86 research outputs found

    Update on insulin treatment of dogs and cats with non-complicated diabetes mellitus

    Get PDF
    Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια συχνή ενδοκρινοπάθεια στους σκύλους και τις γάτες και η θεραπευτική του αντιμετώπιση στηρίζεται κυρίως στη χορήγηση ινσουλίνης και τα διαιτητικά μέτρα. Σκοπός της ανασκόπησης αυτής είναι η ενημέρωση του κλινικού Κτηνιάτρου για τα σύγχρονα δεδομένα της θεραπείας με ινσουλίνη σε σκύλους και γάτες με απλό σακχαρώδη διαβήτη. Τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει σημαντικά η θεραπευτική προσέγγιση του νοσήματος, χάρη στη χρησιμοποίηση ινσουλινών με μεγάλη και σταθερή διάρκεια δράσης που δεν προκαλούν έντονη αυξομείωση της συγκέντρωσης της γλυκόζης στο αίμα (ινσουλίνη glargine και detemir) και στην ευρεία εφαρμογή της μέτρησης της συγκέντρωσης της γλυκόζης στο αίμα από τον ιδιοκτήτη του ζώου, στο σπίτι. Η τελευταία γίνεται με τη βοήθεια γλυκοζόμετρου, ύστερα από λήψη τριχοειδικού αίματος από το πτερύγιο του αυτιού ή το πελματικό φύμα. Οι μετρήσεις στο σπίτι πραγματοποιούνται περιοδικά (π.χ. σε εβδομαδιαία βάση), κάθε 1-2 ώρες για το μεσοδιάστημα μεταξύ δυο διαδοχικών χορηγήσεων ινσουλίνης (συνήθως 12 ώρες), αντικαθιστώντας έτσι την καμπύλη γλυκόζης που γινόταν στην κλινική. Επιπλέον, στις γάτες έχει προταθεί να γίνονται 3-5 φορές ημερησίως, σε καθημερινή βάση, προκειμένου να επιτευχθεί με ασφάλεια ο στενός έλεγχος της υπεργλυκαιμίας (μεταξύ 50 και 200 mg dl-1 καθ’ όλη τ η διάρκεια της ημέρας) με συνεχείς τροποποιήσεις της δόσης της ινσουλίνης. Μάλιστα, με το συνδυασμό των διαιτητικών μέτρων, της χορήγησης ινσουλίνης glargine ή detemir και του στενού ελέγχου της υπεργλυκαιμίας έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των γατών εκείνων όπου επιτυγχάνεται προσωρινή ή μόνιμη ύφεση του σακχαρώδη διαβήτη, γεγονός που επιτρέπει τη διακοπή της χορήγησης ινσουλίνης (παροδικός σακχαρώδης διαβήτης). Μια ακόμα ελπιδοφόρα εξέλιξη είναι η ολοένα και συχνότερη χρησιμοποίηση των συσκευών συνεχούς μέτρησης της συγκέντρωσης της γλυκόζης στον υποδόριο ιστό. Χάρη στις συσκευές αυτές, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο στην κλινική όσο και στο σπίτι, υπάρχει η δυνατότητα να μετράται η συγκέντρωση της γλυκόζης κάθε 5 λεπτά για χρονικό διάστημα μέχρι και 72 συνεχόμενων ωρών, γεγονός που επιτρέπει την καλύτερη ρύθμιση της θεραπείας με ινσουλίνη.Diabetes mellitus is a common endocrine disease of dogs and cats. Treatment is mainly based on insulin administration and dietary modifications. The aim of this review is to provide updated information on insulin treatment of dogs and cats with non-complicated diabetes mellitus. During the last years, there has been significant progress in the management of this disease, thanks to the use of long-acting insulin preparations that do not cause pronounced fluctuations of blood glucose concentrations (insulin glargin and detemir) and because of the widespread use of home glucose monitoring by the owners of diabetic pets. Home glucose monitoring is based on capillary blood sampling from the ear pinnae or the foot pad and measurement of blood glucose concentration with a portable blood glucose meter. This can be done periodically (e.g. every week) to replace the traditional in-clinic blood glucose curve; in this case, blood glucose concentration is measured just before the morning insulin administration and then every 1-2 hours until the next dose (usually for 12 hours). Furthermore, especially for the cat, home glucose monitoring can be performed 3-5 times per day, on a daily basis, in order to safely adjust insulin dose and achieve tight control of hyperglycemia (i.e. blood glucose concentration between 50 and 200 mg dl-1 throughout the day). The combination of dietary management, of insulin glargine or detemir administration and of the tight control of hyperglycemia has substantially increased the proportion of cats that enter into temporal or permanent diabetic remission and can be further managed without insulin. Another important achievement is the use of continuous glucose monitoring systems to monitor interstitial fluid glucose concentrations. These devices can be used in the clinic and at home and they can measure glucose concentration every 5 minutes for up to 72 consecutive hours, thus facilitating optimal adjustment of insulin treatment

