51 research outputs found

    Implementation of an intervention program to enhance positive stress mindset within the framework of Acceptance and Commitment Therapy

    No full text
    The purpose of this dissertation was to design, implement and evaluate an intervention program to change the stress mindset and stress response under the scope of Positive Psychology and Acceptance and Commitment Therapy (ACT). To achieve this goal, three studies were conducted. The first study aimed to evaluate the psychometric properties of the Stress Mindset Measure (SMM) (Crum et al., 2013) in the Greek context. The second study aimed to develop a pilot internet-delivered intervention called "ReStress Mindset" that combines the principles of the Stress Mindset Training Program (SMTP; Crum et al., 2011, 2013) with ACT (Hayes et al., 2011), and examine its effectiveness on stress mindset and stress response in a group context of university students. Finally, based on the results of the pilot study, the third study aimed to evaluate the "ReStress Mindset" intervention program in order to demonstrate the stability of the results over long periods of time. Overall, the findings of this dissertation showed that the Greek version of the Stress Mindset Measure (SMM) has satisfactory reliability and validity indexces. Also having a positive stress mindset found to be positively correlated to positive wellbeing indices as well as positive ways of perceiving and coping with stress. Furthermore, the review of the literature resulted to the pilot implementation of the "ReStress Mindset" program in the midst of the COVID-19 pandemic and the results showed that the intervention led participants to an increase of “stress-is-enhancing” mindset and life satisfaction, as well as a decrease in “stress-is-debilitating mindset”. Finally, the evaluation of the program showed that the "ReStress Mindset" intervention resulted in a statistically significant increase in "stress-is-enhancing" mindset (SIEM), life satisfaction, and self-efficacy against stress, as well as a statistically significant decrease in "stress-is-debilitating" mindset (SIDM), with these effects lasting three months after the program's completion. The dissertation findings were discussed in terms of their contribution to the advancement of scientific theory and research, clinical psychology practice, counseling, and education. Furthermore, the dissertation's theoretical and methodological limitations were discussed, and recommendations for future research were made. In conclusion, this dissertation showed that is attainable to intervene in order to cultivate and maintain a positive stress mindset, as well as increase life satisfaction and self-efficacy against stress, even in the midst COVID-19 pandemic or any other crisis.Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν η σχεδίαση, υλοποίηση και αξιολόγηση ενός προγράμματος παρέμβασης για την αναθεώρηση της πεποίθησης για το στρες υπό το πρίσμα της Θετικής Ψυχολογίας και της Θεραπείας Αποδοχής και Δέσμευσης (ACT). Για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, πραγματοποιήθηκαν τρείς μελέτες. Η πρώτη είχε ως στόχο τη στάθμιση στο ελληνικό γλωσσικό πολιτισμικό πλαίσιο ενός ψυχομετρικού εργαλείου που μετρά την πεποίθηση για το στρες (Crum et al., 2013). Η δεύτερη μελέτη είχε ως στόχο αφενός τη σχεδίαση ενός διαδικτυακού προγράμματος παρέμβασης για την αλλαγή της πεποίθησης για το στρες και αφετέρου την πιλοτική εφαρμογή του σε ομαδικό πλαίσιο. Τέλος, με βάση τα αποτελέσματα της πιλοτικής έρευνας, η τρίτη μελέτη αφορούσε την αξιολόγηση του προγράμματος παρέμβασης προκειμένου να αποδειχθεί η σταθερότητα των αποτελεσμάτων για μεγάλα χρονικά διαστήματα.Συνολικά, τα ευρήματα της παρούσας διατριβής έδειξαν ότι η ελληνική έκδοση του Ερωτηματολογίου Πεποίθησης για το Στρες (Stress Mindset Measure-SMM) παρουσιάζει ικανοποιητικούς δείκτες αξιοπιστίας και εγκυρότητας, ενώ επίσης εντοπίστηκαν σημαντικές συσχετίσεις της θετικής πεποίθησης για το στρες με την ψυχική ευημερία, την ψυχική ανθεκτικότητα, τα θετικά συναισθήματα, καθώς και θετικούς τρόπους αντίληψης και απόκρισης στο στρες. Επιπλέον, η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, οδήγησε στην πιλοτική εφαρμογή ενός προγράμματος παρέμβασης υπό το πρίσμα της Θετικής Ψυχολογίας και της Θεραπείας Αποδοχής και Δέσμευσης (ACT), με σκοπό την αλλαγή της πεποίθησης για το στρες εν μέσω της πανδημίας COVID-19. Τα αποτελέσματα έδειξαν μια σημαντική μετατόπιση προς τη θετική πλευρά του φάσματος των πεποιθήσεων για το στρες, καθώς και ενίσχυση της ικανοποίησης από τη ζωή, ενώ αντίστοιχα η αρνητική πεποίθηση για το στρες αποδυναμώθηκε. Τέλος η αξιολόγηση του προγράμματος έδειξε ότι παρέμβαση «ReStress Mindset» οδήγησε σε στατιστικά σημαντική αύξηση της θετικής πεποίθησης για το στρες, της ικανοποίησης από τη ζωή και της αυτό-αποτελεσματικότητας έναντι του στρες, καθώς και σε στατιστικά σημαντική μείωση της αρνητικής πεποίθησης για το στρες, με τα αποτελέσματα αυτά να διαρκούν τρεις μήνες μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος. Τα ευρήματα της διατριβής συζητήθηκαν ως προς τη συνεισφορά τους στην προαγωγή της επιστημονικής θεωρίας και έρευνας, στην κλινική πράξη, τη συμβουλευτική και την εκπαίδευση. Επιπλέον, συζητήθηκαν οι θεωρητικοί και μεθοδολογικοί περιορισμοί της διατριβής και διατυπώθηκαν προτάσεις για μελλοντικές έρευνες. Συμπερασματικά, η διατριβή αυτή κατέδειξε ότι είναι δυνατή η εφαρμογή παρέμβασης για την καλλιέργεια και τη διατήρηση μιας θετικής πεποίθησης για το στρες, καθώς επίσης την ενίσχυση της ικανοποίησης από τη ζωή και την αυτο-αποτελεσματικότητα έναντι του στρες, ακόμα και κατά τη διάρκεια της πανδημίας του COVID-19 ή εν μέσω οποιασδήποτε άλλης κρίσης

    Crete and the sea: the maritime cultural landscape of late Hellenistic and imperial Crete

