93 research outputs found

    Αποτελεσματικότητα της αμιωδαρόνης σε σχέση με τον χρόνο έναρξης της παροξυσμικής κολπικής μαρμαρυγής

    Get PDF
    Εισαγωγή: Η κολπική μαρμαρυγή είναι συχνή αρρυθμία και χαρακτηρίζεται από κύματα που μεταδίδονται σε διαφορετικές κατευθύνσεις και προκαλούν αποδιοργάνωση της κολπικής εκπόλωσης χωρίς αποτελεσματική κολπική συστολή. Η αμιωδαρόνη είναι ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα αντιαρρυθμικά φάρμακα. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση της αποτελεσματικότητας της αμιωδαρόνης σε σχέση με τον χρόνο έναρξης της παροξυσμικής κολπικής μαρμαρυγής. Υλικό και Μέθοδος: Το δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν 50 ασθενείς με παροξυσμική κολπική μαρμαρυγή που νοσηλεύονταν στο ΝΙΜΤΣ Aθηνών, από Ιανουάριο του 2019 έως και Δεκέμβριο του 2019 και στα οποία χορηγήθηκε ενδοφλεβίως αμιωδαρόνη. Τα στοιχεία καταχωρούνταν σε ειδικά διαμορφωμένο δελτίο καταγραφής το οποίο περιελάμβανε δημογραφικά και κλινικά χαρακτηριστικά του δείγματος. Εφαρμόστηκε η στατιστική δοκιμασία x2-test και το επίπεδο σημαντικότητας τέθηκε στο 0,05. Αποτελέσματα: Από το δείγμα της μελέτης το 54% ήταν άνδρες και το 84,0% είχε ηλικία πάνω από 65 ετών. Το 30% ήταν καπνιστές και στο 50% η κολπική μαρμαρυγή εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην ηλικία κάτω των 64 ετών. Η μέγιστη διάρκεια του επεισοδίου τη κολπικής μαρμαρυγής στο 46% του δείγματος ήταν κάτω από 20 ώρες και ως προς το είδος της κολπικής μαρμαρυγής στο 70% ήταν διαλείπουσα παροξυσμική. Τα άτομα που η διάρκεια της παροξυσμικής μαρμαρυγής διαρκούσε περισσότερο από 20 ώρες έπαιρναν περισσότερες φορές αμιωδαρόνη, αλλά χωρίς στατιστικά σημαντική διαφορά, p=0,853. Οι γυναίκες μετά τη λήψη της αμιωδαρόνης αναφέρουν σε μεγαλύτερο ποσοστό βελτίωσης του συμπτώματος αδυναμία, p=0,006, ομοίως και στο σύμπτωμα ζάλη, p=0,006. Τα άτομα στα οποία η διάρκεια του επεισοδίου της κολπικής μαρμαρυγής είναι πάνω από 21 ώρες συχνότερα αναφέρουν λήψη αντιθυροειδικών φαρμάκων και αναφέρουν συχνότερα λιγότερη βελτίωση στη δυσκολία της αναπνοής p=0,002. Τα άτομα τα οποία παρουσιάζουν διαλείπουσα κολπική μαρμαρυγή παίρνουν περισσότερες από 3 φορές το χρόνο αμιωδαρόνη ενδοφλεβίως p=0.067. Επίσης η ίδια ομάδα εκτός από την αμιωδαρόνη συχνότερα παίρνει φλεκαϊνίδη p=0,018, όπως επίσης και σοταλόλη p=0,002..Τα άτομα τα οποία αναφέρουν στο ιστορικό τους στεφανιαία νόσο δεν παρουσιάζουν μεγάλη βελτίωση στον ακανόνιστο καρδιακό παλμό p=0,016, ενώ οι διαβητικοί αναφέρουν μικρότερο βαθμό βελτίωσης στη δυσκολία της αναπνοής μετά τη χορήγηση της αμιωδαρόνης, p=0,007.. Συμπέρασμα: Η χορήγηση της αμιωδαρόνης φαίνεται να βελτιώνει τα συμπτώματα της παροξυσμικής κολπικής μαρμαρυγής, αλλά και τη συχνότητα των επεισοδίων της.Introduction: Atrial fibrillation is a common arrhythmia and is characterized by waves that propagate in different directions and cause disorganization of the atrial depolarization without effective atrial contraction. Amiodarone is one of the most commonly used antiarrhythmic drugs. Purpose: The aim of this study is to investigate the effectiveness of amiodarone in relation to the time of onset of paroxysmal atrial fibrillation. Material and Method: The study sample consisted of 50 patients with paroxysmal atrial fibrillation who were hospitalized in NIMTS of Athens, from January 2019 to December 2019 and who were given intravenous amiodarone. The data were recorded in a specially designed recording card which included demographic and clinical features of the sample. The x2-test statistical test was applied and the significance level was set at 0.05. Results: Of the study sample, 54% were men and 84.0% were over 65 years old. 30% were smokers and 50% had atrial fibrillation for the first time under the age of 64. The maximum duration of the atrial fibrillation episode in 46% of the sample was less than 20 hours and in terms of the type of atrial fibrillation in 70% it was intermittent paroxysmal. People with a duration of paroxysmal ejaculation lasting more than 20 hours were more likely to receive amiodarone, but without a statistically significant difference, p = 0.853. Women after taking amiodarone report a higher rate of improvement in symptom weakness, p = 0.006, as well as dizziness, p = 0.006. People in whom the duration of the atrial fibrillation episode is more than 21 hours more often report taking antithyroid drugs and more often report less improvement in breathing difficulty p = 0.002. People with intermittent atrial fibrillation receive amiodarone intravenously more than 3 times a year p = 0.067. Also, in addition to amiodarone, the same group most often takes plekainide p = 0.018, as well as sotalol p = 0.002. People who report a history of coronary heart disease do not show much improvement in irregular heartbeat p = 0.016, while diabetics report less improvement in respiratory distress after administration of amiodarone, p = 0.007. Conclusion: Amiodarone administration appears to improve the symptoms of paroxysmal atrial fibrillation, as well as the frequency of its episodes

