4 research outputs found
Comparative ecological study of cormorant (phalacrocorax carbo) and pygmy cormorant (phalacrocorax pygmaeus) in Kerkini lake
The cormorant's (Phalacrocorax carbo, L. 1758) and pygmy cormorant’s (Phalacrocorax pygmaeus, P. 1773) biology reproduction has been studied at the wetland of the artificial lake of Kerkini in north Greece from 1988 to 1990. From the beginning of the 80's, the location of the main colony changes four times, because of the tree and bush necrosis and attenuation in the corresponding regions. From 1993, the birds started to use the part of the riparian forest at the river's west bank, next to its embouchure into the lake, which is the main colony of the lake. From 1996, some individuals started to nest in a new location, at the eastern bank of the river. The depth of the water at the colony area during the three years of study, varied from 1,0 m at the start of laying egg period, up to 3,0 m in the middle of the reproductive period. The first couples of pygmy cormorant’s arrived in the colony in the mid-March and made their nests. The egg-laying started from 25-30 of March and was completed from 14-20 of May. The above ground height of the pygmy cormorant’s nest varied from 2,2 m to 5,5 m. The average dimensions of the eggs were 46,5x30,6 mm. The average clutch size was 5,3 eggs (range 2 to 8 eggs). Nests with 5 and 6 eggs were the most common. From the 867 eggs laid in the 165 nests during the three year study period, 77% were hatched. The survival of the fledgelings (reproduction success) until the age of 3 weeks was 69,1% while the average number of fledgelings which managed to fly was 3,63 per nest. The nest flood was the main reason of nest loss. The first couples of cormorant’s arrived in the colony in the end of February and made their nests. The egg-laying started from 5-10 of March and was completed by 3-8 of May. The height of the cormorant's nests above the ground varied from 2,10 m to 8,70 m depending on the year and the colony. The average dimensions of the eggs were 61,9x40,1 mm. The average clutch size during the three years of study was 4 eggs (range 1 to 6 eggs). Nests with 4 eggs were the most common. The 76,4% of the 907 eggs which were laid in 229 nests, were hatched. The survival of the fledgelings (reproduction success) until the age of 3 weeks was 68,7% while the average number of fledglings which managed to fly was 2,74 per nest. The rapacity from magpies was the most important factor of nest loss. Both species fed exclusively with fish. Their diet during reproduction period consisted of species without commercial value and, consequently, they have no negative impact on the fish populations of these species. There is no competition between these two species and only in case of decreace of the available reproduction habitat, pygmy cormorant may be affected by cormorant's presence, because of the rapid destruction of the colony trees by its faeces.Μελετήθηκε η βιολογία αναπαραγωγής της λαγγόνας (Phalacrocorax pygmaeus, P. 1773) και του κορμοράνου (Phalacrocorax carbo, L. 1758), στον υγρότοπο της τεχνητής λίμνης Κερκίνης στη Βόρεια Ελλάδα, από το 1988 έως το 1990, και η εξέλιξη των αποικιών τους μέχρι το έτος 2002. Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80, η θέση της κύριας αποικίας άλλαξε τέσσερις φορές, λόγω νέκρωσης και αραίωσης του δένδρων και θάμνων στις αντίστοιχες περιοχές. Από το 1993, τα πουλιά άρχισαν να χρησιμοποιούν το τμήμα του παραποτάμιου δάσους στη δυτική όχθη του ποταμού, κοντά στην εκβολή του στη λίμνη, που αποτελεί την κύρια αποικία της λίμνης. Από το 1996, ορισμένα άτομα άρχισαν να φωλιάζουν σε μία νέα θέση, στην ανατολική όχθη του ποταμού. Το βάθος του νερού στην περιοχή της αποικίας και τα τρία έτη της μελέτης, ήταν από 1,0 m στην αρχή της περιόδου απόθεσης των αβγών έως 3,0 m στο μέσον της αναπαραγωγικής περιόδου. Τα πρώτα ζευγάρια της λαγγόνας, εγκαταστάθηκαν στην αποικία στα μέσα Μαρτίου και άρχισαν να κατασκευάζουν τις φωλιές τους. Η ωοαπόθεση άρχισε στο διάστημα 25-30 Μαρτίου και ολοκληρώθηκε 14-20 Μαϊου. Το ύψος από την επιφάνεια του εδάφους στο οποίο κατασκευάστηκαν οι φωλιές των λαγγόνων κυμαίνονταν από 2,2 m έως 5,5 m. Οι μέσες διαστάσεις των αβγών ήταν 46,5 χ 30,6 mm. Ο μέσος αριθμός αβγών ανά φωλιά ήταν 5,3 αβγά (εύρος 2-8 αβγά). Φωλιές