    No full text
    Following the Roman occupation in 67 BC, Crete underwent several transformations in its societal and economic structures. The island's transition into the Empire changed the shape of the cultural landscape of Crete, both in its interior and coasts. The new administrative system, in combination with the end of endemic warfare and the vast exploitation of the sea, liberated the island from its hostile past by shaping its new ‘Imperial’ identity. This thesis examines the different dynamics and mechanisms that transformed Crete’s Maritime Cultural Landscape (MCL) in Imperial times (1st c. BC – 3rd c. AD) and the sea's undisputed role in the island's overall prosperity. As part of this endeavour, my research focuses on a number of case studies in order to identify the circumstances under which several harbour sites developed, expanded, and became the new commercial centres of the island. Furthermore, the production of a new dataset of information about Cretan shipwrecks and their cargoes is presented, which constitutes the first attempt to gather evidence of all known Roman shipwrecks from the island. This study constitutes the first comprehensive overview of ports and shipwrecks from Crete, much of which is based on primary data collection and analysis. It also provides a significant insight into the role and importance of the sea in the gradual transformation and development of the Cretan economy and society following the island's transition from the Hellenistic to the sphere of the expansive Roman world. In order to accurately reconstruct the MCL of Crete, a comprehensive analysis of the island's trading patterns was conducted. Special attention is given to the various scales of interactions that emerged among the Cretan poleis and harbours, as well as the interactions with external regions involved in maritime trade. Such an interpretation aims to show the extent to which the new conditions affected the ports, by gradually turning them into administrative and commercial centres. By applying different methodological approaches and cognitive hermeneutical tools to each chapter, a series of new hypotheses concerning the economy and society of Crete are formulated, leading the thesis into its final discussion, the MCL

    Measurement of biological markers in patients with schizophrenia before and after clozapine treatment

    No full text
    At late 90s the , the hypothesis of the involvement of immune factors in the induction of schizophrenia gained ground, through the research for inflammatory factors, primarily cytokines, in the peripheral blood but also much more rarely in the cerebrospinal fluid of patients with schizophrenia. The cytokine hypothesis in schizophrenia would be formulated in the early 2000s, enriched and modified leading to the microglia hypothesis in schizophrenia. At the same time, the reintroduction of clozapine after its approval by the US Food and Drug Administration in 1992 raises expectations for the treatment of schizophrenia cases unresponsive to treatment with other antipsychotics. Interest in clozapine increases even more when, despite the discovery of second-generation antipsychotics in the 1990s-2010s, treatment-resistant cases remain in at least 15-20% of patients. At the same time, interest in controlling antipsychotic drug concentrations and particularly of clozapine increases with the aim of more rational dosing of medication, avoiding toxic or subtherapeutic concentrations, reducing hospitalization time, monitoring adherence to medication, evaluating the effectiveness of treatment. 1. In our study we found higher values of adiponectin, leptin and resistin in treatment-naïve first episode psychotic patients with normal BMI compared to age, sex, BMI and smoking-matched controls. Six weeks after antipsychotic treatment with olanzapine or risperidone, adiponectin and resistin values did not show a statistically significant change, while leptin values decreased significantly. According to our findings, adiponectin, resistin and leptin appear to reflect subclinical metabolic disturbances and/or play a role in inflammatory processes occurring in the first psychotic episode. 2. We also found in first-episode patients who proved resistant to two atypical antipsychotics and were placed on clozapine, an increase in the anti-inflammatory cytokine interleukin-4 a after clozapine treatment, also an increase in resistin values while a statistically significant decrease was found of adiponectin values. The increase in the values of interleukin-4 seems to be related to the anti-inflammatory effect of clozapine, while the increase in resistin and the decrease in adiponectin may be related to subclinical metabolic disorders and/or to immune disorders of treatment resistant patients. treatment of patients with schizophrenia. Adiponectin and TGF-β levels showed a statistically significant reduction in this group of patients while resistin and IL-4 levels did not show any statistically significant change after risperidone and olanzapine treatment compared to the same values before the administration of any antipsychotic medication. 3. We further found a correlation of clozapine/norclozapine plasma levels with administered clozapine doses. Higher clozapine concentrations are associated with a longer DUP, possibly because these patients require higher doses of clozapine to achieve a therapeutic effect. Smoking status tended to be associated with lower plasma clozapine levels as 19.38% of nonsmokers had clozapine levels >750ng/ml versus 1.33% of smokers. This finding is in accordance with the finding of other studies. Of the 342 samples, in 237 (69.3% of the samples) clozapine concentrations were within the therapeutic range and in 16 samples (4.67%) high therapeutic range, in 1.75% (6 samples) of the samples were at toxic levels.Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, κερδίζει έδαφος, η υπόθεση της εμπλοκής ανοσολογικών παραγόντων στην πρόκληση της σχιζοφρένειας, μέσα από την αναζήτηση φλεγμονωδών παραγόντων, πρωτίστως κυτοκινών, στο περιφερικό αίμα αλλά και πολύ πιο σπάνια στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό ασθενών με σχιζοφρένεια.Η υπόθεση των κυτοκινών στη σχιζοφρένεια θα διατυπωθεί στις αρχές του 2000, θα εμπλουτιστεί και θα τροποποιηθεί καταλήγοντας στην υπόθεση της μικρογλοίας στη σχιζοφρένεια. Παράλληλα, η επανεισαγωγή της κλοζαπίνης μετά την έγκρισή της από τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων το 1994 αυξάνει τις προσδοκίες για την αντιμετώπιση των περιπτώσεως σχιζοφρένειας που δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία με άλλα αντιψυχωτικά. Το ενδιαφέρον για την κλοζαπίνη αυξάνει ακόμη περισσότερο όταν, παρά την ανακάλυψη των αντιψυχωτικών δεύτερης γενιάς στις δεκαετίες 1990-2010, οι ανθεκτικές στη θεραπεία περιπτώσεις παραμένουν στο 15-20% των ασθενών τουλάχιστον. Παράλληλα, το ενδιαφέρον για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων αντιψυχωτικών φαρμάκων και ιδιαιτέρως της κλοζαπίνης αυξάνει με στόχο την ορθολογικότερη δοσολόγηση της φαρμακευτικής αγωγής, την αποφυγή τοξικών ή υποθεραπευτικών συγκεντρώσεων, την μείωση του χρόνου νοσηλείας, τον έλεγχο της τήρησης της φαρμακευτικής αγωγής, την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας. 1. Στη μελέτη μας βρήκαμε υψηλότερες τιμές αδιπονεκτίνης, λεπτίνης και ρεζιστίνης σε άνευ θεραπείας ασθενείς πρώτου ψυχωτικού επεισοδίου με φυσιολογικό ΒΜΙ σε σχέση με ισάριθμη και σταθμισμένη ως προς την ηλικία, το φύλο, το ΒΜΙ και τις καπνιστικές συνήθειες ομάδα ελέγχου. Έξι εβδομάδες μετά την αντιψυχωτική θεραπεία με ολανζαπίνη ή ρισπεριδόνη οι τιμές της αδιπονεκτίνης και της ρεζιστίνης δεν παρουσίασαν στατιστικά σημαντική μεταβολή, ενώ μειώθηκαν σημαντικά οι τιμές της λεπτίνης. Σύμφωνα με τα ευρήματά μας, οι αδιπονεκτίνη, η ρεζιστίνη και η λεπτίνη φαίνεται να αντανακλούν υποκλινικές μεταβολικές διαταραχές ή/και να παίζουν ρόλο σε φλεγμονώδεις διαδικασίες που συμβαίνουν στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο. 2. Βρήκαμε ακόμη σε ασθενείς πρώτου επεισοδίου που αποδείχθηκαν ανθεκτικοί στη θεραπεία με δύο άτυπα αντιψυχωτικά, μείωση της αδιπονεκτίνης και του TGF-β μετά την ανεπιτυχή θεραπεία με ρισπεριδόνη και ολανζαπίνη, ενώ οι τιμές της ιντερλευκίνης 4 και της ρεζιστίνης δεν παρουσίασαν αξιόλογη μεταβολή σε σχέση με τις αντίστοιχες τιμές των ίδιων ασθενών πριν λάβουν οποιαδήποτε αντιψυχωτική θεραπεία. Μετά τη θεραπεία με κλοζαπίνη παρατηρήθηκε αύξηση των τιμών της αντιφλεγμονώδους κυτοκίνης ιντερλευκίνης-4, αύξηση επίσης των τιμών της ρεζιστίνης ενώ διαπιστώθηκε περαιτέρω στατιστικά σημαντική μείωση των τιμών της αδιπονεκτίνης. Η αύξηση των τιμών της ιντερλευκίνης-4 φαίνεται να σχετίζεται με την αντιφλεγμονώδη δράση της κλοζαπίνης, ενώ η αύξηση της ρεζιστίνης και η μείωση της αδιπονεκτίνης μπορεί να σχετίζονται με υποκλινικές μεταβολικές διαταραχές ή/και με ανοσολογικές διαταραχές των ανθεκτικών στη θεραπεία ασθενών με σχιζοφρένεια. Η μείωση των τιμών του TGF-β μετά την ανεπιτυχή θεραπεία με ρισπεριδόνη και ολανζαπίνη σχετίζεται μάλλον με τη χορήγηση αντιψυχωτικής αγωγής αλλά όχι με την αποτελεσματικότητά της. Υπόψιν, οι τιμές του TGF-β δεν μεταβλήθηκαν μετά τη θεραπεία με κλοζαπίνη. 3. Βρήκαμε ακόμη συσχέτιση των επιπέδων κλοζαπίνης/νορκλοζαπίνης στο πλάσμα με τις χορηγούμενες δόσεις κλοζαπίνης. Υψηλότερες συγκεντρώσεις κλοζαπίνης συσχετίζονται με μεγαλύτερο διάστημα άνευ θεραπείας, πιθανώς γιατί αυτοί οι ασθενείς χρειάζονται υψηλότερες δόσεις κλοζαπίνης για την επίτευξη θεραπευτικού αποτελέσματος. Το κάπνισμα είχε την τάση να σχετιστεί με χαμηλότερα επίπεδα κλοζαπίνης στο πλάσμα καθώς το 19.38% των μη καπνιστών εμφάνισε επίπεδα κλοζαπίνης μεγαλύτερα των 750ng/ml έναντι του 1.33% των καπνιστών. Το εύρημα αυτό είναι σε συμφωνία με το αντίστοιχο άλλων μελετών. Από τα 342 δείγματα, στα 237 (το 69.3% των δειγμάτων) οι συγκεντρώσεις κλοζαπίνης ήταν μέσα στα θεραπευτικά επίπεδα, σε 16 δείγματα (4.67%) υψηλά θεραπευτικά και στο 1.75% (6 δείγματα) των δειγμάτων σε τοξικά επίπεδα

