27 research outputs found
Identification of educational needs of organic producers, ICM operators and conventional farmers in Central Macedonia, Greece
Profound social, environmental and economic changes in agriculture impose the redefinition of agricultural job and necessitate the diffusion of knowledge in rural population, through the process of agricultural education, in order to make farmers capable to adapt themselves to these new conditions. The assessment of educational needs and interests and the translation of these needs into educational objectives are key factors for the establishment of a favorable framework for the success of an agricultural educational program. With these issues in perspective, the principal objective of the current thesis was to ascertain the educational needs of conventional farmers, ICM (Integrated Crop Management) operators and organic producers. In addition, this study sought to identify and analyze the perceptions of farmers regarding their willingness to participate in Agricultural Educational Programs (AEPs), the motivational factors for participation, the willingness to pay and spend time in order to attend an AEP. The research also attempts to profile the effective vocational agriculture educator. Besides, the study aims to explore to which extend information sources are used by farmers and to examine the role of rural communities in the dissemination of agricultural knowledge. For this research, data were collected from both farmers and educators from five prefectures of Central Macedonia through personal interviews. 385 farmers and 74 educators participated in the study. Besides descriptive statistics, a variety of multivariable methods were used in order to meet the research’s objectives. Research findings reveal that the evaluation of the educational needs differ significantly among the three groups of farmers. However, farmers of all three groups focus their educational needs on issues relating to European Union’s funding programs for agriculture. Plant protection is highlighted as a core educational priority for ICM producers. Organic farmers indicated that there is a greater need for educational programs centred around sustainable practices and biological pest control. Farmers’ willingness to participate in AEPs was found to be in link with educational modules offered by an educational process, while self-actualization needs were emerged as drivers of this willingness. The differences in farmers’ attitudes towards agricultural education, arising in this survey, imply, in the first place, that the approach “one-size-fits-all” should be replaced by “shape-tailored-for-each-targeted-population”. Results also suggest farmers’ preference for new, more participatory models for the delivery of knowledge, such as field activities. However, traditional methods remain valuable for a significant proportion of rural people. Moreover, the research proves that about half of the farmers aren’t willing to spend money and time more than two days for the participation in AEPs. An important predictor of both types of willingness is educators’ characteristics, i.e. their ability to facilitate and organize the learning process. Finally, study’s findings stress the importance of rural communities as a pool of information as well as the failure of public extension services to meet farmers’ demand for agricultural knowledge. The thesis concludes with the several notable implications for practitioners, agricultural education administrators and AEPs designers, which emerge from the results of current research, while the limitations and future research directions are presented.