19 research outputs found

    The role of intracellular motifs of Delta during Notch signaling

    No full text
    The Notch signaling pathway is an evolutionary conserved mechanism which participates in a variety of cell fate decisions. In D. melanogaster, key-players in this signaling pathway are three single-pass transmembrane proteins and two E3 ubiquitin ligases. Notch protein, the receptor of the signaling, binds to Delta (Dl) and Serrate (Ser), which are the ligands. Following interaction, a proteolytic step is triggered which leads to the release of a part of the receptor, its translocation to the nucleus and finally the activation of target genes. Apart from transcriptional regulation, posttranscriptional modifications are important for the correct activation of the signaling. Ubiquitination is one of those modifications. E3 ligases of ubiquitin, Neuralized (Neur) and Mindbomb1 (Mib1), are known to trigger the endocytosis of the ligands and their function is a prerequisite for the activation of Notch signaling. In this work, the role of ubiquitination during Notch signaling was studied in D. melanogaster. Initially, the intracellular part of Dl protein was analyzed and four conserved motifs were identified. Three of them are associated with the E3 ligases. The first one was the interaction site of Neur and the second one of Mib1. The conserved lysine in the third motif was identified as the acceptor site for ubiquitination by Neur. In this part of the work it was not only proved that Dl is ubiquitinated by Neur and Mib1 directly but also that these ligases bind to and ubiquitinate the ligand in a different way. Then, ubiquitination of the ligands was connected with their ability to signal. Using Dl mutants that could not be ubiquitinated by Neur or Mib1, we were able to prove that ubiquitination is a step before signaling and a precondition for Notch pathway to be activated. Finally, we analyzed the subcellular localization of Dl protein. It was already known that Dl protein localizes at the cell surface and in endocytic dots and that ubiquitin ligases are responsible for the endocytosis of the ligand. In this work we proved that not only interaction but ubiquitination by ligases is needed for the endocytosis of the ligand. Furthermore, it was shown that Dl colocalizes with the endocytic markers Sara, Rab11 and Hrs. For this colocalization none of the known endocytic motifs is responsible. Additionally, we were unable to find any differences in the rate of endocytosis triggered by Neur and Mib1Επιπλέον, η συντηρημένη λυσίνη στο τρίτο μοτίβο αποτελεί θέση ουβικουιτινυλίωσης από τη λιγάση Neur. Στο συγκεκριμένο τμήμα της εργασίας δεν αποδείχθηκε μόνο η άμεση δέσμευση και ουβικουιτινυλίωση της πρωτεΐνης Dl από τις Neur και Mib1 αλλά και το γεγονός ότι οι δύο αυτές λιγάσες δεσμεύονται και ουβικουιτινυλιώνουν το δεσμευτή με διαφορετικό τρόπο. Στη συνέχεια η ουβικουιτινυλίωση των δεσμευτών συνδέθηκε άμεσα με την ικανότητα τους να σηματοδοτούν. Με τη χρήση μεταλλαγμάτων της πρωτεΐνης Dl τα οποία αδυνατούσαν να ουβικουιτινυλιωθούν από τις λιγάσες Neur ή Mib1, αναλόγως τον ιστό, παρατηρήθηκε αδυναμία σηματοδότησης Notch, γεγονός που τοποθετεί την ουβικουιτινυλίωση ένα βήμα πριν τη σηματοδότηση και αναγκαία προϋπόθεση. Τέλος, μελετήθηκε η κυτταρική κατανομή της πρωτεΐνης Dl. Ήταν ήδη γνωστό ότι η πρωτεΐνη Dl εντοπίζεται τόσο στην κορυφαία μεμβράνη των επιθηλιακών κυττάρων όσο και σε ενδοκυττωτικά κυστίδια και πως για ένα σημαντικό μέρος της ενδοκύττωσης αυτής υπεύθυνες είναι οι λιγάσες ουβικουιτίνης. Στη συγκεκριμένη εργασία αποδείχθηκε ότι η ουβικουιτινυλίωση από τις λιγάσες και όχι μόνο η αλληλεπίδραση με αυτές είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ενδοκύττωση του δεσμευτή. Επιπλέον παρατηρήθηκε ότι η πρωτεΐνη Dl συνεντοπίζεται σε ενδοκυττωτικά διαμερίσματα με τους ενδοσωμικούς δείκτες Sara, Rab11 και Hrs, χωρίς όμως να στοχοποιηθεί κάποιο από τα ενδοκυττάρια μοτίβα της πρωτεΐνης για την τοποθέτηση αυτή. Παράλληλα, δεν παρατηρήθηκε κάποια σημαντική διαφορά στο ρυθμό ενδοκύττωσης του δεσμευτή από τις δύο λιγάσες ουβικουιτίνης