    Maternal serum levels of human Neutrophil Gelatinase - Associated Lipocalin (NGAL), Matrix Metalloproteinase-9 (MMP-9), their complex (MMP-9/NGAL) and angiogenic factors Placental Growth Factor (PLGF) and soluble fms-like tyrosine kinase-1 (sFLt-1) throughout normal pregnancy and in pregnancies complicated by pre-eclampsia: a longitudinal study

    No full text
    Aim of the study: Preeclampsia is a systematic disease of pregnancy characterized by hypertension and proteinouria developing after the 20th week of pregnancy. Several new studies have shown that the blood serum levels of circulating NGAL are seriously altered in preeclamptic pregnancies and their measurement in maternal serum may be useful in screening and/or diagnosis of patients at high risk of developing preeclampsia. The purposes of our study were initially to explore the levels and the possible pathophysiological role of NGAL, MMP-9, their complex (MMP-9/NGAL), PLGF and sFLT-1 in normal and preeclamptic pregnancies and then to evaluate their significance as specific diagnostic markers in the prediction of the disease. Patients and Methods: In 95 pregnant women [69 normal, 12 pregnancies that developed preeclampsia and 14 with SGA (small for gestational age) fetuses] we determined the serum concentrations of NGAL, MMP-9, MMP-9/NGAL complex, PLGF and sFLT-1 in the first (11+1 to 13+6 weeks), second (20+1 to 24+0 weeks) and third (28+1 – 34+0 weeks) trimester of pregnancy. Serum concentrations of NGAL, MMP-9 and MMP-9/NGAL complex were determined with commercially available kits: Human Lipocalin-2/NGAL Quantikine ELISA Kit, Human Matrix Metalloproteinase-9/MMP-9 Quantikine ELISA Kit and Human MMP-9/NGAL Complex Quantikine ELISA Kit, R&D SYSTEMS. Results: Median serum concentrations (ng/ml) and interquartile range (IQR) of NGAL in normal pregnancies were: 12.8 (8 - 21.1); 25.9 (14.7 – 34.6) and 48 (22.7 – 78.6) ng/mL in the three trimesters of pregnancy respectively. NGAL serum concentrations(ng/ml) in pregnancies that developed preeclampsia were significantly different from normal in the 1st and 2nd trimester but not in the 3rd [30.9 (21 – 52.3)/p=0,006; 44.6 (35.7 – 71.8) p=0,015; 87.6 (43.5 – 115.6)/ p=0,174 in the three trimesters respectively]. On the contrary, MMP-9 and MMP-9/NGAL complex serum concentrations in pregnancies that developed preeclampsia didn’t differ significantly between normal and preeclamptic pregnancies in any trimester. Additionally, women with SGA fetuses had no significantly different NGAL, MMP-9 and MMP-9/NGAL complex serum concentrations in any trimester compared to normal or pre-eclamptic pregnancies. Finally, PLGF serum concentrations (pg/ml) were statistically different between normal and preeclamptic pregnancies in the 2nd and in the 3rd (p=0.019 and p<0.001 respectively) but not in the 1st trimester, while those of sFLT-1 (pg/ml) were different only in the 3rd trimester (p=0.011).Conclusion: According to our findings serum concentrations of NGAL, MMP-9, MMP-9/NGAL and PLGF in normal pregnancies were significantly different between the 1st and the 3rd, trimester increasing as the pregnancy develops. In pregnancies that developed preeclampsia, statistically significant difference in NGAL, MMP-9, MMP-9/NGAL complex, PLGF and sFLT-1 serum concentrations was found between 1st and 3rd trimesters. The most important finding of our study is the fact that NGAL levels in pregnancies with preeclampsia were significantly different than those in normal pregnancies in the 1st and 2nd but not in the 3rd trimester (p=0,006 for 1st trim; p=0,015 for 2nd trim; p=0,174 for 3rd trim). Finally NGAL, MMP-9, MMP-9/NGAL complex and PLGF serum concentrations in pregnancies that developed preeclampsia didn’t differ significantly from concentrations in normal or pregnancies with SGA fetuses in any trimester.Σκοπός: Σκοπός της μελέτης μας ήταν ο προσδιορισμός των επιπέδων της NGAL, της MMP-9, του συμπλέγματος MMP-9/NGAL, του PLGF και του sFLT-1 στις φυσιολογικές και στις κυήσεις με προεκλαμψία προοπτικά κατά τη διάρκεια της κύησης, καθώς και η διερεύνηση της αξίας τους ως νέους δείκτες στην έγκαιρη διάγνωση της νόσου. Υλικό και Μέθοδος: Συνολικά παρακολουθήθηκαν προοπτικά 541 κυήσεις από το 1ο τρίμηνο έως και τον τοκετό. Έγινε μία λήψη αίματος σε κάθε ένα από τα τρία τρίμηνα της κύησης (1ο τρίμηνο: 11η -13η Ε.Κ., 2ο τρίμηνο: 20η-24η Ε.Κ., 3ο τρίμηνο: 28η-34η Ε.Κ.). Τα δείγματα που μελετήθηκαν προήλθαν από 95 έγκυες και η μέτρηση της NGAL, της MMP-9, του συμπλέγματος MMP-9/NGAL, του PLGF και του sFLT-1 έγινε στο Ορμονολογικό Εργαστήριο του Αρεταίειου Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου. Από τις 95 γυναίκες οι 12 εμφάνισαν προεκλαμψία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους, οι 14 γέννησαν νεογνά, των οποίων το βάρος ήταν μικρό για την ηλικία κύησης (SGA), ενώ οι υπόλοιπες 69 είχαν μια απολύτως φυσιολογική εγκυμοσύνη. Η επιλογή των φυσιολογικών κυήσεων έγινε τυχαία από το σύνολο αυτών.Αποτελέσματα: Παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά της συγκέντρωσης της NGAL, της MMP-9, του συμπλέγματος MMP-9/NGAL και του PLGF μεταξύ 1ου και 3ου τριμήνου στις φυσιολογικές κυήσεις, καθώς και στις κυήσεις που ανέπτυξαν προεκλαμψία. Στις προεκλαμπτικές κυήσεις επιπλέον υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ 1ου και 3ου τριμήνου και στα επίπεδα του sFLT-1. Δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά των συγκεντρώσεων της MMP-9 και του συμπλέγματος MMP-9/NGAL μεταξύ των φυσιολογικών, προεκλαμπτικών και των SGA κυήσεων σε κάθε τρίμηνο ξεχωριστά. Αντιθέτως, τα επίπεδα της NGAL διαφέρουν στατιστικά σημαντικά μεταξύ φυσιολογικών και κυήσεων που ανέπτυξαν προεκλαμψία στο 1ο (p=0,006) και στο 2ο τρίμηνο (p=0,015) όχι όμως και στο 3ο (p=0,174). Τέλος, τα επίπεδα του PLGF και του λόγου sFLT-1/PLGF διαφέρουν στατιστικά σημαντικά μεταξύ φυσιολογικών και προεκλαμπτικών κυήσεων τόσο στο 2ο όσο και στο 3ο τρίμηνο, ενώ εκείνα του sFLT-1 μόνο στο 3ο τρίμηνο. Δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά των συγκεντρώσεων της NGAL, της MMP-9, του συμπλέγματος MMP-9/NGAL και του PLGF μεταξύ φυσιολογικών και κυήσεων με SGA νεογνά. Συμπεράσματα: Οι συγκεντρώσεις της NGAL, της MMP-9, του συμπλέγματος MMP-9/NGAL και του PLGF παρουσιάζουν στατιστικά σημαντική άνοδο από το 1ο στο 3ο τρίμηνο τόσο στις φυσιολογικές όσο και στις κυήσεις που ανέπτυξαν προεκλαμψία. Επιπλέον, στις προεκλαμπτικές κυήσεις τα επίπεδα του sFLt-1 παρουσιάζουν στατιστικά σημαντική άνοδο από το 1ο στο 3ο τρίμηνο. Πολύ σημαντικό εύρημα της μελέτης μας αποτελεί η ανίχνευση στατιστικά σημαντικής διαφοράς ανάμεσα στις φυσιολογικές και στις κυήσεις που ανέπτυξαν προεκλαμψία στο 1ο και στο 2ο τρίμηνο ως προς τις συγκεντρώσεις της NGAL, γεγονός το οποίο μας επιτρέπει να θεωρήσουμε την NGAL ως πιθανό νέο δείκτη ένδειξης ή/και πρόληψης του συνδρόμου. Αντιθέτως, δεν φαίνεται να υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά των συγκεντρώσεων της MMP-9, του συμπλέγματος MMP-9/NGAL, του PLGF, του sFLT-1 και του λόγου sFLT-1/PLGF μεταξύ των φυσιολογικών και των προεκλαμπτικών κυήσεων στο 1ο τρίμηνο

