνωση. Παρόλα αυτά οι απόψεις διίστανται για το αν αποτελεί ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα. Η έκφραση της CK7 δείχνει να σχετίζεται με κακή πρόγνωση, και τέλος αντικρουόμενα αποτελέσματα έχουμε στο BCL2 και p53. Οι διαφορές στις έρευνες ενδέχεται να οφείλονται στην αξιολόγηση της έκφρασης των δεικτών, διαφορές στους ιστολογικούς τύπους, στα αντισώματα και στα κριτήρια για τον ορισμό της χρώσης ως θετική ή αρνητική Επιπλέον, η μετάλλαξη BRAFV600E μπορεί να ανιχνευθεί με το αντίσωμα anti-BRAFV600E (VEI) και σε σύγκριση με τον μοριακό έλεγχο δίνει ευαισθησία και ειδικότητα 93% και 96%, αντίστοιχα, ενώ αποτελεί αρνητικό προγνωστικό παράγοντα ιδιαίτερα σε ΚΠΕ με επάρκεια του MMR. Συμπερασματικά, η ανοσοϊστοχημεία μπορεί να λειτουργήσει ως ένα ισχυρό, χαμηλού κόστους εργαλείο για τον καθορισμό της πρόγνωσης στο ΚΠΕ. Ωστόσο, υπάρχει ανάγκη για επιπλέον έρευνα ώστε να διασφαλιστεί η ακρίβεια των ήδη υπαρχόντων δεικτών και να βρεθούν νέοι προγνωστικοί ανοσοϊστοχημικοί δείκτες για τον ΚΠΕ.Colorectal cancer (CRC) is one of the most common forms of cancer and one of the main causes of cancer-related death worldwide. The causes of CRC are environmental and genetic/hereditary factors. There has been a gradual increase in cases in recent years, and this is mainly due to the modern lifestyle in developed societies. The need for the early detection of CRC is great, as the sooner it is detected, the more treatable it is. Colonoscopy is the primary screening test for CRC prevention. However, when symptoms appear, the cancer is already in an advanced stage. Some of the symptoms are blood in the stool and changes in bowel habits. Colon cancer is staged using the TNM system. The usual and most effective method of treating it is surgical excision. In CRC cases immunohistochemistry is performed for the purpose of diagnosis, prognosis and determination of treatment. The most widely used immunohistochemical markers related to the prognosis of CRC are MMR, HER2, PD-L1, CD3-CD8, p53 and CDX2 proteins. Patients with deficient MMR have a better prognosis and this condition is a strong prognostic marker in the early stages of CRC with a favorable impact. PD-L1 expression is on the one hand a poor prognostic factor and on the other hand it is a potentially useful therapeutic target for the future treatment of CRC. A high density of CD3 and CD8 T lymphocytes within the tumor and especially a high Immunoscore is associated with a better prognosis. HER2 has a controversial prognostic role in CRC, as research results are inconsistent. Ki-67 in CRC is a potential prognostic marker of poor prognosis, as its high expression is usually associated with poor prognosis. CDX2 serves for the differential diagnosis of primary versus metastatic adenocarcinoma, and its loss of expression is reported to be associated with poor prognosis. However, opinions differ as to whether it is an independent prognostic factor. CK7 expression appears to be associated with poor prognosis, and finally we have conflicting results for BCL2 and p53. Differences in studies may be due to the assessment of marker expression, differences in histological types, antibodies, and criteria for defining staining as positive or negative. In addition, the BRAFV600E mutation can be detected with the anti-BRAFV600E antibody (VEI) and compared to molecular testing it gives a sensitivity and specificity of 93% and 96%, respectively, while it is a negative prognostic factor especially in MMR-proficient CRC. In conclusion, immunohistochemistry can serve as a powerful, low-cost tool for determining prognosis in CRC. However, there is a need for additional research to ensure the accuracy of already existing markers and to find predictive new prognostic immunohistochemical markers for CRC

    Ιστική εκτίμηση φλεγμονωδών αλλοιώσεων παχέος εντέρου, λοιμώδους αιτιοπαθογένεσης ή μη, σε σχέση με την επάρκεια του ανοσιακού συστήματος των ασθενών

    Get PDF