Έντονες κοινωνικές, περιβαλλοντικές και οικονομικές αλλαγές στη γεωργία οδηγούν στον επαναπροσδιορισμό του γεωργικού επαγγέλματος και επιβάλλουν την εισροή γνώσης μέσω διαδικασιών γεωργικής εκπαίδευσης στο γεωργικό πληθυσμό, ώστε οι γεωργοί να καταφέρουν να προσαρμοστούν σε νέες συνθήκες. Ο καθορισμός των εκπαιδευτικών αναγκών και η μετάφρασή τους σε εκπαιδευτικούς στόχους αποτελούν προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός ευνοϊκού πλαισίου για την επιτυχία ενός προγράμματος γεωργικής εκπαίδευσης. O κύριος σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η διερεύνηση των εκπαιδευτικών αναγκών τριών ομάδων παραγωγών: εκείνων που εφαρμόζουν αποκλειστικά συμβατικές μεθόδους παραγωγής, των γεωργών που ακολουθούν προγράμματα ολοκληρωμένης διαχείρισης και των βιοκαλλιεργητών. Επιπλέον, η εργασία επιδιώκει να προσδιορίσει και να αναλύσει το βαθμό ενδιαφέροντος των γεωργών για συμμετοχή σε προγράμματα γεωργικής εκπαίδευσης (ΠΓΕ), τους παράγοντες που παρακινούν τη συμμετοχή, καθώς και την προθυμία πληρωμής και δαπάνης χρόνου για παρακολούθηση ΠΓΕ. Στους δευτερεύοντες στόχους εντάχθηκαν: η ανίχνευση των στάσεων των γεωργών προς τα χαρακτηριστικά των εκπαιδευτών ΠΓΕ, η διερεύνηση του βαθμού χρησιμοποίησης των πηγών ενημέρωσης από τον αγροτικό πληθυσμό και η αναζήτηση της αξίας του κοινωνικού περιβάλλοντος στη διάχυση γεωργικής γνώσης. Για τους σκοπούς της έρευνας, συγκεντρώθηκαν δεδομένα με προσωπικές συνεντεύξεις από 385 γεωργούς και 74 εκπαιδευτές από την περιοχή που καλύπτουν πέντε νομοί της Κεντρικής Μακεδονίας. Εκτός από τα περιγραφικά στατιστικά μέτρα μια ποικιλία πολυμεταβλητών μεθόδων ανάλυσης χρησιμοποιήθηκαν για να καλυφθούν οι στόχοι της διατριβής.Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαίωσαν ότι η ένταση των εκπαιδευτικών αναγκών διαφέρει σημαντικά μεταξύ των τριών ομάδων παραγωγών. Ωστόσο, οι παραγωγοί και των τριών ομάδων εστιάζουν τις εκπαιδευτικές τους ανάγκες σε ζητήματα που αφορούν τις χρηματικές ενισχύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τη γεωργία. Η προσφορά γνώσης για μεθόδους φυτοπροστασίας αναδείχθηκε ως κεντρική προτεραιότητα για τους παραγωγούς προϊόντων ολοκληρωμένης διαχείρισης. Οι βιοκαλλιεργητές υποδεικνύουν ως σημαντικότερη την ανάγκη για ΠΓΕ που αφορούν αειφορικές πρακτικές και μεθόδους βιολογικής καταπολέμησης. Ο βαθμός ενδιαφέροντος των γεωργών για συμμετοχή σε ΠΓΕ διαπιστώθηκε ότι αποτελεί συνάρτηση των εκπαιδευτικών ενοτήτων που προσφέρονται μέσα από μια εκπαιδευτική διαδικασία, ενώ υποκινείται κυρίως από κίνητρα αυτοκαταξίωσης. Οι διαφορές στη στάση των γεωργών προς τα χαρακτηριστικά της γεωργικής εκπαίδευσης, που αναδείχθηκαν από την παρούσα έρευνα, υποδεικνύουν την ανάγκη αντικατάστασης της προσέγγισης «ένα μέγεθος για όλους» με την αντίληψη «κατάλληλο σχήμα για κάθε πληθυσμό-στόχο». Τα αποτελέσματα επίσης υποδεικνύουν την προτίμηση των γεωργών για καινούρια, περισσότερο συμμετοχικά μοντέλα μεταφοράς της γνώσης, όπως οι δραστηριότητες αγρού. Ωστόσο, οι παραδοσιακές μέθοδοι διατηρούν την αξία τους για μια σημαντική αναλογία του αγροτικού πληθυσμού. Η έρευνα απέδειξε ότι περίπου οι μισοί γεωργοί δεν εμφανίζονται πρόθυμοι να δαπανήσουν χρήματα και χρόνο περισσότερο από δύο ημέρες για τη συμμετοχή τους σε ΠΓΕ. Ένας σημαντικός παράγοντας πρόβλεψης και των δύο τύπων προθυμίας είναι τα χαρακτηριστικά των εκπαιδευτών, δηλαδή οι ικανότητές τους να εμψυχώνουν και να οργανώνουν τη μαθησιακή διαδικασία. Επιπλέον, τα αποτελέσματα της έρευνας τονίζουν τη σπουδαιότητα των αγροτικών κοινωνιών ως δεξαμενών πληροφόρησης, καθώς και την αποτυχία των κρατικών υπηρεσιών να καλύψουν τις απαιτήσεις των παραγωγών για γεωργική γνώση. Η διατριβή ολοκληρώνεται με την καταγραφή των σημαντικών εφαρμογών και προτάσεων που αναδύονται από τα αποτελέσματα της έρευνας και αφορούν τους επαγγελματίες και σχεδιαστές των ΠΓΕ, καθώς και τους υπεύθυνους για τη διαχείριση της γεωργικής εκπαίδευσης, ενώ παρουσιάζονται οι περιορισμοί της έρευνας και προτείνονται κατευθύνσεις για μελλοντική έρευνα