    Development of analytical methodology for the estimation of bone quality

    No full text
    Bone is a composite material characterized by a complicated hierarchical structure. It consists of three phases: inorganic, organic and aqueous. The inorganic is the dominant part accounting 60-65% w/w of bone and is a chemical and structural analogue of the mineral hydroxyapatite [Ca10(PO4)6(OH)2]. It is exactly for this reason that it is called bioapatite or biological apatite. The organic part constitutes about 30% of the weight of bone and its principal component is collagen (type I), which accounts for more than 90% of the weight of the organic phase. Non-collagenous proteins, lipids, cells and other organic substances are also included in the organic part of bone. The remaining 5-10% w/w of bone is water. The composition of bone and particularly the concentrations of bioapatite and collagen (which together exceed 95% w/w of dry bone) play a crucial role in its mechanical properties, including resistance to fracture, stiffness and elasticity. These properties relate to various pathological situations of bone which may cause fractures like osteoporosis –the most frequent metabolic bone disease– osteomalacia, osteogenesis imperfecta and others. For the diagnosis of the above diseases and especially of osteoporosis, measurements of BMD (Bone Mineral Density) is the gold standard. However, nowadays it is a common belief that BMD alone cannot reliably predict the risk of bone fracture. For this reason, a new approach is followed according to which the study of factors that influence the mechanical properties of bone is suggested for diagnostic purposes. Inarguably, the composition of bone appears to be a key factor for the evaluation of risk fracture. Despite the fact that composition of bone has been determined by various analytical techniques, the use of Raman spectroscopy (RS) for this purpose, has been inadequately exploited. The simultaneous analysis of inorganic and organic phase, the minimal or even none requirements for sample preparation and the promising ongoing efforts for the in vivo analysis of tissues, rendered this technique a powerful tool for the study of bones. Taking into account the important advantages of RS and the role of bone composition as a diagnostic parameter, it was attempted to develop a method, based on RS, of quantitative analysis of the composition of bioapatite and collagen in bone. A large number of bovine bone specimens (cortical and trabecular) was collected. Lipids, marrow and the non-collagenous proteins were removed by chemical methods. Some of the specimens were treated with EDTA solutions for the separation of collagen. A second batch of bone specimens was subjected to the removal of organic phase by hydrazine. Afterwards, the effect of chemical purification and of hydrazine treatment on the crystal structure of bioapatite was investigated. X-Ray Diffraction (XRD) measurements revealed that although chemical purification does not have any significant effect, hydrazine treatment induces noteworthy changes of the crystal size and crystallinity of the mineral phase. Further XRD measurements and investigation of bone specimens with infrared spectroscopy unveiled that the observed changes were temperature depended and were due to the removal of CO32- and HPO42- ions from the crystal lattice of bioapatite, caused by hydrazine. A series of standard mixtures was prepared by mixing carefully weighted amounts of the purified bone components and the corresponding calibration curves were constructed. These calibration lines could be used for the quantitative analysis of bone specimens with respect to its content in bioapatite and collagen. The peak at 960 cm-1 of the Raman spectrum of bone was selected as marker of bioapatite (ν1 vibration of ΡΟ43-¬). For collagen two peaks were tested, at 1667 cm-1 (vibration of amide I) and at 2941 cm-1 (vibration of C-H2). For these two peaks both, the height and the integrated areas were used for the construction of the respective calibration curves. Height and area ratios of 960 cm-1/1667 cm-1 and 960 cm-1/2941 cm-1 peaks are proportional to the ratio of mass fraction of bioapatite to collagen. For the models developed, the most accurate was proved to be this one that used the height ratio of 960 cm-1/1667 cm-1 peaks. For comparison reasons, new models were developed based on chemometrics and in particular by using the PLS algorithm. PLS has been proved a powerful method for the analysis of multivariate problems and during the last years there is a growing number of applications in spectroscopy. A broad region of the Raman spectrum was used from 366 cm-1 to 1800 cm-1 and various spectral filters were tested. The best results were obtained for the SNV spectral filter. Following the selection of the optimum model for each of the two different methods of calibration, they were evaluated with the results from