    Exercise with techniques of performing arts and therapeutic exercise for the functional management of chronic musculoskeletal pain in the spine: comparative study

    No full text
    A growing body of recent literature argues that arts will play an important role in the health sector. In the field of exercise, some scholars have already made use of the arts to alleviate serious illnesses. Nevertheless, the creative use of artistic methods for the functional management of musculoskeletal disorders, such as chronic spinal pain, has not yet been explored. Regarding the most suitable type of exercise for chronic spinal pain, new theoretical approaches suggest that the missing link for its management are various types of “myofascial training”. However, there is a lack of researches examining the practical effects of these techniques on the reduction of musculoskeletal pain through exercise. Additionally, few studies have investigated the effectiveness of internet-based exercise programs on the treatment of chronic spinal pain, although there are numerous online applications for the self-management of musculoskeletal disorders. The aim of the present research was to examine and compare two internet-based programs of myofascial training (“Therapeutic exercise” and “Exercise with techniques of performing arts”) in terms of their effectiveness in reducing pain, improving physical function, increasing flexibility, and improving quality of life. Thirty six women with chronic spinal pain (47.21±7.31 years old), participated in the present research and were allocated to three groups (“exercise group”, “art group”, “control group”). The exercise protocol was identical for the experimental groups, i.e., “myofascial stretches” and “self-myofascial release” with Foam Rollers. However, the participants of the “art group” were receiving additional instructions during the workouts, stemming from techniques that are used in the field of performing arts. The total duration of this intervention was 6 weeks (18 half-hour workouts). According to the results, both programs were effective in the statistically significant improvement of most variables, carrying similar effects in the improvement of physical parameters, i.e., flexibility and functionality. However, only the program “Exercise with techniques of performing arts” brought statistically significant improvements in the reduction of pain and psychological parameters of quality of life. Therefore, it is concluded that: 1) myofascial training is an effective way of exercising, 2) internet-based exercise programs can be a safe choice for the functional management of chronic spinal pain and, 3) “Exercise with techniques of performing arts” is even more effective in improving parameters affected by psychological factors, probably due to its holistic nature.