    Ultrasonographic examination of the canine skin: a review

    Get PDF
    ABSTRACTReal time B-mode ultrasonography is a non-invasive diagnostic imaging modality that does not use radiation and allows examination of various soft tissue structures. For many years it is used in human dermatology and in the last decade it has entered the canine dermatology arena. Based on the frequency employed, cutaneous ultrasonography may be classified as intermediate- (7-15 MHz) or high-frequency (20 MHz or higher). Using intermediate frequency, the ultrasonographic features of normal canine skin are consistent and three distinct visible layers can be seen. Using a 50 MHz transducer, the epidermis and hair follicles are also identified and accurate measurements of skin thickness can be obtained. The aim of this article is to review the available published knowledge regarding ultrasonographic examination of the canine skin

    Flank sucking in a Doberman pincher

    Get PDF
    Ο θηλασμός των κενεώνων διαπιστώνεται σχεδόν αποκλειστικά σε σκύλους της φυλής Doberman pinscher και αποτελεί καταναγκαστική διαταραχή της συμπεριφοράς, συχνά συνυπάρχουσα με παρόμοιας αιτιολογίας διαταραχές συμπεριφοράς, όπως η ψυχογενής δερματίτιδα από λείξη των άκρων, ο θηλασμός των υφασμάτων (κουβερτών) και η αλλοτριοφαγία. Προσκομίστηκε στην Κλινική αρσενικός μη στειρωμένος σκύλος, φυλής Doberman pinscher και ηλικίας 2,5 χρόνων, επειδή τους δύο τελευταίους μήνες μασούσε επίμονα την περιοχή του δεξιού κενεώνα αυτού. Ο σκύλος ήταν πλήρως εμβολιασμένος και ζούσε αποκλειστικά σε εξωτερικό χώρο (αυλή), μαζί με τη μητέρα του, η οποία δεν παρουσίαζε παρόμοιο πρόβλημα. Τα συμπτώματα πρωτοεμφανίσθηκαν όταν ο σκύλος ήταν συνεχώς δεμένος με σχετικά κοντή αλυσίδα, προκειμένου να αποτραπεί η σύζευξη με τη μητέρα του που βρίσκονταν σε οίστρο. Από τότε, η παθολογική αυτή συμπεριφορά παρατηρούνταν αρκετές φορές την ημέρα, υπό μορφή κρίσεων, κατά τη διάρκεια των οποίων το ζώο διατηρούσε πλήρως τη συνείδηση του. Επιπλέον, σύμφωνα με το ιστορικό, ο σκύλος είχε την τάση να μασάει υφάσματα και παρουσίαζε αλλοτριοφαγία από νεαρή ηλικία μέχρι την προσκόμιση του. Κατά τη γενική κλινική και τη δερματολογική εξέταση, δε διαπιστώθηκε ο,τιδή- ποτε παθολογικό.Η συμπεριφορά του σκύλου ήταν φυσιολογική, χωρίς εκδηλώσεις άγχους, επιθετικότητας ή φόβου στη διάρκεια της εξέτασης και κατά την αιμοληψία. Όμως, κατά την παραμονή του στην αίθουσα αναμονής, ενώ ήταν ήρεμος, άρχισε αιφνιδίως να κυνηγά επίμονα το δεξιό κενεώνα και στη συνέχεια να τον θηλάζει για περισσότερο από τρία λεπτά, οπότε τον διέκοψε ο ιδιοκτήτης του. Η κύρια διαγνωστική πιθανότητα ήταν ο ψυχογενής θηλασμός του κενεώνα, αλλά η διαφορική διάγνωση περιλάμβανε επίσης την τριχούρωση, τις αλλεργικές δερματίτιδες και τις ψυχοκινητικές επιληπτικέ κρίσεις. Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων (αιματολογική, βιοχημικές στον ορό του αίματος, παρασιτολογικη κοπράνων με εμπλουτισμό, ορολογική για Leishmania) δεν έδειξαν παθολογικά ευρήματα. Η θεραπευτική αντιμετώπιση που προτάθηκε περιλάμβανε την από το στόμα χορήγηση ανθελμινθικού σκευάσματος (συνδυασμός πραζικουαντέλης, πυραντέ- λης και φεβαντέλης) επί 4 συνεχόμενες ημέρες και χλωμιπραμίνης σε δόση 1mg/kg σωματικού βάρους κάθε 12 ώρες, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ παράλληλα δόθηκαν οδηγίες για την αποφυγή των πιθανών εναυσματικών παραγόντων. Σε τηλεφωνική επικοινωνία ύστερα από περίπου δύο μήνες, ο ιδιοκτήτης ανέφερε ότι, αν και αποφάσισε να μη χορηγήσει τη χλωμιπραμίνη, είχε μεταφέρει το σκύλο σε άλλο χώρο όπου ήταν μόνος του και κινείτο ελεύθερα, με αποτέλεσμα να είχε σταματήσει η παθολογική συμπεριφορά. Όμως, όταν ο σκύλος επέστρεψε στο αρχικό περιβάλλον αυτού, όπου πάλι ήταν συνεχώς δεμένος με αλυσίδα, ο θηλασμός των κενεώνων επανεμφανίστηκε.Flank sucking is a behavioural abnormality of compulsive nature that occurs almost exclusively in Doberman pinchers and is frequently accompanied by other abnormal behaviours, such as aerai lick dermatitis, blanket sucking and pica. A 2.5-year old, intact male, Doberman pinscher was presented because of a two-month long history of persistent right flank sucking. The dog was up-to-date with vaccinations and lived exclusively outdoors with his mother. The onset of the problem coincided with a period of crate restraining, where a short chain was used to avoid copulation with his mother, when she was in oestrus. Since then, the abnormal behaviour occurred on a daily basis and was not associated with neurological signs. In addition, the dog presented blanket sucking and pica that had first appeared during puppy hood. No clinical abnormalities were detected and the dog did not show signs of anxiety, aggression or fear during physical examination and blood sampling. Later-on and while remaining calm in the waiting room of the Clinic, the dog started chasing, chewing and sucking his right flank for over three minutes, but stopped immediately after his owner's verbal intervention. Primary diagnosis was compulsive flank sucking; differential diagnosis included Trichuris vulpis infestation, allergic dermatitis and psychomotor seizures. Results of haematological and serum biochemical examinations were unremarkable, whereas serological examination for Leishmania and faecal parasitological examination did not reveal significant results. Suggested treatment included administration of an anthelminthic combination (praziquantel, pyrantel and febantel), orally, for 4 consecutive days and clomipramine, at the dose of 1 mg/kg of body weight, every 12 hours, orally, for a long period of time, along with instructions to avoid the causative and triggering factors. Two months later, the owner reported that, although clomipramine had not been administered, the abnormal behaviour disappeared when the dog had been relocated to a new environment with no other animals and was free to roam. However, flank sucking reappeared after the dog had been moved back to the initial environment and chained