other analytical techniques. Various bone specimens were quantified for bioapatite and collagen with the implementation of the developed models and their results were compared with the corresponding results of two other analytical techniques, Atomic Absorption Spectroscopy (AAS) and Thermogravimetric Analysis (TGA). Although analytical results showed good agreement between AAS and TGA, the consensus of the results obtained by RS and that of AAS and TGA was poor. This indicates that the developed methods based on RS were inappropriate. A possible reason for the failure of the above models, which based on RS, could be the selection of amide I vibration for the quantification of collagen. Thus, additional models were constructed using different peaks as collagen markers. The peaks at 855 and 878 cm-1 were selected, which are attributed to vibrations of the amino acids proline and hydroxyproline, respectively. For bioapatite the peak at 960 cm-1 was used. The quantitative analysis was developed using heights and integrated areas of the selected peaks. Comparison between the models showed that the best results were obtained by the model that takes into account the sum of the heights at 855 cm-1 and 878 cm-1. Comparison of this model with the results obtained from AAS and TGA showed excellent agreement with respect to the content of bone specimens in bioapatite and collagen. The calibration equation derived for this model is: where: Hi is the height of the peak at the i wavenumber of the Raman spectrum and ΧΒ, ΧC are the % mass content of bioapatite and collagen in the bone specimens respectively.Το οστό αποτελεί ένα σύνθετο υλικό, χαρακτηριζόμενο από μια πολύπλοκη ιεραρχική δομή. Συνίσταται από τρεις φάσεις, μια ανόργανη, μια οργανική και μια υδατική. Το ανόργανο μέρος του, το οποίο αντιστοιχεί περίπου σε 60-65% της κατά βάρος περιεκτικότητάς του, αποτελείται από ένα χημικό και δομικό ανάλογο του φωσφορικού άλατος υδροξυαπατίτης [Ca10(PO4)6(OH)2], το οποίο γι’ αυτό το λόγο καλείται βιοαπατίτης ή βιολογικός απατίτης. Το οργανικό μέρος αποτελεί περίπου το 30% της κ.β. περιεκτικότητάς του και κυριαρχείται από την παρουσία της πρωτεΐνης κολλαγόνο (τύπου Ι), το ποσοστό της οποίας ανέρχεται σε 90% περίπου της οργανικής φάσης. Το υπόλοιπο τμήμα αυτής καταλαμβάνεται από ένα πλήθος άλλων πρωτεϊνών, οργανικών ενώσεων και κυττάρων. Το εναπομένον 5-10% της μάζας του οστού αποτελείται από νερό. Η σύσταση του οστού και πιο συγκεκριμένα η περιεκτικότητά του σε βιοαπατίτη και κολλαγόνο (των οποίων η συνολική % κ.β. περιεκτικότητα ανέρχεται σε πάνω από 95% επί ξηρού οστού) διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις μηχανικές ιδιότητές του, όπως είναι η αντοχή σε θραύση, η ακαμψία και η ελαστικότητα. Οι μεταβολές των μηχανικών ιδιοτήτων σχετίζονται με παθολογικές καταστάσεις των οστών κατά τις οποίες είναι πολύ πιθανή η εμφάνιση κατάγματος, όπως είναι η οστεοπόρωση –από την οποία πάσχει ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού– αλλά και άλλες λιγότερο συνηθισμένες παθήσεις όπως η οστεομαλακία και η ατελής οστεογένεση. Οι παραπάνω ασθένειες και κυρίως η οστεοπόρωση, διαγιγνώσκονται μέχρι σήμερα με μέτρηση της οστικής πυκνότητας (Bone Mineral Density, BMD). Η συγκεκριμένη όμως παράμετρος υστερεί στην αξιόπιστη πρόβλεψη του κινδύνου εμφάνισης καταγμάτων. Για το λόγο αυτό, η νέα προσέγγιση στο συγκεκριμένο ζήτημα απαιτεί ως διαγνωστικό εργαλείο τη γνώση παραμέτρων που σχετίζονται άμεσα με τις μηχανικές ιδιότητες, ανάγοντας έτσι και τη σύσταση των οστών ως ένα πιθανό αξιόπιστο παράγοντα εκτίμησης του κινδύνου εμφάνισης κατάγματος. Αν και η σύσταση του οστού μπορεί να υπολογιστεί με διάφορες αναλυτικές τεχνικές, η χρήση της φασματοσκοπίας Raman (RS) αποτελεί μια προσέγγιση στο συγκεκριμένο ζήτημα η οποία παρουσιάζει σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως είναι η δυνατότητα ταυτόχρονου προσδιορισμού της περιεκτικότητας σε βιοαπατίτη και κολλαγόνο, η ελάχιστη επεξεργασία του προς ανάλυση δείγματος ενώ ήδη έχουν αρχίσει να γίνονται προσπάθειες και για την ανάπτυξη μεθόδου για την in vivo ανάλυση των οστών. Λαμβάνοντας επομένως υπόψη τα σημαντικά πλεονεκτήματά της φασματοσκοπίας Raman και τη σπουδαιότητα της σύστασης στον καθορισμό της ποιότητας του οστού, επιχειρήθηκε η ανάπτυξη μεθοδολογίας για την ποσοτική ανάλυση της περιεκτικότητας των οστών σε βιοαπατίτη και κολλαγόνο με τη βοήθεια της φασματοσκοπίας Raman. Για το σκοπό αυτό, συλλέχθηκαν δείγματα βόειων οστών (από το συμπαγές και το σπογγώδες τμήμα) και αφού πραγματοποιήθηκε χημικός καθαρισμός τους από ξένες οργανικές ενώσεις (λιπίδια, μυελός, κύτταρα), ορισμένα δοκίμια χρησιμοποιήθηκαν για την απομόνωση του κολλαγόνου –κατόπιν διάλυσης του βιοαπατίτη με EDTA– ενώ κάποια άλλα δοκίμια χρησιμοποιήθηκαν για την απομόνωση του βιοαπατίτη –με διάλυση του κολλαγόνου σε υδραζίνη. Στα πλαίσια χαρακτηρισμού των δοκιμίων, μελετήθηκαν οι επιδράσεις που επάγουν η διαδικασία του χημικού καθαρισμού και το πρωτόκολλο