με πέντε και έξι αβγά ήταν οι πιο συχνές. Από τα 867 αβγά που αποτέθηκαν σε 165 φωλιές κατά την διάρκεια των 3 ετών, εκκολάφθηκε το 77%. Η επιβίωση των νεοσσών (επιτυχία αναπαραγωγής) μέχρι την ηλικία των 3 εβδομάδων ήταν 69,1% , ενώ ο μέσος αριθμός πτερωθέντων νεοσσών ανά φωλιά, ήταν 3,63. Η κατάκλυση των φωλιών ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας απώλειας των φωλιών. Τα πρώτα ζευγάρια του κορμοράνου, εγκαταστάθηκαν στην αποικία στα τέλη Φεβρουαρίου και άρχισαν να κατασκευάζουν τις φωλιές τους. Η ωοαπόθεση άρχισε στο διάστημα 5-10 Μαρτίου και ολοκληρώθηκε 3-8 Μαϊου. Το ύψος των φωλιών του κορμοράνου από το έδαφος κυμαίνονταν από 2,10 m έως 8,70 m ανάλογα με το έτος και την αποικία. Οι μέσες διαστάσεις των αβγών ήταν 61,9 χ 40,1 mm. Ο μέσος αριθμός αβγών ανά φωλιά για τα τρία έτη της μελέτης ήταν 4 αβγά (εύρος 1-6 αβγά). Φωλιές με τρία, τέσσερα και πέντε αβγά ήταν οι πιο συχνές. Από τα 907 αβγά που αποτέθηκαν σε 229 φωλιές, εκκολάφθηκε το 76,4%. Η επιβίωση των νεοσσών (επιτυχία αναπαραγωγής), μέχρι την ηλικία των τριών εβδομάδων ήταν 68,7%, ενώ ο μέσος αριθμός πτερωθέντων νεοσσών ανά φωλιά, ήταν 2,74. Η αρπακτικότητα από καρακάξες ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας απώλειας των φωλιών. Και τα δύο είδη πουλιών που μελετήθηκαν, τρέφονταν αποκλειστικά με ψάρια. Η τροφή τους κατά την διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου, αποτελούνταν από είδη που δεν έχουν εμπορική αξία και κατά συνέπεια δεν έχουν αρνητική επίδραση στους ιχθυοπληθυσμούς των ειδών αυτών. Μεταξύ των δύο ειδών δεν υφίσταται ανταγωνισμός και μόνο σε περίπτωση μείωσης του διαθέσιμου ενδιαιτήματος αναπαραγωγής, η λαγγόνα μπορεί να επηρεαστεί από την παρουσία του κορμοράνου λόγω ταχύτερης καταστροφής των δένδρων της αποικίας από τα περιττώματα του
Diverse aging rates in ectothermic tetrapods provide insights for the evolution of aging and longevity
Comparative studies of mortality in the wild are necessary to understand the evolution of aging; yet, ectothermic tetrapods are underrepresented in this comparative landscape, despite their suitability for testing evolutionary hypotheses. We present a study of aging rates and longevity across wild tetrapod ectotherms, using data from 107 populations (77 species) of nonavian reptiles and amphibians. We test hypotheses of how thermoregulatory mode, environmental temperature, protective phenotypes, and pace of life history contribute to demographic aging. Controlling for phylogeny and body size, ectotherms display a higher diversity of aging rates compared with endotherms and include phylogenetically widespread evidence of negligible aging. Protective phenotypes and life-history strategies further explain macroevolutionary patterns of aging. Analyzing ectothermic tetrapods in a comparative context enhances our understanding of the evolution of aging. Copyright © 2022 The AuthorsNational Institutes of Health, NIH: R01AG049416; Schweizerischer Nationalfonds zur Förderung der Wissenschaftlichen Forschung, SNF: 31003A_182265This study was supported by National Institutes of Health grant R01AG049416 (to A.M.B., F.J.J., and D.A.W.M.). H.C. was supported as a postdoctoral researcher by the Swiss National Science Foundation (grant no. 31003A_182265)
Diverse aging rates in ectothermic tetrapods provide insights for the evolution of aging and longevity
Comparative studies of mortality in the wild are necessary to understand the evolution of aging; yet, ectothermic tetrapods are underrepresented in this comparative landscape, despite their suitability
for testing evolutionary hypotheses. We present a study of aging rates and longevity across wild tetrapod ectotherms, using data from 107 populations (77 species) of nonavian reptiles and amphibians. We test hypotheses of how thermoregulatory mode, environmental temperature, protective phenotypes, and pace of life history contribute to demographic aging. Controlling for phylogeny and body size, ectotherms display a higher diversity of aging rates compared with endotherms and include phylogenetically widespread evidence of negligible aging. Protective phenotypes and life-history strategies further explain macroevolutionary patterns of aging. Analyzing ectothermic tetrapods in a comparative context enhances our understanding of the evolution of aging