2 research outputs found

    Applied respiratory physiology in laparoscopic surgery of biliary truct

    No full text
    Patients operated in the upper abdomen usually develop a postoperative alterations of the respiratory function characterized by major changes of lung volumes and breathing pattern. In 1910 W. Pasteur first suggested that a deficient inspiratory drive ensues as a result of this type of operation. Moreover, it has been well established that upper abdominal surgery is associated with a marked dysfunction of the diaphragmatic performance, not suppressed by the postoperative pain relief. Respiratory complications due to the operation per se, depend upon the surgical technique. The laparoscopic technique is a new surgical approach for cholecystectomies with diminished visceral manipulations, used during the last twelve years, but the first laparoscopy was performed by Nordentoft in 1912. This procedure is not so aggressive to tissues as the Open one, cause less stress to the patient and shortens the length of hospitalization compared to the laparotomy approach. Thus, Laparoscopic Cholecystectomy is expected to exert a lesser influence on the postoperative pulmonary function than the open technique. In many comparative studies certain isolated respiratory function parameters were less altered after Laparoscopic Cholecystectomy compared to the laparotomic procedure. Nevertheless, respiratory mechanics and respiratory muscle strength were also influenced following laparoscopic surgical technique. It has been recognized that the breathing pattern provides useful clinical information regarding the respiratory system performance. As a matter of fact, some parameters of the control of breathing have been studied before and Laparoscopic Cholecystectomy. The aim of the present study was to analyse in detail all prominent variables of the respiratory function and of the control of breathing in both surgical methods, in order to elucidate postoperative pulmonary pathophysiology under laparoscopical and laparotomic surgical conditions, in a way to avoid as possible postoperative respiratory complications.Οι ασθενείς οι οποίοι υφίστανται χειρουργική επέμβαση στην άνω κοιλιακή χώρα αναπτύσσουν μετεγχειρητικές μεταβολές της αναπνευστικής λειτουργίας, οι οποίες με την σειρά τους χαρακτηρίζονται από αντίστοιχες μείζονος σημασίας μεταβολές των πνευμονικών όγκων και του τύπου αναπνοής. Γύρω στα 1910 ο W. Pasteur διατύπωσε την άποψη της ελαττωμένης δραστηριότητας ή ενεργητικότητας του αναπνευστικού συστήματος, σαν αποτέλεσμα του συγκεκριμένου τύπου της χειρουργικής επέμβασης. Επιπλέον, έχει διερευνηθεί και έχει τεκμηριωθεί ότι η χειρουργική της άνω κοιλίας συνδυάζεται με μία έντονη διαταραχή της διαφραγματικής λειτουργίας, η οποία δεν αναστέλλεται με την χρησιμοποίηση μετεγχειρητικής αναλγησίας. Οι αναπνευστικές επιπλοκές δε, που πολλές φορές εμφανίζονται, είναι απότοκα των χειρουργικών τεχνικών που εφαρμόζονται. Η λαπαροσκοπική τεχνική αποτελεί μία καινούργια χειρουργική μεθοδολογία για χολοκυστεκτομές, η οποία χρησιμοποιείται κατά τα τελευταία δώδεκα έτη και χαρακτηρίζεται από ελαττωμένο αριθμό χειρουργικών χειρισμών στα σπλάγχνα. Για ιστορικούς λόγους αναφέρουμε ότι η πρώτη λαπαροσκόπηση έγινε από τον Nordentoft στα 1912. Η λαπαροσκοπική χειρουργική τεχνική δεν είναι τόσο επιθετική με τους ιστούς όπως συμβαίνει με την κλασσική ανοικτή μέθοδο, προκαλεί λιγότερο stress στον ασθενή και συντομεύει τον χρόνο παραμονής στο Νοσοκομείο συγκριτικά με την λαπαροτομική χειρουργική προσέγγιση. Το αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω είναι το αναμένει κανείς ότι η λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή ασκεί ευνοϊκότερες επιδράσεις στη μετεγχειρητική λειτουργία του αναπνευστικού συστήματος σε σχέση με την ανοικτή χειρουργική τεχνική. Σε αρκετές συγκριτικές μελέτες αναλύθηκαν μεμονωμένα διάφορες παράμετροι του αναπνευστικού συστήματος και παρατηρήθηκε ότι αυτοί είχαν επηρεασθεί λιγότερο μετά από λαπαροσκοπική παρά μετά από ανοικτή χολοκυστεκτομή. Παρ' όλα αυτά έχει καταδειχθεί ότι τόσο οι αναπνευστικοί μηχανισμοί όσο και η δυναμικότητα των αναπνευστικών μυών επηρεάζονται επίσης από την λαπαροσκοπική χειρουργική τεχνική. Είναι ήδη γνωστό ότι ο τύπος αναπνοής μάς προμηθεύει με χρήσιμες κλινικές πληροφορίες όσον αφορά στην λειτουργικότητα του αναπνευστικού συστήματος. Το αποτέλεσμα είναι ότι ορισμένοι παράμετροι του τύπου αναπνοής μελετήθηκαν πριν και μετά από λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή. Ο σκοπός της παρούσης εργασίας είναι να αναλύσουμε όσο το δυνατόν πιο λεπτομερειακά όλες τις χαρακτηριστικές μεταβλητές της αναπνευστικής λειτουργίας και του τύπου της αναπνοής πριν και μετά από λαπαροσκοπική και ανοικτή χολοκυστεκτομή, εις τρόπον ώστε να διαλευκανθεί όσο είναι δυνατό η μετεγχειρητική παθοφυσιολογία της αναπνοής κάτω από διαφορετικές χειρουργικές συνθήκες για να αποφευχθούν όσο γίνεται οι διάφορες μετεγχειρητικές αναπνευστικές επιπλοκές που πολλές φορές ταλαιπωρούν τον ασθενή
    corecore