    Βασική έρευνα - Nifekalant hydrochloride: Ένα καινούριο αντιαρρυθμικό φάρμακο στη θεραπεία της καρδιακής ανακοπής. Συγκριτική μελέτη με την αμιωδαρόνη σε ζωικό μοντέλο παιδιατρικών χοίρων.

    Get PDF
    Σκοπός: Ο σκοπός της μελέτης ήταν η σύγκριση της επίδρασης του nifekalant και της αμιωδαρόνης στην ανάκτηση αυτόματης κυκλοφορίας, στην επιβίωση καθώς και στο αιμοδυναμικό προφίλ σε χοίρειο μοντέλο παρατεταμένης κοιλιακής μαρμαρυγής. Μέθοδοι: Μετά από 8 λεπτά κοιλιακής μαρμαρυγής χορηγήθηκαν σε κάθε ομάδα (N=10) εφάπαξ δόσεις αδρεναλίνης και είτε nifekalant, αμιωδαρόνης ή φυσιολογικού ορού, ανάλογα με την τυχαιοποίηση. Η καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση (ΚΑΑ) ξεκίνησε αμέσως μετά από τη χορήγηση των φαρμάκων και ο απινιδισμός χορηγήθηκε 2 λεπτά αργότερα. Η ΚΑΑ είχε διάρκεια 2 λεπτών μετά από κάθε απινιδισμό και η ίδια δόση αδρεναλίνης δίνονταν κάθε 4 λεπτά. Αποτελέσματα: Η 48ωρη επιβίωση ήταν στατιστικώς σημαντικά υψηλότερη για το nifekalant σε σύγκριση με την αμιωδαρόνη (p<0,001) και με το εικονικό φάρμακο (p=0,02), (9/10, 0/10, 3/10 αντίστοιχα). Η συστολική πίεση της αορτής, η διαστολική πίεση της αορτής και η πίεση πλήρωσης των στεφανιαίων ήταν σημαντικά υψηλότερες για το nifekalant κατά την ΚΑΑ και κατά την άμεση περίοδο μετά την αναζωογόνηση (p<0,05). Τα ζώα της ομάδας αμιωδαρόνης είχαν χαμηλότερη καρδιακή συχνότητα κατά το 1ο και 45ο λεπτό μετά την ανάκτηση αυτόματης κυκλοφορίας (p<0,001 και p=0,006 αντίστοιχα). Ο αριθμός των απινιδισμών που απαιτήθηκαν για τον τερματισμό της κοιλιακής μαρμαρυγής, η διάρκεια της ΚΑΑ και η συνολική δόση της αδρεναλίνης ήταν σημαντικά υψηλότερες για την αμιωδαρόνη σε σύγκριση με το nifekalant (p<0,001). Συμπεράσματα: Το nifekalant παρουσίασε ευνοϊκότερο αιμοδυναμικό προφίλ και βελτίωσε την επιβίωση σε σχέση με την αμιωδαρόνη και το εικονικό φάρμακο σε αυτό το χοίρειο μοντέλο.Purpose: The purpose of the experiment was to compare the effects of nifekalant and amiodarone on the return of spontaneous circulation (ROSC), survival, as well as on the hemodynamic parameters in a swine model of prolonged ventricular fibrillation (VF). Methods: After 8 min of untreated VF, bolus doses of epinephrine (adrenaline) and either nifekalant, or amiodarone, or saline (n = 10 per group), were administered after randomization. Cardiopulmonary resuscitation (CPR) was commenced immediately after drug administration and defibrillation was attempted 2 min later. CPR was resumed for another 2 min after each defibrillation attempt and the same dose of adrenaline was given every 4th minute during CPR. Results: 48h survival was significantly higher with nifekalant compared to amiodarone (p<0.001) and saline (p=0.02), (9/10 vs. 0/10 vs. 3/10, respectively). Systolic aortic pressure, diastolic aortic pressure and coronary perfusion pressure were significantly higher with nifekalant during CPR and immediate post-resuscitation period (p<0.05). The animals in the amiodarone group had a slower heart rate at the 1st and 45th min post-ROSC (p<0.001 and p=0.006, respectively). The number of electric shocks required for terminating VF, time to ROSC and adrenaline dose were significantly higher with amiodarone compared to nifekalant (p<0.001). Conclusions: Nifekalant showed a more favorable hemodynamic profile and improved survival compared to amiodarone and saline in this swine model