The theatre: a space of eyes' motion
112 σ.Το θέατρο ανέκαθεν γοήτευε σαν τέχνη, προερχόμενο αλλά και απευθυνόμενο στην ανθρώπινη ύπαρξη. Στην ονομασία του είναι συνυφασμένες η έννοια του χώρου και της τέχνης που αναπτύσσεται. Η «παράσταση» ξεκινά και οι σχέσεις, χωρικές και διαπροσωπικές, εμπλέκονται, παράγοντας ένα ζωντανό αποτέλεσμα. Η θεατρική πράξη ενσαρκώνεται με το υποκείμενο της δράσης και το αντικείμενο αυτής να παρίστανται στον ίδιο χώρο και να αλληλεπιδρούν. Ο ηθοποιός και ο θεατής, αποκτούν στην παράσταση έναν διαφορετικό ρόλο από αυτόν στην πραγματικότητα, βιώνοντας έτσι την αλήθεια του μύθου. Η παράσταση αποτελεί το μέσο για τη διεύρυνση της οπτικής των πραγμάτων. Ο χώρος του θεάτρου εγκιβωτίζει το θέαμα, δημιουργεί χωρικές σχέσεις δράσης και θέασης καθορίζοντας την κίνηση των βλεμμάτων. Ο χώρος από την αρχαιότητα γεννούσε το θέαμα αλλά και επηρεαζόταν απ’ αυτό. Ο θεατρικός χώρος αποτελεί τον τόπο ύψιστης έκφρασης της αρχιτεκτονικής, ως μουσικής των πλαστικών τεχνών. Αυτή η αμφίδρομη σχέση χώρου και θεάματος εξελίσσεται και στιγματίζει κάθε εποχή. Τα θέατρα, χώροι άλλοτε διασκέδασης και άλλοτε ψυχαγωγίας, έχουν πάντα μια διακριτή θέση στην πόλη, αποτελώντας τοπόσημό της, Ακόμα και στον ίδιο χρόνο, διακρίνεται η έννοια του διαφορετικού και εκφράζεται το κοινωνικό και πνευματικό πλαίσιο. Το θέατρο, έρχεται να συνδέσει διάφορες μορφές τέχνης σε μία, συνδυάζοντας τον λόγο, με τη μουσική, τον χορό και την υποκριτική. Παράγεται μια πολύπλευρη τέχνη που απευθύνεται και συναθροίζει διαφορετικούς χαρακτήρες. Η κατάθεση ψυχής τόσο από τον ηθοποιό όσο και από τον θεατή καθιστά το θέατρο δοχείο διάπλασης και εξέλιξης της σκέψης και του ψυχισμού.The theatre always mesmerized as an art, coming from human existence and addressing to it. It is related with the meaning of space and the art that develops. The “action” starts and the relationship of space and persons are involved, creating a vivid result. The theatrical action incarnates with the subject of the action and the object, being at the same area and interacting. Actor and viewer, acquire a different role than in reality, living the truth of the story. The action is a new way of perception. The interior of the theatre contains the spectacle, creates new relations of space and view, guiding the eyes’ motion. The space from antiquity born the spectacle and affected from it. The theatrical space is the area of the architecture expression, as the music of plastic arts. This relation of space and spectacle develops and point out each era. The theatres, sometimes for entertainment and sometimes for just having fun, are always visible in the city. Also at the same time, there is a meaning of difference that express the social and intellectual framework. The theatre comes to link different types of art in one, combining the words, the music, the dance and the imitation. Creates a versatile art that address and gather diverse personalities. The actor deposits his soul and so does the viewer, creating a vital box of transformation and development of the mind and the soul
AGRONOMIC EDUCATION AT A CROSSROAD: PROVIDING SKILL SETS OR DEVELOPING MINDSETS?