    Η μελέτη αφορά στην εκτίμηση της παρουσίας των Τ ρυθμιστικών κυττάρων σε ιστούς ασθενών με Ιδιοπαθή φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, όταν συνυπάρχει παρουσία του κυτταρομεγαλοϊού (CMV) ως μοναδικού παθογόνου λοιμώδη παράγοντα στο έντερο. Τα πειραματικά δεδομένα αναλύθηκαν με στατιστική μέθοδο και συνδυάστηκαν με βιβλιογραφικές αναφορές σε μια προσπάθεια να διερευνηθεί ο ακριβής ρόλος των Tregs στους ανοσοανεπαρκείς ασθενείς με ή χωρίς CMV λοίμωξη. Μελετήθηκαν 61 περιπτώσεις ασθενών με Ιδιοπαθή φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, οι οποίες χωρίστηκαν σε δυο ομάδες. Η πρώτη περιελάμβανε ασθενείς με νόσο Crohn ή ελκώδη κολίτιδα, οι οποίες συνυπήρχαν με CMV λοίμωξη στο έντερο, ενώ η δεύτερη ομάδα (ομάδα μάρτυρας) περιελάμβανε ασθενείς με Ιδιοπαθή φλεγμονώδη νόσο του εντέρου χωρίς παρουσία CMV. Στους κύβους παραφίνης των εντερικών ιστών των ασθενών έγινε ανοσοϊστοχημική κατεργασία με ειδικά για τον CMV και την Foxp3 πολυκλωνικά αντισώματα και οι κεχρωσμένες τομές αξιολογήθηκαν μικροσκοπικά ώστε να ανιχνευθεί η παρουσία του CMV και να ποσοτικοποιηθεί η παρουσία της Foxp3 και των Tregs στους μελετώμενους ιστούς. Η στατιστική ανάλυση των δειγμάτων μετά τη μικροσκοπική αξιολόγησή τους έδειξε στατιστικά σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στην παρουσία του CMV και τον αυξημένο αριθμό των Tregs στον εντερικό ιστό. Δεν υπήρξαν στοιχεία ότι η παρουσία του CMV σχετίζεται με την ενεργότητα της Ιδιοπαθούς φλεγμονώδους εντερικής νόσου. Ο αριθμός των Tregs αποδείχθηκε σημαντικά μειωμένος στους ιστούς ασθενών με νόσο σε ύφεση, σε αντίθεση με τους ασθενείς με ενεργό ΙΦΝΕ όπου τα Tregs ανιχνεύθηκαν σε σαφώς υψηλότερους πληθυσμούς. Μελετήθηκε ακόμα η συσχέτιση με την παρουσία ηωσινοφίλων στον ιστό και τα αποτελέσματα αποκάλυψαν αξιόλογη μείωση των Tregs επί παρουσίας πολλών ηωσινοφίλων. Οι παρατηρήσεις που προκύπτουν από την εργασία μας και θα πρέπει να επισημανθούν είναι: 1. Ο αριθμός των Τ ρυθμιστικών κυττάρων είναι σημαντικά μεγαλύτερος στους ιστούς ασθενών με ενεργό ΙΦΝΕ και βαριές φλεγμονώδεις βλάβες. Ωστόσο, είναι ασαφές εάν οι in vitro κατασταλτικές δράσεις που έχουν επιβεβαιωθεί ως φυσιολογικές στα Tregs των ασθενών με ΙΦΝΕ αντανακλούν με ακρίβεια την in vivo δραστηριότητα τους, δεδομένης της τελικής αποτυχίας τους στη ρύθμιση της βλεννογόνιας φλεγμονής στους ασθενείς με ΙΦΝΕ. 2. Ο θετικός συσχετισμός των Foxp3+Tregs με την ενεργότητα των ΙΦΝΕ θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι στην ΙΦΝΕ το ανοσοποιητικό σύστημα βρίσκεται σε μια προσπάθεια να υπερβεί το ελαφρύ ανοσολογικό έλλειμμα που έχει και οδήγησε στην εμφάνιση της νόσου, αλλά και να προστατευθεί από αυτή. 3. Η παρουσία των Tregs στον εντερικό ιστό φαίνεται να δρα προστατευτικά έναντι του CMV και των βλαβών που προκαλεί και ίσως αυτός ο μηχανισμός ενεργοποιείται ευκολότερα στους ασθενείς με ΙΦΝΕ, οι οποίοι έχουν ήδη προσελκύσει μια μικρή συσσώρευση Tregs στον εντερικό ιστό προσπαθώντας να βελτιώσουν την ανοσορυθμιστική ικανότητα του ιστού που φλεγμαίνει. 4. Όταν η φλεγμονή μεταπίπτει σε χρονιότητα και παρατηρείται συνάθροιση κυττάρων χρονιότητας, όπως τα ηωσινόφιλα, διακόπτεται εν μέρει η ενασχόληση του ανοσοποιητικού με την ήδη εγκατασταθείσα φλεγμονή και η εκ νέου κινητοποίηση Τ ρυθμιστικών κυττάρων, καθώς οι συνθήκες σταθεροποιούνται. Συμπερασματικά, τα ευρήματα της έρευνάς μας κατέδειξαν ότι οι διηθήσεις των Tregs στους φλεγμαίνοντες βλεννογονικούς ιστούς των ασθενών με Ιδιοπαθή Φλεγμονώδη εντερική νόσο παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη αύξηση όταν συνυπάρχει λοίμωξη με CMV στον εντερικό ιστό, σε σύγκριση με ασθενείς που νοσούν από νόσο Crohn ή ελκώδη κολίτιδα χωρίς ωστόσο να ανιχνεύεται άλλος παθογόνος λοιμώδης παράγοντας στον εντερικό βλεννογόνο. Τα Tregs έχουν έναν εξαιρετικά κρίσιμο ρόλο στην καταστολή της τοπικής φλεγμονής που επάγεται από ιογενείς εντερικές λοιμώξεις και η ρυθμιστική τους ικανότητα μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση του εντερικού βλεννογόνου παρέχοντας έναν αποτελεσματικό αμυντικό μηχανισμό έναντι του CMV, ακόμα και σε ασθενείς με μερική ανοσοανεπάρκεια όπως οι ασθενείς με Ιδιοπαθή φλεγμονώδη εντερική νόσο. Περαιτέρω μελέτη των Tregs θα μπορούσε να διαλευκάνει αν αυτά τα Foxp3+T κύτταρα μπορούν να προσφέρουν αξιόλογη βοήθεια στην προσπάθεια ελέγχου μιας αναδυόμενης φλεγμονής.We attempted to study whether the presence of T-regulatory cells in tissue obtained from patients with an inflammatory bowel disease augment when Cytomegalovirus coexists in the bowel. Experimental data were analysed using statistical methods and were combined with bibliographical references in an attempt to investigate the role of Treg cells in immunodeficient patients with or without CMV infection. Sixty-one cases of inflammatory bowel disease were divided into two groups. The first one included patients with either Crohn’s disease or ulcerative colitis that coexisted with CMV bowel infection, whereas the second group (control group) consisted of patients with inflammatory bowel disease without CMV infection. Formalin-fixed, paraffin-embedded tissues were immunohistochemically elaborated with CMV-specific and Foxp3 rabbit polyclonal antibodies and the stained sections were microscopically evaluated in order to define Foxp3 protein levels and the attendance of Tregs in specific tissues. Statistical analysis of the evaluated samples revealed statistically significant correlation between CMV’s presence and high number of Tregs in bowel tissue. There was no evidence that CMV is related with acute phases of inflammatory bowel disease. Tregs were diminished in patients with disease in recession while they were strongly augmented in patients with active IBD. Eosinophils attendance was also examined and the results proved statistically significant correlation between the number of eosinophils and Treg number in the examined samples. Completing our study a few observations have to be mentioned: 1. Treg number is remarkably higher in patient tissues with acute IBD and serious inflammation. Nevertheless it is unclear whether in vitro Tregs’ suppressive potency that has confirmed as normal in IBD patients, reflect with accuracy their activity in vivo, given the fact that they finally fail to control mucosal inflammation in those patients. 2. The correlation between Foxp3+Tregs and IBD activation could effortlessly be explained by the hypothesis that human immune system tries to overcome the light immune deficiency that led to IBD outbreak and to get protected against it. 3. Treg presence in bowel tissue seems to be protective against CMV and damage it causes and maybe this mechanism is activated without any inconvenience in IBD patients because of their already augmented Treg presence in bowel tissue in an effort to ameliorate the immunoregulatory ability of inflamed tissue. 4. When inflammation is prolonged and certain cells such as eosinophils accumulate, immune system aborts the occupation with the already located tissue inflammation as well as further Treg mobilization, provided that circumstances consolidate. The findings of our study demonstrate that Treg infiltration in inflamed mucosal tissues of IBD patients show a significant increase when CMV infection coexists in comparison with IBD patients without any intestinal infectious disease. Treg cells play a crucial role in suppressing local inflammation induced by viral intestinal infections and their regulatory potential may improve the state of intestinal mucosa by providing an active defensive mechanism against CMV, even in patients with partial immune deficiency, like IBD patients. The influence of Tregs over viral colon infection of patients with IBD should be further studied retrospectively and prospectively in order to determine whether these Foxp3+ T cells can be of value in a therapeutic context in order to control ongoing inflammation
    corecore