    Glucose measurement using portable blood glucose meters in dogs and cats

    Get PDF
    Οι φορητές συσκευές για τη μέτρηση της συγκέντρωσης της γλυκόζης στο αίμα (γλυκοζόμετρα) είναι ηλεκτρονικές συσκευές που προσδιορίζουν τη συγκέντρωση της γλυκόζης στο ολικό αίμα. Χάρη στην εξέλιξη της τεχνολογίας, ο προσδιορισμός αυτός πραγματοποιείται σε μικρό όγκο αίματος και αποτελεί απλή γρήγορη και χαμηλού κόστους διαδικασία. Τα γλυκοζόμετρα χρησιμοποιούνται συχνά στην ιατρική των ζώων συντροφιάς, ιδιαίτερα για τη διάγνωση και την παρακολούθηση της θεραπείας σκύλων και γατών με σακχαρώδη διαβήτη ή υπογλυκαιμία. Τα αποτελέσματα της μέτρησης της συγκέντρωσης της γλυκόζης με τα γλυκοζόμετρα επηρεάζονται από διάφορους παράγοντες, όπως: α) η ίδιαη συσκευή, αφού το αποτέλεσμα ενδέχεται να διαφέρει μεταξύ γλυκοζόμετρων από διαφορετικούς κατασκευαστές, καθώς και τα αναλώσιμα (ταινίες) που τη συνοδεύουν και οι συνθήκες αποθήκευσης τους, β) οι περιβαλλοντικές συνθήκες, όπως είναι η θερμοκρασία και ενδεχομένως το υψόμετρο, γ) η τεχνική συλλογής του δείγματος (σημείο αιμοληψίας, καθαριότητα του σημείου αιμοληψίας, συλλογή του δείγματος σε φιαλίδιο με αντιπηκτικό), δ) το ίδιο το ζώο, αφού το αποτέλεσμα επηρεάζεται από τον αιματοκρίτη, τη συγκέντρωση των τριγλυκεριδίων, της κρεατινίνης, του ουρικού οξέος και των πρωτεϊνών στο αίμα και τη χορήγηση ορισμένων φαρμάκων, και ε) τα σφάλματα ανάλυσης. Λόγω της επίδρασης των παραγόντων αυτών, το αποτέλεσμα της μέτρησης ενδέχεται να διαφέρει σημαντικά όταν αυτή προσδιορίζεται με γλυκοζόμετρο σε σύγκριση με τους βιοχημικούς αναλυτές, γεγονός που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ιδιαίτερα όταν δε χρησιμοποιείταιη ίδια μέθοδος προσδιορισμού σε διαδοχικές μετρήσεις στο ίδιο ζώο.Επιπλέον, λόγω των διαφορών του αποτελέσματος μεταξύ συσκευών από διαφορετικούς κατασκευαστές, πρέπει να χρησιμοποιείται πάντα το ίδιο γλυκοζόμετρο και οι μετρήσεις να γίνονται κάτω από τις ίδιες περιβαλλοντικές συνθήκες και με την ίδια τεχνική αιμοληψίας προκειμένου να είναι συγκρίσιμα τα αποτελέσματα. Οι παραπάνω παράγοντες που επηρεάζουν τη συγκέντρωση της γλυκόζης στο αίμ  όταν αυτή προσδιορίζεται με τη βοήθεια του γλυκοζόμετρου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και, όπως άλλωστε ισχύει για κάθε εργαστηριακή εξέταση, το αποτέλεσμα πρέπει να συνεκτιμάται με τα κλινικά και τα υπόλοιπα εργαστηριακά ευρήματα για τη λήψη των καλύτερων διαγνωστικών και θεραπευτικών αποφάσεων.Portable blood glucose meters (PBGMs) are small electronic devices that measure the concentration of glucose in whole blood. Due to the technological advances, measurement of glucose concentration is carried out in a small blood volume, and it is a relatively simple, quick and inexpensive procedure. PBGMs are frequently used in companion animal medicine, especially for the diagnosis and treatment monitoring of dogs and cats with diabetes mellitus and hypoglycaemia. The main factors affecting the precision of the measurement include: a) the device (manufacturer), the consumables (reagent strips) and their storage conditions; b) environmental conditions (temperature and possibly altitude); c) blood collection technique (site of sampling, cleanliness at the site of sampling, use of anticoagulants); d) patient factors (haematocrit, blood triglycerides, creatinine, uric acid and protein concentrations, drug administration); and, e) operator errors. Due to all these factors, readings of glucose concentration by PBGMs may differ from those of chemistry analysers, and this should be taken into account when shifting from one method to the other. Furthermore, because the results depend on the PBGM, the same device should be used and all measurements should be made under the same environmental conditions and using the same blood sampling technique for serial measurements of blood glucose to be comparable. Finally, all the above mentioned limitations of glucose measurement by PBGMs should be taken into consideration and the results should be interpreted along with the clinical signs and any other laboratory findings for optimal diagnostic and therapeutic decisions