Globally, agrifoodsystems are in constant evolution. In such a context, agronomists have the critical task to act as change agents, enabling agricultural innovation and facilitating the transition towards sustainability. Hence, agronomists should develop a new professional mindset that goes beyond the prescribed roles and fixed duties of a bounded professional. However, it is questionable whether the curricula offered by agronomic education institutes are really targeted at the development of such mindsets. In this study, employing a two-phase mixed research design and drawing on data from 180 agronomy students, we aim at identifying whether the curricula offered to future agronomists by a Greek higher education institute pave the way for the development of new professional mindsets. Our quantitative analysis revealed that agronomy curricula continue to supply students with conventional skill portfolios, and that, to nurture a professional mindset they should focus on the cultivation of soft competencies and the offering of action-based learning opportunities. Qualitative results further support these findings, uncovering that the limited focus paid by curricula to the development of students’ soft skills and systemic thinking reduces their feelings of self-efficacy. In parallel, the lack of links connecting academia and agrifood systems generates a sense of isolation from the real agrifood world, which eliminates students’ opportunities to test and validate their theoretical knowledge. These findings indicate that agronomy curricula should go beyond the supply of ready-to-use skill sets, by providing students with opportunities to combine theoretical and practical knowledge, and by helping them develop a new professional identity which emphasizes adaptability and cross-boundarythinking
Can Adult Education Boost Sustainability Transitions? Some Evidence from Farmers and Teachers
Sustainability transitions are long-term processes that involve interactions among societal groups and promote co-evolutionary socio-technical transformations aimed at addressing crucial sustainability challenges. Although the focus of relevant work is often on groups, sustainability transitions also require personal transformations. Can adult education be a vehicle for promoting such transformations? In the present study, we attempted to answer this question by examining whether participation in sustainability-related adult education programs (AEPs) leads to the development of sustainability awareness, formation of sustainability-related values, construction of sustainability empathy, and initiation of pro-sustainability action among individuals. Following a quantitative research design and drawing upon data from farmers and teachers, we compared attendees and non-attendees of AEPs on the above-mentioned constructs. The analysis revealed that attendees scored significantly higher than non-attendees in awareness, values, empathy, and action. A series of hierarchical regressions confirmed the association between participation and the outcome variables, also showing no effects of demographic factors on the models. These results underscore the potential contribution of sustainability-related adult education to individual transformation, thus suggesting that targeted adult education interventions can facilitate sustainability transitions
Can Adult Education Boost Sustainability Transitions? Some Evidence from Farmers and Teachers
Sustainability transitions are long-term processes that involve interactions among societal groups and promote co-evolutionary socio-technical transformations aimed at addressing crucial sustainability challenges. Although the focus of relevant work is often on groups, sustainability transitions also require personal transformations. Can adult education be a vehicle for promoting such transformations? In the present study, we attempted to answer this question by examining whether participation in sustainability-related adult education programs (AEPs) leads to the development of sustainability awareness, formation of sustainability-related values, construction of sustainability empathy, and initiation of pro-sustainability action among individuals. Following a quantitative research design and drawing upon data from farmers and teachers, we compared attendees and non-attendees of AEPs on the above-mentioned constructs. The analysis revealed that attendees scored significantly higher than non-attendees in awareness, values, empathy, and action. A series of hierarchical regressions confirmed the association between participation and the outcome variables, also showing no effects of demographic factors on the models. These results underscore the potential contribution of sustainability-related adult education to individual transformation, thus suggesting that targeted adult education interventions can facilitate sustainability transitions
Extension and Advisory Organizations on the Road to the Digitalization of Animal Farming: An Organizational Learning Perspective
Agricultural digitalization emerged as a radical innovation, punctuating the gradual evolution of the agrifood sector and having the potential to fundamentally restructure the context within which extension and advisory organizations operate. Digital technologies are expected to alter the practice and culture of animal farming in the future. To suit the changing environmental conditions, organizations can make minor adjustments or can call into question their purposes, belief systems, and operating paradigms. Each pattern of change is associated with different types of organizational learning. In this conceptual article, adopting an organizational learning perspective and building upon organizational change models, we present two potential change and learning pathways that extension and advisory organizations can follow to cope with digitalization: morphostasis and morphogenesis. Morphostatic change has a transitional nature and helps organizations survive by adapting to the new environmental conditions. Organizations that follow this pathway learn by recognizing and correcting errors. This way, they increase their competence in specific services and activities. Morphogenetic change, on the other hand, occurs when organizations acknowledge the need to move beyond existing operating paradigms, redefine their purposes, and explore new possibilities. By transforming themselves, organizations learn new ways to understand and interpret contextual cues. We conclude by presenting some factors that explain extension and advisory organizations’ tendency to morphostasis