απομόνωσης κολλαγόνου στην κρυσταλλική δομή του βιοαπατίτη. Μετρήσεις με τη βοήθεια της περίθλασης ακτίνων Χ (XRD), αποκάλυψαν ότι ενώ ο χημικός καθαρισμός δεν επηρεάζει τη δομή των δοκιμίων ωστόσο, το πρωτόκολλο απομάκρυνσης του κολλαγόνου με υδραζίνη έχει ως συνέπεια την αύξηση της κρυσταλλικότητας και του μεγέθους των κρυσταλλιτών του βιοαπατίτη σε σημαντικό βαθμό. Επιπλέον, από μελέτες με φασματοσκοπία υπερύθρου και XRD προέκυψε ότι η μεταβολή των παραπάνω παραμέτρων οφείλεται στην απομάκρυνση των ιόντων CO32- και HPO42- από τους κρυσταλλίτες του βιοαπατίτη, η οποία προκαλείται από χρήση της υδραζίνης. Μάλιστα προέκυψε ότι όσο μεγαλύτερη είναι η θερμοκρασία της χρησιμοποιούμενης υδραζίνης τόσο μεγαλύτερη είναι η κινητική των μεταβολών που επάγονται στις κρυσταλλογραφικές παραμέτρους του βιοαπατίτη. Αναμιγνύοντας καθορισμένες ποσότητες βιοαπατίτη και κολλαγόνου, παρασκευάστηκαν πρότυπα μίγματα που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή ευθειών αναφοράς, για τον προσδιορισμό της σύστασης του οστού ως προς αυτά τα συστατικά. Από τα φάσματα Raman του οστού επιλέχθηκε η ν1 δόνηση των ΡΟ43- του βιοαπατίτη που εμφανίζεται ως μια κορυφή στα 960 cm-1 ως δείκτης της ποσότητάς του ενώ για το κολλαγόνο δοκιμάστηκαν δύο κορυφές, μια στα 1667 cm-1 που ανήκει στη δόνηση του αμιδίου Ι και άλλη μια στα 2941 cm-1 που αποδίδεται στην C-H2 δόνηση. Κατά την ανάλυση που ακολούθησε, χρησιμοποιήθηκαν τόσο τα ύψη όσο και τα εμβαδά κάτω από τις αντίστοιχες κορυφές. Οι λόγοι εντάσεων (εκφραζόμενές από τα ύψη ή τα εμβαδά των κορυφών) των δονήσεων 960 cm-1/1667 cm-1 και 960 cm-1/2941 cm-1 είναι ανάλογοι του λόγου περιεκτικοτήτων σε βιοαπατίτη και κολλαγόνο. Προέκυψαν επομένως τέσσερεις ευθείες αναφοράς. Από αξιολόγηση των συγκεκριμένων ευθειών αναφοράς προέκυψε ότι μεγαλύτερη ακρίβεια στον υπολογισμό του λόγου περιεκτικοτήτων βιοαπατίτη και κολλαγόνου παρουσιάζει αυτή που χρησιμοποιεί το λόγο υψών των κορυφών 960 cm-1/1667 cm-1. Επιπλέον, επιχειρήθηκε η ανάπτυξη ενός νέου μοντέλου βαθμονόμησης με τη χρήση χημειομετρικών μεθόδων και πιο συγκεκριμένα εφαρμόζοντας τον αλγόριθμο PLS, ο οποίος έχει εφαρμοστεί με σημαντική επιτυχία τα τελευταία χρόνια στην ανάλυση φασματοσκοπικών δεδομένων. Επειδή για την ανάπτυξη του νέου μοντέλου χρησιμοποιήθηκε μια μεγάλη περιοχή του φάσματος (από 366 cm-1 ως 1800 cm-1) και όχι μεμονωμένες δονήσεις, αναμένετο μεγαλύτερη ακρίβεια στον υπολογισμό της σύστασης των αγνώστων δειγμάτων. Από τους διάφορους τρόπους κατασκευής μοντέλων ποσοτικής ανάλυσης βιοαπατίτη και κολλαγόνου που αναπτύχθηκαν, αυτό που επέδειξε τα καλύτερα χαρακτηριστικά ήταν εκείνο που τα πειραματικά δεδομένα, πριν την επεξεργασία τους με τον αλγόριθμο PLS, υποβλήθηκαν στον SNV (Standard Normal Variate) μετασχηματισμό. Μετά την επιλογή των βέλτιστων για κάθε μέθοδο μοντέλων, ακολούθησε η αξιολόγησή τους με άλλες τεχνικές. Αρχικά, ποσοτικοποιήθηκε η περιεκτικότητά σε βιοαπατίτη και κολλαγόνο μεγάλου αριθμού δοκιμίων οστών, με τις παραπάνω μεθόδους που βασίζονται στη φασματοσκοπία Raman. Ακολούθως, τα ίδια οστά αναλύθηκαν με τις τεχνικές της φασματομετρίας ατομικής απορρόφησης (AAS) και της θερμοσταθμικής ανάλυσης (TGA) ως προς την περιεκτικότητά τους σε ανόργανη και οργανική φάση. Σύγκριση των αποτελεσμάτων από αυτές τις τεχνικές με τα αντίστοιχα που προέκυψαν από την ανάλυση με φασματοσκοπία Raman, κατέδειξαν μειωμένη ικανότητα πρόβλεψης της περιεκτικότητας σε βιοαπατίτη και κολλαγόνο και για τα δύο μοντέλα που είχαν αναπτυχθεί με βάση τη φασματοσκοπία Raman. Θεωρώντας ως ένα από τους λόγους αποτυχίας των παραπάνω μοντέλων ποσοτικής ανάλυσης την επιλογή της δόνησης του αμιδίου Ι στα 1667 cm-1 ως δείκτη της ποσότητας του κολλαγόνου, επιχειρήθηκε η κατασκευή ενός νέου μοντέλου ποσοτικής ανάλυσης, με την επιλογή διαφορετικών δονήσεων για την ποσοτικοποίηση του κολλαγόνου. Οι κορυφές που χρησιμοποιήθηκαν ήταν αυτές στα 855 και 878 cm-1 οι οποίες ανήκουν σε δονήσεις των αμινοξέων προλίνη και υδροξυπρολίνη αντίστοιχα ενώ, για το βιοαπατίτη χρησιμοποιήθηκε και η κορυφή στα 960 cm-1. Και πάλι αναπτύχθηκαν μοντέλα λαμβάνοντας υπόψη τα ύψη και τα εμβαδά των παραπάνω κορυφών. Τελικά, προέκυψε ότι το βέλτιστο μοντέλο ήταν αυτό στο οποίο ως δείκτης της ποσότητας του κολλαγόνου χρησιμοποιήθηκε το άθροισμα των υψών των κορυφών στα 855 και 878 cm-1. Αξιολόγηση του συγκεκριμένου μοντέλου μέσω της σύγκρισης με τα αποτελέσματα που εξήχθησαν από τις ποσοτικές αναλύσεις με την ατομική απορρόφηση και τη θερμοσταθμική ανάλυση, κατέδειξε ιδιαίτερα ικανοποιητική σύγκλιση των τιμών περιεκτικότητας σε βιοαπατίτη και κολλαγόνο από τις τρεις τεχνικές. Ως εκ’ τούτου, κατέστη δυνατή η δημιουργία ενός μοντέλου ακριβούς πρόβλεψης της σύστασης των οστών ως προς την ανόργανη και την οργανική φάση. Η εξίσωση της καμπύλης αναφοράς που προτείνεται για το σκοπό αυτό είναι η: όπου: Ηi είναι το ύψος της κορυφής του φάσματος Raman στον κυματάριθμο i και ΧΒ, ΧC οι % κ.β. περιεκτικότητες των οστών σε βιοαπατίτη και κολλαγόνο αντίστοιχα