    Ενδοκαρδιακή μέσω Καθετήρα Κατάλυση με Υψίσυχνο Ρεύμα σε Μετεμφραγματικό Ασθενή με Ηλεκτρική Θύελλα πριν από την Εμφύτευση Απινιδωτού: Μακροχρόνια Πορεία και Έκβαση

    Get PDF
    Περιγράφεται η περίπτωση ενός ασθενούς, 66 ετών, που παρουσιάσθηκε με πολλαπλά επεισόδια εμμένουσας μονόμορφης κοιλιακής ταχυκαρδίας 30 και 14 έτη μετά δύο εμφράγματα του κατωτέρου και του προσθίου τοιχώματος του μυοκαρδίου. Αφού η ηλεκτρική θύελλα κατεστάλη με ένα μεικτό σχήμα τριπλής αντιαρρυθμικής αγωγής, ο ασθενής υπεβλήθη σε ενδοκαρδιακή κατάλυση της αρρυθμιογόνου εστίας με τη βοήθεια του ηλεκτροανατομικού συστήματος χαρτογράφησης στο ηλεκτροφυσιολογικό εργαστήριο. Ακολούθησε η εμφύτευση ενός αντιταχυκαρδιακού βηματοδότου απινιδωτού που στους επακόλουθους 30 μήνες παρακολούθησης κινητοποιήθηκε αθόρυβα σε ένα μοναδικό στιγμιότυπο αντιταχυκαρδιακής βηματοδότησης