Όπως έχει διατυπωθεί, τον 21ο αιώνα οι Τέχνες θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στους τομείς της υγείας. Στο πεδίο της άσκησης, ήδη κάποιες έρευνες έχουν επιστρατεύσει τις τέχνες ως μέσο για την ανακούφιση σοβαρών ασθενειών, όμως, η οργανωμένη χρήση καλλιτεχνικών μεθόδων για τη λειτουργική διαχείριση μυοσκελετικών θεμάτων, όπως ο χρόνιος πόνος στη σπονδυλική στήλη (ΧΠΣΣ), δεν έχει ακόμη διερευνηθεί. Όσον αφορά εστιασμένα στο καταλληλότερο είδος άσκησης για τον ΧΠΣΣ, παρόλο που σύμφωνα με νέες θεωρητικές προσεγγίσεις, ο «κρίκος που λείπει» για τη διαχείρισή του είναι διάφορες μορφές «μυοπεριτονιακής προπόνησης», στην πράξη υπάρχει έλλειψη ερευνών που να εξετάζουν την επίδραση αυτών των τεχνικών στη μείωση του μυοσκελετικού πόνου μέσω της άσκησης. Τέλος, παρότι υπάρχουν πολυάριθμες διαδικτυακές εφαρμογές για την αυτοδιαχείριση μυοσκελετικών δυσχερειών, ελάχιστες μελέτες έχουν διερευνήσει την αποτελεσματικότητα των διαδικτυακών προγραμμάτων στην αντιμετώπιση του ΧΠΣΣ. Σκοπός της έρευνας ήταν να εξεταστούν και να συγκριθούν δύο διαδικτυακά προγράμματα μυοπεριτονιακής προπόνησης («Θεραπευτική Άσκηση» και «Άσκηση με τεχνικές των παραστατικών τεχνών») ως προς την αποτελεσματικότητά τους στη μείωση του πόνου, τη βελτίωση της σωματικής λειτουργικότητας, την αύξηση της ευλυγισίας και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Στην έρευνα συμμετείχαν 36 γυναίκες με ΧΠΣΣ, ηλικίας 47.21±7.31 ετών, οι οποίες χωρίστηκαν σε 3 ομάδες («ομάδα άσκηση», «ομάδα τέχνη», «ομάδα ελέγχου»). Το πρωτόκολλο άσκησης ήταν ίδιο και για τις 2 πειραματικές ομάδες («μυοπεριτονιακές διατάσεις» και αυτοεφαρμοζόμενη μυοπεριτονιακή απελευθέρωση με Foam Rollers), όμως, η «ομάδα τέχνη», κατά τη διάρκεια των ασκήσεων, λάμβανε επιπρόσθετες οδηγίες οι οποίες εκπορευόνταν από τεχνικές των παραστατικών τεχνών. Η παρέμβαση είχε διάρκεια 6 εβδομάδες (18 μισάωρες προπονήσεις). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, τα δύο προγράμματα ήταν εξίσου αποτελεσματικά στη στατιστικά σημαντική βελτίωση των περισσότερων μεταβλητών, φανερώνοντας παρεμφερείς επιδράσεις στη βελτίωση σωματικών παραμέτρων (αύξηση λειτουργικότητας και ευλυγισίας), όμως, μόνο το πρόγραμμα «Άσκηση με τεχνικές των παραστατικών τεχνών» επέφερε στατιστικά σημαντικές βελτιώσεις στη μείωση του πόνου και σε ψυχολογικές παραμέτρους της ποιότητας ζωής. Ως εκ τούτου, συμπεραίνεται ότι η μυοπεριτονιακή προπόνηση είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος άσκησης, τα διαδικτυακά προγράμματα μπορούν να αποτελέσουν μια ασφαλή επιλογή για τη λειτουργική διαχείριση του ΧΠΣΣ και η «Άσκηση με τεχνικές των παραστατικών τεχνών» είναι ακόμα πιο αποτελεσματική στη βελτίωση παραμέτρων που επηρεάζονται από ψυχολογικούς παράγοντες, λόγω, πιθανώς, της ολιστικής της φύσης