    Erythema multiforme in the dog

    Get PDF
    Το πολύμορφο ερύθημα είναι μία σπάνια δερματοπάθεια του σκύλου με ποικιλόμορφη κλινική εικόνα και χαρακτηριστικά ιστοπαθολογικά ευρήματα. Η νόσος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή μπορεί να απειλήσει τη ζωή του ζώου. Η παθογένεια του συνίσταται στην, μέσω της κυτταρικής ανοσίας, απόπτωση των κερατινοκυττάρων στην επιδερμίδα και στο τοίχωμα του θυλάκου των τριχών, που συνήθως εμφανίζεται υστέρα από τη χορήγηση διάφορων φαρμάκων, ενώ σπανιότερα ακολουθεί σε λοιμώξεις, νεοπλάσματα, νοσήματα του συνδετικού ιστού και σεκατανάλωση ορισμένων τροφών ή είναι ιδιοπαθής. Η διάγνωση στηρίζεται στην κλινική εικόνα και κυρίως στην ιστοπαθολογική εξέταση των βιοψιών από το δέρμα και η θεραπευτική αντιμετώπιση στην απομάκρυνση των υποκείμενων αιτίων, στα υποστηρικτικά μέτρα και ενδεχομένως στη χορήγηση γλυκοκορτικοειδών.Canine erythema multiforme is a rarely seen skin eruption that is characterized by variable clinical signs and a rather distinctive histopathology. From a clinical point of view erythema multiforme is of particular interest, mainly due to its life-threatening potential. It is considered a host-specific cell-mediated hypersensitivity reaction, leading to epidermal and follicular wall keratinocyte apoptosis. Although the exact pathomechanism is not currently fully understood, it is often associated with drugs, infections, neoplastic and connective tissue diseases, adverse food reactions and idiopathy. Definite diagnosis is based on the clinical and histopathological findings and therapy aims to the elimination of the triggering factors and the institution of supportive measures. The usefulness of glucocorticoids in canine erythema multiforme is still controversial

    Intra-abdominal Aspergillosis due to Aspergillus fumigatus in a Dog

    Get PDF
    Σκύλος τριών ετών, θηλυκός στειρωμένος, ακαθόριστης φυλής προσκομίστηκε με διάταση της κοιλιακής κοιλότητας εξαιτίας ευμεγέθους μάζας, η οποία ανευρέθηκε κατά την ψηλάφηση της κοιλίας και επιβεβαιώθηκε με απεικονιστικές εξετάσεις. Η κυτταρολογική εξέταση της μάζας ανέδειξε πυοκοκκιωματώδη φλεγμονή. Κατά την ερευνητική λαπαροτομή αποκαλύφθηκαν εκτεταμένες συμφύσεις μεταξύ των οργάνων της περιτοναϊκής κοιλότητας και πολυεστιακές αλλοιώσεις στο ήπαρ, το σπλήνα και το περιτόναιο. Μια εβδομάδα αργότερα, η κατάσταση του ζώου επιδεινώθηκε και διενεργήθηκε ευθανασία. Κατά τη νεκροτομική εξέταση παρατηρήθηκαν πολλαπλές σκληρές μάζες στο ήπαρ, το σπλήνα, τον αριστερό νεφρό, τον ορογόνο του στομάχου, το λεπτό και το παχύ έντερο. Οι πνεύμονες, η καρδιά και οι οφθαλμοί βρέθηκαν μακροσκοπικά κατά φύση. Η ιστοπαθολογική εξέταση από τα ιστοτεμάχια που λήφθηκαν κατά τη λαπαροτομή όπως και κατά τη νεκροτομή αποκάλυψαν μυκητιακές υφές που περιβαλλόταν από τον κοκκιωματώδη ιστό των αλλοιώσεων. Το προϊόν της αλυσιδωτής αντίδρασης της πολυμεράσης ήταν κατά 100% ομόλογο με τον Aspergillus fumigatus και η διπλή ανοσοδιάχυση σε άγαρ βρέθηκε θετική για IgG αντισώματα ενάντια στον ίδιο μύκητα.A 3 year-old, spayed female, mixed-breed dog presented with abdominal distension due to a large mass, detected during abdominal palpation and confirmed by abdominal imaging. Cytological examination of the mass was suggestive of pyogranulomatous inflammation. During exploratory laparotomy, extensive peritoneal adhesions and multifocal nodular lesions on the liver, spleen and omentum were revealed. One week later, the dog deteriorated and was euthanized. Numerous firm masses were observed in the liver, spleen, left kidney, stomach, small and large intestine during necropsy. The lungs, heart, and ocular structures were macroscopically normal. Histopathology results (surgery and necropsy) revealed fungal hyphae enclosed in the pyogranulomatous lesions. Polymerase chain reaction (PCR) products showed 100% homology with Aspergillus fumigatus and agar gel double diffusion was positive for IgG antibodies against the same fungus