    Καρδιαγγειακές παθήσεις και φάρμακα στην κύηση και το θηλασμό

    Get PDF
    Η κύηση αποτελεί μια φυσιολογική κατάσταση, και είναι εντυπωσιακά καλά ανεκτή σε γυναίκες με ήπιας και μέτριας βαρύτητας καρδιοπάθεια. Υπολογίζεται ότι καρδιακή νόσος υπάρχει στο 1% των εγκύων γυναικών. Η μείωση των ρευματικής αιτιολογίας παθήσεων στις αναπτυγμένες χώρες καθώς και οι επιτυχείς χειρουργικές επεμβάσεις των συγγενών καρδιοπαθειών, έχουν καταστήσει τις τελευταίες την συχνότερη ομάδα καρδιοπαθειών στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η μεγαλύτερη ηλικία των εγκύων γυναικών σήμερα και η αυξημένη συχνότητα καπνίσματος καθιστά τη στεφανιαία νόσο, σπάνια, αλλά και υπαρκτή αιτία καρδιοπάθειας στην κύηση Η μεγάλη πλειονότητα των γυναικών με συγγενή καρδιοπάθεια φθάνει σε αναπαραγωγική ηλικία με ή χωρίς χειρουργική επέμβαση. Οι περισσότεροι καρδιολόγοι δεν έχουν αρκετή εμπειρία, καθώς συναντούν λίγες περιπτώσεις και δεν είναι εξοικειωμένοι με τις συγγενείς καρδιοπάθειες γενικότερα. Για τις σοβαρότερες περιπτώσεις χρειάζεται στενή συνεργασία ενός έμπειρου καρδιολόγου με το γυναικολόγο, τον αναισθησιολόγο, το νεογνολόγο παιδίατρο, ακόμα και το γενετιστή ενός ειδικού κέντρου. Πρέπει να τονισθεί ότι οι περισσότερες γυναίκες με καρδιοπάθειες δεν αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα στη διάρκεια της κύησης και θα πρέπει να αποφεύγεται η δημιουργία άγχους και ανασφάλειας. Από την άλλη πλευρά στις λίγες σοβαρές περιπτώσεις υπάρχει σημαντικός κίνδυνος νοσηρότητας ή και θνητότητας για τη μητέρα και το έμβρυο. Πρέπει να λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα και να δίνονται κατάλληλες συμβουλές και οδηγίες για τον προγραμματισμό ή όχι της εγκυμοσύνης , τα αντισυλληπτικά μέσα και τους πιθανούς κινδύνους νοσηρότητας και θνητότητας για τη μητέρα και το έμβρυο, κατά τη διάρκεια της κύησης, του τοκετού και της λοχείας. Μεγάλες καρδιολογικές εταιρείες έχουν κατά καιρούς δημοσιεύσει οδηγίες (guidelines) που αφορούν την αντιμετώπιση καρδιοπαθειών στην κύηση όπως η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία (ΑΗΑ), το Αμερικανικό Κολέγιο Καρδιολογίας (ACC) και η Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία (ESC).Pregnancy is a normal condition, and is remarkably well tolerated in women with mild to moderate heart disease. It is estimated that heart disease is present in 1% of pregnant women. The decrease of rheumatic etiology diseases in developed countries and successful surgery of congenital heart disease, have made the last group the most common heart disease in pregnancy. The older age of pregnant women today and increased smoking incidence makes CHD, rare but real cause of heart disease and in pregnancy. The vast majority of women with congenital heart disease reaches the reproductive age with or without surgery. Most cardiologists do not have enough experience, and meet a few cases and are not familiar with congenital heart disease in general. For the most severe cases need close cooperation of an experienced cardiologist with the gynecologist, the anesthesiologist, the neonatologist pediatrician, even the geneticist a specialist center. It should be noted that most women with heart disease face no problems during pregnancy and should avoid creating anxiety and insecurity. On the other side in a few severe cases there is a significant risk of morbidity and mortality for both mother and fetus. You must take all necessary measures and to give appropriate advice and instructions for programming or not pregnancy, contraceptive means and potential risks of morbidity and mortality for both mother and fetus during pregnancy, childbirth and the puerperium . Large Heart Association have occasionally published guidelines on the handling of heart disease in pregnancy such as the American Heart Association (AHA), the American College of Cardiology (ACC) and the European Society of Cardiology (ESC)

    Περιεγχειρητική διαχείριση ασθενών σε αγωγή με Νεώτερα από του Στόματος Αντιπηκτικά φάρμακα