    Αξιολόγηση ενήλικων ασκούμενων με οσφυαλγία

    No full text
    Η οσφυαλγία αποτελεί ένα εκ των συνηθέστερων μυοσκελετικών προβλημάτων τόσο διεθνώς όσο και ειδικότερα στην Ελλάδα, απασχολώντας ένα μεγάλο ποσοστό του γενικού πληθυσμού (εργαζόμενους και ασκούμενους όλων των ηλικιών). Λόγω του μεγάλου επιπολασμού των μυοσκελετικών προβλημάτων στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης, η ανάληψη πρωτοβουλιών και η συνέχιση του επιστημονικού διαλόγου για την αποτελεσματική διαχείριση των εν λόγω δυσχερειών έχουν καθοριστική σημασία. Λαμβάνοντας υπόψη ότι στο πεδίο της αποκατάστασης μέσω της άσκησης, η αποτελεσματικότητα του όποιου ασκησιακού πρωτόκολλου μπορεί να αποτιμηθεί μόνο μέσω συγκεκριμένων μετρήσεων, κρίνεται απαραίτητη η ενημέρωση του ειδικού της αποκατάστασης (γυμναστή, ερευνητή, φυσικοθεραπευτή) σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα αξιολόγησης. Με βάση αυτά τα δεδομένα, σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να πραγματοποιηθεί μια ανασκόπηση των μεθοδολογικών οργάνων μέτρησης και των δοκιμασιών που προτείνεται να επιλέγονται από τους επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται στο πεδίο της λειτουργικής διαχείρισης μυοσκελετικών παθήσεων, για την αξιολόγηση ασκούμενων με οσφυαλγία που συμμετέχουν σε προγράμματα θεραπευτικής άσκησης. Δεδομένου ότι τα σχετικά με την οσφυαλγία όργανα μέτρησης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν είναι πολυάριθμα, στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται, κατά κύριο λόγο, μεθοδολογικά εργαλεία τα οποία έχουν ελεγθεί ως προς τις κλινιμετρικές/ψυχομετρικές τους ιδιότητες. Επίσης, οι δοκιμασίες/μετρήσεις που επιλέχθηκαν, ανταποκρίνονται στη μέτρηση των τριών εκείνων μεταβλητών που προτείνεται να συμπεριλαμβάνονται σε όλες ανεξαιρέτως τις έρευνες που εξετάζουν παρεμβάσεις σε σχέση με τα οσφυαλγικά σύνδρομα. Έτσι, στην παρούσα ανασκόπηση συμπεριλαμβάνονται δοκιμασίες για την αξιολόγηση της έντασης του πόνου, για την εκτίμηση της σωματικής/κινητικής λειτουργικότητας και για την ποιότητα της ζωής. Τέλος, οι αξιολογήσεις/μετρήσεις που προτείνονται είναι εύκολα πραγματοποιήσιμες και δεν απαιτούν ούτε δαπανηρό αλλά ούτε και εξειδικευμένο εξοπλισμό, προκειμένου να ενθαρρυνθεί η χρήση τους από πλευράς του γυμναστή-στριας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η αντικειμενική αξιολόγηση της οποιασδήποτε ασκησιακής παρέμβασης προϋποθέτει τη χρήση έγκυρων και αξιόπιστων «οργάνων μέτρησης», κρίνεται εύλογο να υποτεθεί ότι η εν λόγω εργασία λειτουργεί πολύ παραγωγικά στον επιστημονικό διάλογο για την αντιμετώπιση της οσφυαλγίας, συγκεντρώνοντας και παρουσιάζοντας χρήσιμα εργαλεία που μπορούν να διευκολύνουν τον γυμναστή στο επαγγελματικό του έργο.Low back pain is one of the most common musculoskeletal disorders of the general and working population internationally and nationally –in Greece. Due to the high prevalence of musculoskeletal problems in the lumbar spine, it is of major importance to take initiatives and continue the scientific dialogue in order to effectively manage these difficulties. Considering that in the field of exercise rehabilitation, the effectiveness of any exercise protocol could only be evaluated by means of specific measurements, it is necessary that the rehabilitation specialist (trainer, researcher, physiotherapist) is informed on the available assessment tools. Based on these data, the aim of the present study was to review the measurement tools that are proposed as appropriate for use by the professionals working in the field of exercise for the evaluation of patients with back pain who participate in programs of therapeutic exercise. Since the measurement instruments that can be used are numerous, the present study presents primarily tests that have been controlled for their clinical/psychometric properties. Also, the assessments selected correspond to the measurement of those three variables that is proposed to be included in all researches that examine the effectiveness of interventions in relation to back pain. Thus, this review includes tests for the evaluation of pain intensity, physical function and quality of life. Finally, the measurements proposed are easy and require neither costly nor specialized equipment in order to encourage their use by the gym instructors and athletic trainers. Taking into account that the objective assessment of the effectiveness of any exercise protocol presupposes the use of valid and reliable measurements, it is reasonable to assume that the present sudy is very productive in the scientific dialogue for the management of low back pain, gathering and presenting useful tools that can facilitate the trainer in his professional work

    Ο ρόλος των λιγασών ουβικουϊτίνης Neuralized και Mindbomb 1 στη σηματοδότηση Notch