    Διακύμανση παραμέτρων φυσικής κατάστασης σε ποδοσφαιριστές ομάδας πρωταθλητισμού γ&apos; εθνικής κατηγοριάς ελλάδας

    No full text
    Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η διαπίστωση των διακυμάνσεων συγκεκριμένων παραμέτρων της φυσικής κατάστασης σε ποδοσφαιριστές ομάδας πρωταθλητισμού Γ΄ Εθνικής κατηγορίας ανάμεσα σε δύο διαδοχικές αγωνιστικές περιόδους και η σύγκρισή τους με αντίστοιχες τιμές ποδοσφαιριστών υψηλού επιπέδου (Α΄ Εθνικής κατηγορίας). Στην έρευνα συμμετείχαν 15 ποδοσφαιριστές επιπέδου Γ΄ Εθνικής κατηγορίας, ηλικίας 25.73 + 5.46 ετών, ύψους 175.13 + 3.89 cm και βάρους 74.77 + 6.84 kg. Η μέτρηση για κάθε αγωνιστική περίοδο πραγματοποιήθηκε στην αρχή της προετοιμασίας. Αξιολογήθηκε το ποσοστό του σωματικού λίπους, η μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου, η ταχύτητα στο 100% της μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου, η ταχύτητα στο αναερόβιο κατώφλι, η μέγιστη καρδιακή συχνότητα, η καρδιακή συχνότητα στο αναερόβιο κατώφλι, η εκρηκτικότητα των κάτω άκρων και η ευλυγισία. Για την στατιστική ανάλυση χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα της περιγραφικής στατιστικής, όπως Μ.Ο., τυπική απόκλιση, ενώ για την σύγκριση των μέσων όρων χρησιμοποιήθηκε το T-test για εξαρτημένα δείγματα. Για τη συσχέτιση μεταβλητών χρησιμοποιήθηκε ο συντελεστής του Pearson (r). Το επίπεδο σημαντικότητας ορίσθηκε στο p&lt;0.05. Τα αποτελέσματα, για τις δύο διαδοχικές περιόδους, έδειξαν σημαντική στατιστική διαφορά μόνο στην ευλυγισία (p&lt;0.05), ενώ στις υπόλοιπες παραμέτρους οι διαφορές δεν ήταν στατιστικά σημαντικές (p&gt;0.10). Αξιοσημείωτο είναι το εύρος τιμών που παρουσιάστηκε σε όλες τις παραμέτρους για τις ελάχιστες και μέγιστες τιμές. Τέλος, σε όλες τις παραμέτρους, εκτός από τη ταχύτητα στο 100% της μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου, οι ποδοσφαιριστές της Γ΄ Εθνικής κατηγορίας παρουσίασαν τιμές σημαντικά χαμηλότερες από τις αντίστοιχες των ποδοσφαιριστών υψηλότερου επιπέδου (Α΄ Εθνική κατηγορία).The purpose of this study is to ascertain the fluctuation of certain parameters of National Category C footballers΄ physical condition between two seasons and to compare them with corresponding high-level footballers (National Category A). The survey is included 15 footballers from National Category C, aged 25.73 + 5.46 years, 175.13 + 3.89 cm tall and weighing 74.77 + 6.84 kg. The measurements for each season were made at the preseason. The body fat percentage, maximum oxygen uptake, highest speed at 100% of maximum oxygen uptake, speed at the anaerobic threshold, maximum heart rate, heart rate at the anaerobic threshold, leg explosivity and flexibility were evaluated. For the statistical analysis, data from descriptive statistics, such as M.O., standard deviation, were used, while T-test for dependent samples was used to compare the mean. For the correlation of variables, the Pearson curator (r) was used. The level of significance was set at p&lt;0.05. The results of the survey showed a significant statistical difference in flexibility (p &lt;0.05), while in the other parameters the differences were not statistically significant (p&gt; 0.10). Noteworthy is the range of values presented in all parameters for minimum and maximum values. Finally, the footballers of National Category C showed values significantly lower than those of the highest level footballers ( National Category A), in all parameters, except for the speed of 100% of the maximum oxygen intake