    Otitis externa in the dog and the eat

    Get PDF
    Η έξω ωτίτιδα είναι η συχνότερη παθολογική κατάσταση του έξω ακουστικού πόρου στα μικρά ζώα με συχνότητα που είναι μεγαλύτερη στο σκύλο απ' ότι στη γάτα. Η πολυπαραγωντική της αιτιολογία περιλαμβάνει τους προδιαθεσικούς παράγοντες, τα προκαλούντα αίτια καθώς και τους παράγοντες εκείνους που ευθύνονται για τις συχνές υποτροπές. Στα σπουδαιότερα προκαλούντα αίτια περιλαμβάνονται η ατοπία, η τροφική αλλεργία, η ωτοδηκτική ψώρα, τα ξένα σώματα, οι ενδοκρινοπάθειες και οι διαταραχές της κερατινοποίησης. Τα βακτηρίδια και οι ζύμες, που σαπροφυτούν στον εξωακουστικό πόρο, συχνά επιπλέκουν τις αρχικές αλλοιώσεις, οδηγώντας έτσι στην εγκατάσταση κυψελιδοπαραγωγικής ή πυώδους έξω ωτίτιδας. Η μέση ωτίτιδα και οι υπερπλαστικές αλλοιώσεις του έξω ακουστικού πόρου είναι υπεύθυνες για τη διαιώνιση της νόσου. Η διάγνωση γίνεται εύκολα με την καλή διερεύνηση του ιστορικού, τον καθαρισμό του έξω ακουστικού πόρου και την ωτοσκόπηση, την κυτταρολογική και παρασιτολογική εξέταση των εξιδρωμάτων, την καλλιέργεια για βακτηρίδια και το αντιβιόγραμμα και την ακτινολογική εξέταση (τιτάνωση του χόνδρου, μέση ωτίτιδα). Η διαγνωστική διερεύνηση και η θεραπευτική αντιμετώπιση της υποκείμενης δερματοπάθειας κρίνονται απαραίτητες. Η θεραπεία της έξω ωτίτιδας εξαρτάται από την ταυτοποίηση και τον έλεγχο των προδιαθεσικών παραγόντων και των αιτιών, εφόσον βέβαια αυτό είναι δυνατό. Η συντηρητική θεραπεία συνίσταται στον καθαρισμό ή και στη συστηματική χορήγηση διαφόρων φαρμακευτικών ουσιών (ακαρεοκτόνα, αντιμυκητικά, αντιβιοτικά, γλυκοκορτικοειδή). Οι διορθωτικές χειρουργικές επεμβάσεις θα πρέπει να γίνονται στα περιστατικά εκείνα που δεν ανταποκρίνονται στη συντηρητική αγωγή.Otitis externa is the most common disorder of the cat ear canal in small animals, with a higher incidence in dogs than in cats. It has a multifactorial etiology comprising of numerous predisposing, primary and perpetuating factors. The most important primary causes are atopy, food allergy, otodectic mange, foreign bodies, endocrinopathies and keratinisation disorders. Bacteria and yeasts residing in the ear canal usually complicate the initial lesions thus leading to the establishment of ceruminous or suppurative otitis externa. Otitis media and chronic hyperplastic changes of the ear canal are hold responsible for the perpetuation of the disease. A diagnosis is easily made from the history, the cleaning of the ear canal and otoscopy, the cytologic and parasitologic examination of ear exudates, the bacterial culture and sensitivity testing and the radiography (cartilage mineralization, otitis media). Evaluation and treatment of the underlying skin disease is always necessary. Therapy of otitis externa depends on identifying and controlling the predisposing and primary factors, whenever possible. Medical treatment includes cleaning of the ear canals and the middle ear, applying topicals and/or administering systemic medications (acaricides, antifungal agents, antibiotics, glucocorticoids). Corrective surgeries are indicated in the refractory to medical treatment cases