    No full text
    The finite response time of the turbocharger is the most notable effect oftransient operation on a turbocharged diesel engine. To fulfil future emission requirements high amounts of transient EGR will be required. This impliesthat advanced turbocharger systems have to be introduced to enable high boost pressures with improved or at least maintained response time. The increased amount of tunable parameters from the more advanced turbocharging system will make it difficult to optimise the engine experimentally. Therefore the wish is to optimise the engine numerically, however this is a difficult task which demands more knowledge within the field of modelling the gas exchange system and its components, which is the aim of the present work. Engine simulations have been performed in the 1-dimensional fluid dynamic code GT-Power for transient operation and validated with engine measurements. The turbine was modelled according to the state of the art which is via look-up tables with measured turbine performance data from a steady-flow rig and used under the assumption that the turbine behaves in a quasi-steady manner. Turbine performance data was also obtained via the semi-empirical turbine design software, Rital for comparison. A heavy-duty diesel engine has been modelled with two different gas exchange system configurations. The standard configuration with a single twin-entry turbine and a rebuilt gas exchange system including a two-stage turbocharging system and high pressure loop for EGR. The results shows that it is difficult to predict the performance of the gas exchange system and its components, especially the turbine performance. When trying to predict turbine performance under transient operation the difficulties added, compared to stationary operation are long scale transients as wall temperature gradients in the cylinder and the exhaust manifold which directly influences the amount of isentropic energy to the turbine. This makes it even more difficult to predict the isentropic exhaust gas energy content compared to stationary operation, which is difficult to measure and therefore to state how well the turbine model actually performs. However, even though it is difficult to predict engine performance in detail the models have proved to be useful for concept studies as a help in engine design.QC 2010112

    Real-time adaptive models for the personalized prediction of glycemic profile in type 1 diabetes patients

    No full text
    Prediction of glycemic profile is an important task for both early recognition of hypoglycemia and enhancement of the control algorithms for optimization of insulin infusion rate. Adaptive models for glucose prediction and recognition of hypoglycemia based on statistical and artificial intelligence techniques are presented

    An early warning system for hypoglycemic/hyperglycemic events based on fusion of adaptive prediction models

    No full text
    Early warning of future hypoglycemic and hyperglycemic events can improve the safety of type 1 diabetes mellitus (T1DM) patients. The aim of this study is to design and evaluate a hypoglycemia/hyperglycemia early warning system (EWS) for T1DM patients under sensor-augmented pump (SAP) therapy

    Filarioid infections in wild carnivores: a multispecies survey in Romania

    No full text
    Abstract Background Filarioids are vector-borne parasitic nematodes of vertebrates. In Europe, eight species of filarioids, including zoonotic species, have been reported mainly in domestic dogs, and occasionally in wild carnivores. In Romania, infections with Dirofilaria spp. and Acanthocheilonema reconditum are endemic in domestic dogs. Despite the abundant populations of wild carnivores in the country, their role in the epidemiology of filarioid parasites remains largely unknown. The aim of the present study was to assess the host range, prevalence and distribution of filarioid infections in wild carnivores present in Romania. Methods Between May 2014 and February 2016, 432 spleen samples originating from 14 species of wild carnivores have been tested for the presence of DNA of three species of filarioids (D. immitis, D. repens and A. reconditum). Results Overall 14 samples (3.24%) were molecularly positive. The most prevalent species was D. immitis (1.62%), accounting for 50% (n = 7) of the positive animals. The prevalence of D. repens was 1.39%, while that of A. reconditum was 0.23%. No co-infections were detected. Dirofilaria immitis DNA was detected in five golden jackals, Canis aureus (7.58%), one red fox, Vulpes vulpes (0.33%), and one wildcat, Felis silvestris (10%). The presence of D. repens DNA was detected in two red foxes (0.66%), two golden jackals (3.03%), one grey wolf (7.14%), and one least weasel, Mustela nivalis (33.33%). Acanthocheilonema reconditum DNA was found only in one red fox (0.33%). Conclusion The present study provides molecular evidence of filarial infections in wild carnivore species in Romania, suggesting their potential epidemiological role and reports a new host species for D. repens
    corecore