    Lateral closure of the uterine artery prior to laparoscopic hysterectomy: a systematic review

    No full text
    An alternative surgical technique with closure of the uterine artery at its origin, known as lateral approach prior to TLH, has been proposed and it may offer important benefits to both patients and surgeons. Our objectives were to review the current literature regarding surgical outcomes between lateral and conventional approach in relation to TLH. We followed the ‘PRISMA’ guidelines and conducted a systematic review, which involved searching PubMed and Embase databases for RCTs evaluating the topic. We identified four RCTs including 585 patients. Three of the four studies reported a significant lower bleeding during TLH with prior lateral approach. Operative time was also shorter in the lateral approach group compared to the conventional approach group in three studies. Our review provides evidence that lateral occlusion of the uterine arteries prior to total laparoscopic hysterectomy may be beneficial due to less blood loss and shorter perioperative time without compromising patient safety

    Investigation of Healthcare Professionals’ Knowledge of Evidence-Based Clinical Practices for Preterm Neonatal Skin Care—A Pilot Study

    No full text
    Neonatal skin care practices are considered crucial for a neonate’s survival and are closely related to healthcare professionals’ (HPs) knowledge and skills in delivering scientifically valid neonatal care interventions. In this descriptive cross-sectional pilot study, conducted in 2022, we aimed to assess HPs’ basic theoretical knowledge of neonatal vernix caseosa, skin microbiota, and bathing as well as knowledge regarding evidence-based clinical practices (referred to as “clinical knowledge”) for preterm neonatal skin care. Eligible participants were neonatologists, pediatricians, obstetricians, midwives and nurses working in the Greek setting. The research instrument was an online questionnaire designed by the research team. Finally, 123 HPs took part in the study. The theoretical, clinical and total knowledge scores were all significantly associated with age, healthcare profession and the sources used for education. Participants’ theoretical and clinical knowledge scores were compared and found not to differ significantly (p = 0.566). A significant and positive correlation was found between theoretical and clinical knowledge scores. Thus, it is concluded that HPs should be updated with the latest evidence-based knowledge and clinical guidelines in order to provide neonatal skin care with high-quality standards

    Serum glial fibrillary acidic protein as a biomarker of brain injury in premature neonates

    Get PDF
    Neonatal brain injury is a serious adverse outcome of prematurity. Early detection of high risk premature neonates to develop neonatal brain injury is not currently feasible. The predictive value of many biomarkers has been tested, but none is used currently in clinical practice. The purpose of this study was to determine the levels and predictive value of serum glial fibrillary acidic protein (GFAP) in a prospective longitudinal case-control study during the first three days of life in premature neonates (<34 weeks of gestation) that later developed either intraventricular hemorrhage or periventricular leukomalacia. Each case (n=29) was matched according to birth weight and gestational age to one neonate with normal head ultrasound scans. No significant difference on GFAP levels was observed between the groups. Nevertheless, neonates with brain injury presented more frequently GFAP levels above the lowest detection limit (0.056 ng/ml) and this trend was significantly different during all days. The effectiveness of GFAP as an early biomarker of neonatal brain injury in premature neonates seems to be limited

    Placental growth factor and soluble fms-like tyrosine kinase-1 are useful markers for the prediction of preeclampsia but not for small for gestational age neonates: A longitudinal study

    No full text
    Objective To determine maternal serum concentrations of placental growth factor (PlGF) and soluble fms-like tyrosine kinase-1 (sFlt-1) longitudinally in normal pregnancies, pregnancies that developed preeclampsia and pregnancies that deliver a small for gestational age (SGA) infant, in order to evaluate them as markers for the prediction of preeclampsia. Study design In this case-control study we included 12 singleton pregnancies that developed preeclampsia and 104 randomly selected singleton normal pregnancies. Fourteen of the normal pregnancies gave birth to an SGA infant. Blood samples and ultrasonographic data were collected during the 1st, 2nd and 3rd trimesters of pregnancy. Results In preeclamptic pregnancies, PlGF (pg/mL) (median; inter-quartile range) was significantly lower in the 2nd (208; 84-339) (p = 0.035) and in the 3rd trimester (202; 109-284) (p = 0.002) while sFlt-1 was significantly higher only in the 3rd trimester (2521; 2101-3041) (p = 0.011) compared to normal pregnancies (PlGF 2nd: 311; 243-440, PlGF 3rd: 780; 472-1037, sFlt-1 3rd: 1616; 1186-2220). In pregnancies with SGA infants, PlGF and sFlt-1 did not differ significantly from normal pregnancies in any trimester. The sFlt-1 to PlGF ratio was significantly higher in preeclamptic pregnancies than in normal pregnancies, in both the 2nd and 3rd trimesters. The relative difference and the slope of PlGF concentration between 1st and 2nd trimester were significantly reduced in preeclampsia compared to normal pregnancies. A logistic regression model with predictors BMI, 2nd trimester Doppler PI and relative difference of PlGF from the 1st to the 2nd trimester gave 46% sensitivity and 99% specificity for the prediction of preeclampsia, with a very high negative predictive value of 98.3%. Conclusions Our study confirms that maternal serum PlGF concentration is significantly lower, at least after 20th week, while sFlt-1 concentration is significantly higher in 3rd trimester, in pregnancies destined to develop preeclampsia. Pregnancies that gave birth to SGA infants do not have altered angiogenic factor concentrations throughout pregnancy. The relative difference of PlGF from the 1st to the 2nd trimester, uterine artery Doppler PI in the 2nd trimester and BMI are the most powerful markers for the prediction of preeclampsia. © 2013 Elsevier Ireland Ltd © 2013 Published by Elsevier Ireland Ltd. All rights reserved
    corecore