    Feline atopic dermatitis

    Get PDF
    Η ατοπία της γάτας είναι μια έντονα κνησμώδης νόσος, σε ζώα που αντιδρούν θετικά στην ενδοδερμική δοκιμή, κυρίως σε μη εποχικά αλλεργιογονα (ακάρεα της σκόνης του σπιτιού). Η παθογένεια της είναι άγνωστη, αν και πιστεύεται ότι οφείλεται σε αντισώματα ανάλογα με την IgE. Η νόσος εμφανίζεται κυρίως στις νεαρές γάτες και χαρακτηρίζεται από κνησμό, που κυριαρχεί της κλινικής εικόνας. Τα τέσσερα συχνότερα δερματολογικά σύνδρομα με τα οποία εκδηλώνεται κλινικά είναι η κεχροειδής δερματίτιδα, οι αλλοιώσεις του συμπλέγματος των εωσινοφιλικών κοκκιωμάτων, η αυτοπροκαλοΰμενη συμμετρική υποτρίχωση - αλωπεκία και η παρουσία κνησμού, με ή χωρίς αλλοιώσεις - στην κεφαλή, στον τράχηλο και στα πτερύγια των αυτιών. Η αντικειμενική διάγνωση της νόσου θα πρέπει να βασιστεί στη θετική αντίδραση στην ενδοδερμική δοκιμή, στον αποκλεισμό της αλλεργικής από ψύλλους δερματίτιδας με την εξουδετέρωση των ψύλλων και της τροφικής αλλεργίας με τη χορήγηση υποαλλεργικοΰ σιτηρεσίου για 9 έως 13 εβδομάδες, στις αρνητικές καλλιέργειες για δερματόφυτα και στα αρνητικά ξέσματα από το δέρμα για παθογόνα ακάρεα. Στη θεραπευτική αγωγή περιλαμβάνονται η αποφυγή των υπευθύνων αλλεργιογόνων, η χορήγηση γλυκοκορτικοειδών (μεθυλοπρεδνιζολόνη μακράς δράσης, πρεδνιζολόνη, δεξαμεθαζόνη), συμπληρωμάτων που περιέχουν ω/3-ω/6 λιπαρά οξέα, αντιϊσταμινικών (χλωρφαινιραμίνη, κλεμαστίνη) ή/και ουσιών που εμποδίζουν την αποκοκκίωση των σιτευτικών κυττάρων (οξατομίδη) καθώς και η αποευαισθητοποίηση.Atopy is a highly pruritic skin disease in cats that have positive intradermal test reactions mostly to non - seasonal allergens (house dust mites). It's pathogenesis is unknown, though it is believed that a reaginic antibody exists resemblin IgE. Young cats appear to be predisposed. The most consistent feature of the disease is pruritus, heralding its clinical picture. The four most commonly occurring cutaneous reaction patterns are military dermatitis, eosinophilic granuloma complex lesions, selfinduced alopecia or hypotrichosis and lesionai or nonlesional pruritus of the face, neck and pinnae. The definitive diagnosis of feline atopy requires a positive intradermal allergy test reaction, good flea control, a poor response to a 9 to 13 -week course of a hypoallergenic diet and negative fungal cultures plus skin scrapings for pathogenic mites. The treatment plan may include avoidance of allergens, glucocortidoids (repositol methylprednisolon, dexamethason), ω/3 - ω/6 fatty acid supplements, antihistamines (chlopheniramine, clemastine) and/or mast cell stabilizers (oxatomide) and hyposensitization