    Get PDF
    Η εισαγωγή των άμεσων/ νεότερων από του στόματος αντιπηκτικών στην κλινική πράξη αποτελεί από μόνη της μια μικρή επανάσταση στο πεδίο της αντιμετώπισης της θρομβοεμβολικής νόσου. Οι ασθενείς απαλλάχθηκαν από την ανάγκη της παρεντερικής χορήγησης αυτής της κατηγορίας των σκευασμάτων (ηπαρίνες) και ταυτόχρονα άρθηκε η ανάγκη της συχνής παραπομπής τους στο εργαστήριο προκειμένου να μετρούν και να τροποποιούν την δοσολογία των VKA’s. Ωστόσο, όπως και σε κάθε τι καινούργιο, τα DOAC’s δεν έμειναν άμοιρα προβλημάτων. Η αλληλεπίδρασή τους με άλλα σκευάσματα και η εξάρτηση του χρόνου ημίσειας ζωής τους από τη νεφρική λειτουργία των ασθενών αποτελούν δύο εξ’ αυτών. Από την άλλη πλευρά, η νεφρική λειτουργία σε συνδυασμό με τον αιμορραγικό κίνδυνο μίας επέμβασης και τον θρομβωτικό κίνδυνο του ασθενούς κάνουν την περιεγχειρητική τους διαχείριση μια καθημερινή πρόκληση για τον κλινικό ιατρό. Η πρόκληση αυτή μεγεθύνεται από την έλλειψη εργαστηριακών δοκιμασίων ρουτίνας που θα πληροφορούσαν τους ιατρούς με ακρίβεια για το αντιπηκτικό status των ασθενών τους. Οι αλγόριθμοι που αναπτύσσονται για την περιεγχειρητική διαχείριση αυτών των ασθενών, βασίζονται σε προοδευτικά ισχυρότερες εργασίες και επιδιώκουν να προσφέρουν στον ιατρικό κόσμο εύχρηστα και αποτελεσματικά εργαλεία. Η ανάπτυξη ειδικών και γενικών αντιδότων για τα DOAC’s και τα αντιπηκτικά γενικότερα, έρχεται για να προσθέσει ένα ακόμα όπλο στα χέρια των ιατρών για την ασφαλέστερη διαχείριση των ασθενών. Τελικά, αυτή η μικρή επανάσταση μάλλον έχει βρει το δρόμο της…..The introduction of the novel/ direct oral anticoagulants in clinical practice for the treatment of thromboembolic disease, is, by itself a small revolution. Patients were relieved by the need of parenteral administration of anticoagulants regarding heparins and the need to refer to the lab in order to measure and quantify the dosage of their VKA. On the other hand, as it happens with everything new in medical practice, DOAC’s are not free of problems. Their interaction with other drugs and the dependence of their half-life from renal function are two major issues. Periprocedural management is also challenging because it is regulated by renal function, the hemorrhagic risk of the procedure and the thrombotic risk of the patient. Such a challenge is further magnified by the lack of specific laboratory tests that will provide the clinician with accurate information regarding the coagulation status of their patients. Periprocedural algorithms are being developed and are based on strong evidenced clinical trials in an effort to offer effective and easy to use clinical tools to physicians. General and specific antidotes are also under clinical trials, in order to make the use of DOAC’s even safer. Finally, as it seems, this small revolution has find its own way….

    Atrial fibrillation in athletes: pathophysiology and therapeutic approach

    Get PDF
    Σημείωση: διατίθεται συμπληρωματικό υλικό σε ξεχωριστό αρχείο

    Οι θυρεοειδικές ορμόνες στην ανακοπή: βιβλιογραφική ανασκόπηση

    Get PDF
    ΠΕΡΙΛΗΨΗ Εισαγωγή: Η καρδιακή ανακοπή οδηγεί σε ποικίλες παθοφυσιολογικές μεταβολές. Μία από αυτές αποτελεί και η μεταβολή της φυσιολογικής θυρεοειδικής ομοιόστασης. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η ανασκόπηση της τρέχουσας βιβλιογραφίας και των κλινικών μελετών εκείνων που αναλύουν τον ρόλο των μεταβολών των θυρεοειδικών ορμονών κατά την καρδιακή ανακοπή. Μέθοδοι: Η αναζήτηση των μελετών έγινε σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων και συγκεκριμένα στο MEDLINE μέσω του PUBMED, στην Cochrane Library και στο Google Scholar. Επιλέξαμε τυχαιοποιημένες μελέτες και μελέτες παρατήρησης. Ορίσαμε σαν υπό μελέτη πληθυσμό ενήλικες και παιδιά με καρδιακή ανακοπή που συνέβη είτε εκτός νοσοκομείου είτε ενδονοσοκομειακά, στους οποίους έγινε προσπάθεια αναζωογόνησης από επαρκώς εκπαιδευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Επίσης, στην ανασκόπηση συμπεριλήφθηκαν πειραματικές μελέτες. Αποτελέσματα: Συμπεριλήφθηκαν 3 μελέτες παρατήρησης και 4 πειραματικές μελέτες, ενώ δεν αναβρέθηκαν τυχαιοποιημένες μελέτες. Κατά τη διάρκεια της καρδιακής ανακοπής επισυμβαίνουν μεταβολές στη θυρεοειδική ομοιόσταση, που φαίνεται να ερμηνεύονται σύμφωνα με το σύνδρομο του νοσούντος θυρεοειδικού. Θεραπεία υποκατάστασης με λεβοθυροξίνη φαίνεται να οδηγεί σε αύξηση του ποσοστού επιβίωσης καθώς και σε μειωμένο νευρολογικό έλλειμμα. Συμπέρασμα: Με βάση τα υπάρχοντα βιβλιογραφικά δεδομένα κατά τη διάρκεια της καρδιακής ανακοπής σημειώνονται σημαντικές μεταβολές στα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών. Η χρησιμότητα του συμπεράσματος αυτού έγκειται αφενός στο ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν έναν προγνωστικό βιοδείκτη για τα θύματα καρδιακής ανακοπής και αφετέρου να χρησιμοποιηθούν θεραπευτικά, συμβάλλοντας στη βελτίωση του προσδόκιμου. Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα και μάλιστα μελέτες τυχαιοποιημένες, διπλές τυφλές, προκειμένου να φτάσουμε σε ασφαλή συμπεράσματα σε σχέση με τη χρήση των θυρεοειδικών ορμονών στην καρδιακή ανακοπή.ABSTRACT Introduction: various pathophysiological changes occur during cardiac arrest (CA). One of these is the alteration in normal thyroid homeostasis. The purpose of this study is to review current literature and those clinical studies that analyze the role of thyroid hormone changes during cardiac arrest. Materials and methods: we systematically searched Pubmed, the Cochrane Library and Google Scholar. Randomized control trials, observational studies and experimental studies were selected. Results: our search initially identified 877 studies. Of them, 3 observational studies and 4 experimental studies met the inclusion criteria. No randomized control trials concerning the role of thyroid hormones during cardiopulmonary resuscitation were found in our research. During CA, changes in thyroid homeostasis occur that appear to be attributed to a low T3 syndrome. Conclusions: based on existing literature, significant changes in thyroid hormone levels occur during CA. The usefulness of this conclusion is that thyroid hormones could be a predictive biomarker for CA victims and that they could be used therapeutically, helping to improve life expectancy. Further research and, even, randomized, double-blind studies are needed in order to reach safe conclusions regarding the role of thyroid hormones in CA. Keywords: cardiac arrest; cardiopulmonary resuscitation; thyroid hormones; thyroxine; revie

    Ενδοστεφανιαία χορήγηση αλλογενών καρδιακών προγoνικών κυττάρων για τον περιορισμό της έκτασης του εμφράγματος του μυοκαρδίου