    The most important skin diseases of the sheep and the goat

    Get PDF
    Οι δερματοπάθειες των μικρών μηρυκαστικών έχουν μεγάλη οικονομική αξία για τον παράγωγο, ενώ ορισμένες από αυτές μπορεί να μεταδοθούν και στον άνθρωπο. Στη βιβλιογραφική αυτή ανασκόπηση περιγράφονται οι σπουδαιότερες περιβαλλοντικές, διαιτητικές, παρασιτικές, βακτηριδιακές, μυκητικές, ιογενείς, ανοσολογικές και νεοπλασματικές δερματοπάθειες των προβάτων και των αιγών, δίνοντας έμφαση στην κλινική εικόνα, στη διάγνωση και στη θεραπευτική τους αντιμετώπιση.Skin diseases of small ruminants may have an economical impact, apart from the fact that some of them can be transmitted to humans. In this review article, the most important environmental, nutritional, parasitic, bacterial, fungal, viral, immune-mediated and neoplastic skin diseases of the goat and sheep are presented, emphasising on the clinical features, the diagnosis and the treatment

    Topical treatment of canine pyodermas

    Get PDF
    Η τοπική θεραπεία σε σκύλους με πυώδεις δερματίτιδες αποσκοπεί στην εξουδετέρωση των υπευθύνων βακτηριδίων και στην αποκατάσταση της ακεραιότητας της επιδερμίδας και του θυλάκου των τριχών. Στις περισσότερες επιπολής και εν τω βάθει πυώδεις δερματίτιδες η τοπική αγωγή σπάνια μόνο είναι από μόνη της αποτελεσματική. Όμως η σωστή χρήση της ανακουφίζει το ζώο και επιταχύνει την ανταπόκριση στη συστηματική αντιβιοθεραπεία. Αντίθετα, στις επιφανειακές ή ψευδείς πυώδεις δερματίτιδες συνήθως είναι αρκετή. Μεταξύ των διαφόρων αντιβακτηριδιακών ουσιών που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς, ευρεία εφαρμογή βρίσκουν το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου, το γαλακτικό αιθΰλιο, η ποβιδόνη, η τρικλοζάνη και ορισμένα αντιβιοτικά όπως η μουπιροσίνη, το φουσιδικό οξύ, η νεομυκίνη και η κλινδαμυκίνη. Επιπλέον για την τοπική θεραπεία των επιφανειακών κυρίως πυωδών δερματίτιδων μπορούν να χρησιμοποιηθούν και τα γλυκοκορτικοειδή, οι ξηραντικές σκόνες και οι στυπτικές ουσίες, ενώ η υδροθεραπεία με τη μορφή επιθεμάτων ή λουτρών δίνει θεαματικά αποτελέσματα σε σκύλους με εν τω βάθει πυώδη δερματίτιδα. Τέλος, εκτός από τη δραστική ουσία, ιδιαίτερη σημασία έχει και η επιλογή της κατάλληλης φαρμακοτεχνικής μορφής ανάλογα με το είδος, τη διασπορά και την έκταση των δερματικών αλλοιώσεων.Topical treatment in canine pyodermas helps to reduce or eliminate the surface bacterial population and to restore the epidermal and follicular integrity. In most superficial and deep pyodermas topical treatment rarely works when used alone; however, its judicious use can make the patient more comfortable and hasten the response to systemic antibiotics. Conversely, in surface pyodermas or pseudopyodermas topicals usually suffice. Among various antimicrobials, the most commonly used include benzoyl peroxide, ethyl lactate, povidone-iodine, triclozan and some antibiotics such as mupirocin, fucidic acid, neomycin and clindamycin. In addition, other topical medication like glucocorticoids, astrigents and dessicating powders are usually applied in dogs with surface pyodermas. Finally, hydrotherapy is very helpful in deep pyoderma cases in the form of wet dressings or baths. The effectiveness of topical treatment depends on the appropriate selection of the active ingredient and its delivery system (formulations), that should accommodate the kind, the distribution and the extension of skin lesions
    corecore