    Get PDF
    Εισαγωγή: Η ενδοστεφανιαία χορήγηση αλλογενών καρδιακών προγονικών κυττάρων από καρδιόσφαιρες (CDCs) κατά την επαναιμάτωση ενός οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου (ΟΕΜ) έχει αποδειχθεί ασφαλής και αποτελεσματική σε προκλινικά πειραματικά μοντέλα. Ωστόσο, η βλάβη της στεφανιαίας μικροκυκλοφορίας από επαναιμάτωση και το φαινόμενο μη επαναρροής (NR) ενδέχεται να επηρεάζουν αρνητικά την κατανομή των CDCs στην υπό κίνδυνο περιοχή του μυοκαρδίου (AR), περιορίζοντας την αποτελεσματικότητά τους. Η ενδοστεφανιαία χορήγηση CDCs, από την άλλη, μπορεί να επιδεινώσει το NR λόγω εμβολισμού των κυττάρων στη στεφανιαία μικροκυκλοφορία. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας πειραματικής εργασίας ήταν η μελέτη της ενδοστεφανιαίας χορήγησης αλλογενών CDCs κατά την οξεία φάση του εμφράγματος του μυοκαρδίου, πριν από την εγκατάσταση της βλάβης από επαναιμάτωση, σε χοίρειο πειραματικό μοντέλο ισχαιμίας – επαναιμάτωσης. Μέθοδοι: Αρχικά, σε μία σειρά προκαταρκτικών πειραμάτων ασφάλειας, διαφορετικές δόσεις αλλογενών CDCs χορηγήθηκαν ενδοστεφανιαία, 5 λεπτά πριν ή 5 λεπτά μετά την έναρξη της επαναιμάτωσης (πειράματα pre-rep και post-rep, αντίστοιχα) και υπολογίστηκε η έκταση του NR, ώστε να καθοριστεί η μέγιστη ασφαλής κυτταρική δόση για κάθε χορήγηση. Στη συνέχεια, επιλέχθηκε η καταλληλότερη χρονική στιγμή χορήγησης με βάση την κατακράτησή των CDCs στην AR. Τέλος, σε μία σειρά πειραμάτων αποτελεσματικότητας μελετήθηκε η έκταση του εμφράγματος του μυοκαρδίου (IS) 30 ημέρες μετά τη χορήγηση CDCs ή διαλύματος ελέγχου. Αποτελέσματα: Η χορήγηση των κυττάρων δεν συνοδεύτηκε από αρρυθμίες ή οξείες αιμοδυναμικές μεταβολές. Η μέγιστη δόση αλλογενών CDCs που μπόρεσε να χορηγηθεί χωρίς να συνοδεύεται από επιδείνωση του NR υπολογίστηκε σε 5 και 10 εκατομμύρια κύτταρα στα πειράματα pre-rep και post-rep, αντίστοιχα. Τα πειράματα pre-rep συνοδεύτηκαν από αυξημένη κατακράτηση των CDCs στην AR (7,7±8,2% έναντι 1,4±1,5% στα πειράματα post-rep) και, για το λόγο αυτό, στα πειράματα αποτελεσματικότητας χορηγήθηκαν 5 εκατομμύρια CDCs, 5 λεπτά πριν την έναρξη της επαναιμάτωσης, Στο σκέλος της αποτελεσματικότητας, η θεραπεία με αλλογενή CDCs σχετίστηκε με μικρότερη IS (37,4±9,9% της AR) σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (49,9±7,4% της AR, p=0,03). Συμπεράσματα: Η ενδοστεφανιαία χορήγηση 5 εκατομμυρίων αλλογενών CDCs αμέσως πριν την έναρξη της επαναιμάτωσης ενός ΟΕΜ σχετίζεται με ικανοποιητική κυτταρική κατακράτηση και οδηγεί σε μείωση της έκτασης του εμφράγματος, χωρίς να επιδεινώνει τη βατότητα της στεφανιαίας μικροκυκλοφορίας. Η προτεινόμενη θεραπευτική προσέγγιση θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην κλινική πράξη κατά τη διάρκεια της πρωτογενούς αγγειοπλαστικής για την επαναιμάτωση ενός ΟΕΜ.Background: Intracoronary delivery of allogenic cardiosphere derived cells (CDCs) during reperfusion of an acute myocardial infarction (AMI) has been proven safe and effective in preclinical studies. However, reperfusion injury and no-reflow phenomenon (NR) may adversely affect the distribution of CDCs within the myocardial area at risk (AR), limiting their efficacy. Intracoronary CDC delivery, on the other hand, can lead to exacerbation of NR due to cell microembolization. Aim: The aim of this study was to evaluate the intracoronary delivery of allogeneic CDCs during the acute phase of myocardial infarction, prior to significant NR development, in a porcine ischemia – reperfusion model. Methods: First, in a series of preliminary safety experiments, different doses of allogeneic CDCs were administered intracoronary, either 5 minutes before or 5 minutes after the onset of reperfusion (pre-rep and post-rep studies, respectively). No-reflow areas were measured in order to define the maximum safe cell dose for each delivery method. Second, cell delivery timing was chosen based on CDC retention within the AR. Finally, infarct size (IS) was evaluated in an efficacy study, 30 days after intracoronary CDC delivery. Results: Cell delivery was not associated with any arrhythmias or hemodynamic impairment. Five and ten million allogenic CDCs could be safely administered without deterioration of NR in the pre-rep and post-rep studies, respectively. Cell delivery prior to reperfusion resulted in increased CDC retention within the AR (7.7±8.2% vs 1.4±1.5% in the post-rep study), thus, in the efficacy study, 5 million CDCs were administered, 5 minutes prior to reperfusion. Treatment with allogeneic CDCs, in the efficacy study, was associated with reduced IS (37.4±9.9% of AR) compared to controls (49.9±7.4% of AR, p=0.03). Conclusions: Intracoronary delivery of 5 million allogeneic CDCs immediately prior to reperfusion onset is associated with satisfactory cell retention rates and leads to reduced infarct size without aggravation of microvascular obstruction. The proposed therapeutic approach could be applied to clinical practice during AMI reperfusion with primary percutaneous coronary intervention
    corecore